Page 24 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2015
P. 24
Διήγημα
Ὁ ξένος τῆς Πρωτοχρονιᾶς
Σάν ἤμουνα παιδί, μέσα στή φτώχια μᾶς κουνοῦσε κανένας ἀπό τή θέση μας.
πού μᾶς ἔδερνε πάντα ὀνειρευόμουν πώς Ἡ μάνα μου μᾶς τραγουδοῦσε καί ὁ πα-
μ’ ἕνα μαγικό τρόπο θά γινόμουν πλού- τέρας μου λαγοκοιμόταν κουρασμένος
σια. Ἄλ λοτε τό παιδικό μυαλό μου ἔ - στήν καρέκλα του ὥς τή στιγμή πού κτύ-
φτιαχνε τό σενάριο μιᾶς ἀναπάντεχης πησε ἡ πόρτα. Τινάχτηκα πρώτη καί ἄ -
κληρονομιᾶς κι ἄλλες φορές πάλι πώς νοιξα. Ἕνας ἄγνωστος κύριος στεκόταν
ἔπεφτε σέ μᾶς ὁ πρῶτος λαχνός τοῦ λα- τρέμοντας ἀπό τό κρύο μπροστά στήν
χείου. Καί ἦταν ἄπειρες ἐκεῖνες οἱ φορές πόρτα μας.
πού μέ τή φαντασία μου εἶχα χρήματα - Καλησπέρα! μοῦ εἶπε κτυπώντας τά
πολλά καί μοίραζα δῶρα σέ φτωχούς δόντια του. Εἶναι ἐδῶ ὁ πατέρας σου;
σάν κι ἐμένα. Πρίν ἀπαντήσω ἐγώ, ὁ πατέρας μου
Ἀπό τά πιό προσγειωμένα μου ὄνει - ἦταν κιόλας στήν πόρτα.
ρα ἦταν κάθε Πρωτοχρονιά τ’ ὄνειρο νά - Καλῶς τόν Κυριάκο! Ἔλα, ἔλα μέ -
μοῦ τύχει τό φλουρί τῆς βασιλόπιτας. σα, μά πῶς βρέθηκες ἐδῶ;
Κοινό ὄνειρο θαρρῶ καί τῶν ἄλλων τεσ- Ὁ πατέρας μου τράβηξε μέσα τόν ἄ -
σάρων ἀδελφῶν μου, ὄχι τόσο γιά τήν γνωστο γιά μᾶς Κυριάκο καί τόν ἔβαλε
τύχη ἤ τό γούρι πού θά μᾶς ἔφερνε ὅσο νά στρογγυλοκαθίσει μπροστά στό τζά -
γιά κεῖνο τό νόμισμα πού, ὅσο μικρῆς ἀ - κι.
ξίας κι ἄν ἦταν, ἦταν γιά μᾶς τό μονα- - Εἶναι δεύτερος ἐξάδελφός μου, μᾶς
δικό πού θά παίρναμε στά χέρια μας. ἐξήγησε ὁ πατέρας μου. Μεγαλώσαμε
Ἐπί χρόνια τό περίμενα καί κεῖνο μαζί στό χωριό μου καί μικροί ἤμασταν
δέν ἔλεγε νά μοῦ κάνει τή χάρη. Εἶχα πι- ἀχώριστοι.
στέψει γιά τά καλά ὅτι ἤμουν ἄτυχη. Πάει, χάσαμε τή γλύκα τῆς βραδιᾶς.
Θά ἤμουν 7-8 χρονῶν -ναί, τόσο θά Μέσα μου ἤμουν ἀπαρηγόρητη.
ἤμουν, γιατί ἀκόμα δέν εἶχε ξενιτευθεῖ - Τό ζῶο δέν ἄντεξε ἄλλο τήν παγω-
κανένα ἀπό τ’ ἀδέλφια μου- ὅταν καί νιά, μᾶς ἐξήγησε. Μουλάρωσε καί δέν
πάλι περίμενα μέ λαχτάρα ν’ ἀλλάξει ἡ περπατᾶ ἄλλο. Νυχτώθηκα ἐδῶ καί,
τύχη μου. χρονιάρα μέρα πού εἶναι, σκέφτηκα ἐ -
Παραμονή Πρωτοχρονιᾶς καί στό σένα, Νικόλα. Εἶπα κάπου θά μέ βάλεις
χωριό μου, ὅπου σπάνια χιόνιζε, εἶχε πέ - νά ξαποστάσω καί νά κοιμηθῶ.
σει χιόνι πού ὅλοι ἀκόμα τό θυμοῦνται. Τό «κάπου θά μέ βάλεις» ἀκούστηκε
Μᾶς ἄρεζε πού μᾶς ἄρεζε νά καθόμαστε στ’ αὐτιά μου τόσο ἐξωπραγματικό. Ἐ -
μπροστά στό τζάκι, ἐκεῖνο τό βράδυ δέν μεῖς κοιμόμασταν δυό-δυό καί τέτοια
24 ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΙΣ - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2015