Page 34 - 2021
P. 34

Διήγημα

                                                      Τόν ξέγραψαν ὅλοι, κανείς δέν ἀνέφερε
                                                      τό ὄνομά του.
                                                         - Μοιάζω στόν πατέρα μου; ρώτησε
                                                      μιά μέρα τή μάνα του κι ἐκείνη τόν κοί-
                                                      ταξε ξαφνιασμένη. Ὕστερα εἶδε τά χεί λη
                Ἑλληνόπουλο,  Θ. Βρυζάκης             βγῆκε μέσα ἀπό τά δόντια της, μά ἔβαλε
                                                      της νά τρέμουν καί κάτι σάν «φτυ στός»

                                                      ἀπότομα τή χούφτα της στό στόμα καί
                                                      δέν ξαναμίλησε.
                                                         Τόν  ἔτρωγε  ἡ λαχτάρα  τοῦ γονιοῦ
                                                      πού δέν γνώρισε, μά πού ἤξερε ὅτι ζεῖ
                                                      κάπου στήν Πόλη. Καί μετροῦσε τό μπόι
                                                      του, τά χρόνια του, τή δύναμή του ὁ Μῆ -
                                                      τρος. Ὄχι, δέν εἶχε στόν νοῦ του νά πάει
                                                      νά βρεῖ τά ἀδέλφια του στό βουνό. Στόν
                                                      νοῦ του τριβέλιζε συνέχεια ἡ σκέψη νά
                                                      φύγει γιά τήν Πόλη, νά τόν ψάξει καί νά
                                                      τοῦ πεῖ: «Ντροπή σου, πατέρα! Πῶς ἄ -
                                                      φησες τήν πίστη στόν Χριστό καί σαλαβά -
                                                      τησες; Πῶς ἄφησες τή μάνα μου κι ἐ μᾶς;
              Γιά μιά στάμνα τάλαρα
                                                      Πῶς μᾶς φόρτωσες μέ τέτοια ντροπερή
                                                      κληρονομιά;». Στό βάθος του ὅμως ἔκαι -
                 Στά  δεκατέσσερά  σου  δέν  λέγεσαι  γε κι ὁ πόθος νά τόν γνωρίσει. Ὅλοι στό
             ἄντρας μά δέ λογιέσαι πιά καί γιά παιδί.  χωριό λέγανε πώς τώρα πού μεγάλωσε,
             Αὐτό τό ἤξερε καλά ὁ Μῆτρος τῆς Πα-      θαρρεῖς καί βλέπανε μπροστά τους τόν
             νάγαινας μά ὅλο μπερδευότανε, γιατί γιά  Πανάγο. Ἄχ, γιατί νά ντρέπεται πού τοῦ
             ἄλλα πράγματα τόν ἔλεγαν ἄντρα καί γιά   μοιάζει;
             ἄλλα παιδί. Ἦταν ὁ μικρός γιός τῆς μά -     - Μήπως ἦρθε ἡ ὥρα, λεβέντη μου,
             νας του. Οἱ ἄλλοι τρεῖς, οἱ μεγαλύτεροι,  νά  πᾶς  νά  βρεῖς  τ᾽  ἀδέλφια  σου  στό
             ἀπό τότε πού βγῆκε ἡ φήμη ὅτι ὁ πατέ-    βουνό;
             ρας τους ὁ Πανάγος ἐκεῖ πού ἦταν στήν       Κατέβασε τό κεφάλι στόν λόγο τῆς
             Πόλη ἀλλαξοπίστησε -ψέματα ἤ ἀλήθεια     μάνας του ὁ Μῆτρος. Τό ἤξερε πώς ἡ
             δέν τό μάθανε ποτέ- ἔφυγαν στό βουνό.    μάνα του εἶχε δίκιο, μά δέν τολμοῦσε νά
             Πῆγαν νά σβήσουν τή ντροπή καί τήν πί -  τῆς μιλήσει γιά τήν ἀπόφασή του. Δέν θά
             κρα τους στό λημέρι τοῦ καπετάν Βουρ-    τόν ἄφηνε νά φύγει καί γι᾽ αὐτό ὁ Μῆτρος
             δουλιᾶ.                                  θά τό ἔκανε κρυφά.
                 Μία σταλιά μωρό ἦταν ὁ Μῆτρος τό -      - Μικρός δέν εἶμαι ἀκόμα, μάνα, γιά
             τε πού ἔφυγε ὁ πατέρας του. Δέν τόν      νά  μέ  διώξεις  στό  βουνό;  τῆς  εἶπε  καί
             γνώρισε  κι  οὔτε  εἶχε  θύμησες  ἀπό  τή  κοκκίνισε ὥς τά αὐτιά.
             μορφή του. Πολλές φορές ἔπλαθε μέ τή        - Πανάγαινα, ὥρα καλή! Ὥρα καλή
             φαντασία του τό πρόσωπό του, μά δέν      καί σέ σένα, Μῆτρο!
             τολμοῦ σε νά ρωτήσει κανέναν γι᾽ αὐτόν.     Ὁ παπα-Εὐθύμης στεκόταν στό ξε-


             74                                            ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΙΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2021
   29   30   31   32   33   34   35   36   37   38   39