Ἡ βάπτιση τοῦ Κυρίου ἀπό τόν Ἰωάννη τόν βαπτιστή στόν Ἰορδάνη εἶναι ἕνα ἀποκαλυπτικό γεγονός πού συγκλονίζει. Δέν ἀναφέρομαι μόνο στήν φανέρωση τῆς ἁγίας Τριάδος, ἀλλά καί σέ μία σειρά ἐκπληκτικῶν μυστηρίων πού μᾶς ἀποκαλύπτουν τόν σκοπό καί τόν στόχο τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ὁ Θεός πού ἔγινε ἄνθρωπος, εἶναι ἀναμάρτητος. Εἶναι ἐκεῖνος γιά τόν ὁποῖο ἡ Γραφή λέει ὅτι «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ» (Α΄ Πέ 2,22). Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ὁ Ἰωάννης βάπτιζε «εἰς μετάνοιαν» (Μθ 3,11), γιά νά καλλιεργήσει στούς ἀνθρώπους ἀφ’ ἑνός μέν τήν συνείδηση τῆς ἁμαρτωλότητας καί ἀφ’ ἑτέρου τήν ἐπιθυμία νά ἀπαλλαγοῦν ἀπ’ αὐτή τήν κατάσταση. Τότε γιατί βαπτίσθηκε ὁ ἀναμάρτητος Χριστός;
Βαπτίσθηκε ὁ Κύριος, διότι κατ’ ἀρχήν ἔπρεπε ὁ Ἰωάννης νά βεβαιωθεῖ ὅτι αὐτός εἶναι ὁ προσδοκώμενος Μεσσίας. Ὁ Θεός τοῦ εἶχε ἀποκαλύψει ὅτι «ἐκεῖνος στόν ὁποῖο θά δεῖς τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νά κατεβαίνει καί νά μένει ἐπάνω του, αὐτός εἶναι» (βλ. Ἰω 1,33). Γι’ αὐτό ἀποκαλύπτεται ἡ ἁγία Τριάδα, γι’ αὐτό ἀκούγεται ἡ φωνή τοῦ Πατρός καί γι’ αὐτό τό Πνεῦμα ἐμφανίζεται σάν περιστέρι. Ὅπως λέει ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης· «Ἐγώ εἶδα τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νά κατεβαίνει καί νά μένει ἐπάνω του καί μαρτυρῶ γι᾽ αὐτό τό γεγονός καί εἶμαι ἀπολύτως βέβαιος ὅτι αὐτός εἶναι ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ» (βλ. Ἰω 1,33-34). Καί ἔπρεπε νά βεβαιωθεῖ γι’ αὐτό ὁ Ἰωάννης, ὥστε στήν συνέχεια νά δείξει τόν Ἰησοῦ στούς μαθητές του καί νά τούς προτρέψει νά τόν ἀκολουθήσουν. Συγκροτεῖται ἔτσι σταδιακά ἡ ἀποστολική ὁμάδα τῶν δώδεκα, ἡ ὁποία θά ἀποτελέσει ἀργότερα καί τόν πυρήνα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἕνας ἄλλος λόγος ξεχωριστῆς σημασίας πού ὁ Κύριος βαπτίζεται εἶναι γιά νά προκαλέσει καί νά παραπλανήσει τόν Σατανᾶ. Ὁ Σατανᾶς γνωρίζει πολύ καλά κάθε ἄνθρωπο, διότι μᾶς δεσμεύει ὅλους μέ τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας. Τόν ἀναμάρτητο Ἰησοῦ ὅμως δέν τόν γνώριζε, δέν μποροῦσε νά τόν ἐλέγξει. Τοῦ ἦταν «ἄγνωστη χώρα». Τόν βλέπει νά βαπτίζεται ὅπως οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι καί θεωρεῖ ὅτι εἶναι καί αὐτός ἁμαρτωλός. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ὁ Ἰησοῦς δέν ἐξομολογεῖται ὅπως ἔκαναν ὅσοι βαπτίζονταν, ἐνῶ συγχρόνως ἀκούγεται ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ νά λέει· «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Μθ 3,17). Ὅλα αὐτά τοῦ προκαλοῦν σύγχυση, δέν μπορεῖ νά καταλάβει τί συμβαίνει καί ἀρχίζει νά ἀνησυχεῖ. Ἔχει μπροστά του ἕναν ἄνθρωπο πού δέν μπορεῖ νά ἐλέγξει καί ὁ ὁποῖος μαρτυρεῖται ἀπό τόν οὐρανό ὅτι εἶναι ὁ ἀγαπητός, δηλαδή ὁ μονογενής, υἱός τοῦ Θεοῦ. Τί σημαίνει αὐτό; Τί θά πεῖ ὅτι εἶναι ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ; Πρέπει νά τόν φοβᾶται;
Γι᾽ αὐτό ἀπό ἐκείνη τή στιγμή καί ἔπειτα ὁ Σατανᾶς τόν πολεμᾶ εὐθέως. Μετά τό βάπτισμά του ὁ Ἰησοῦς θά πάει στήν ἔρημο καί θά νηστεύσει γιά 40 ἡμέρες· τότε ὁ Σατανᾶς θά ἔλθει καί θά τόν πειράξει τρεῖς φορές λέγοντάς του· «Εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ...» (Μθ 4,3). Ὅ,τι ἄκουσε ἀπό τόν οὐρανό στόν Ἰορδάνη. Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς δέν θά ἐνδώσει, δέν θά τοῦ ἀποκαλύψει τί σημαίνει «ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ». Γι’ αὐτό καί ὁ Σατανᾶς θά συνεχίσει νά τόν πολεμᾶ μέ ἀκόμη μεγαλύτερη ἔνταση, μέχρι νά τόν ὁδηγήσει καί στόν τελευταῖο καί πιό σκληρό πειρασμό, στόν σταυρό, ὥστε νά μπορέσει νά καταλάβει περί τίνος πρόκειται. Ἀλλά καί ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς δέν θά τοῦ ἀποκαλυφθεῖ, θά πεθάνει. Αὐτό ἐπεδίωκε ἄλλωστε. Ἔτσι ὥστε μέ τήν ἀνάστασή του νά συντρίψει τήν δύναμη τοῦ διαβόλου πού εἶναι ὁ θάνατος καί νά ἀπελευθερώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό αὐτόν τόν ὄλεθρο.
Ὁ τρίτος λόγος πού ὁ Κύριος βαπτίζεται εἶναι αὐτός τόν ὁποῖο ἐπικαλεῖται, ὅταν ὁ ταπεινός Ἰωάννης τοῦ λέει· «Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με;» (Μθ 3,14). Καί τί λέει ὁ Κύριος; «Ἄφες ἄρτι», ἄφησέ τα αὐτά τώρα. «Οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην» (Μθ 3,15). Τώρα αὐτό πού πρέπει νά κάνουμε εἶναι νά ἐκτελέσουμε κάθε «δικαιοσύνην».
Τί θά πεῖ «δικαιοσύνη»; Θά πεῖ ἐντολή τοῦ Θεοῦ, θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί τί θά πεῖ «νά ἐκτελέσουμε κάθε ἐντολή τοῦ Θεοῦ»; Ποιά εἶναι ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ πού ἐκτελεῖ ὁ Κύριος ὅταν βαπτίζεται; Ἀκριβῶς αὐτό, τό νά βαπτισθεῖ. Ὁ Ἰωάννης ἐστάλη ἀπό τόν Θεό νά βαπτίζει, αὐτό ἦταν τό καθῆκον του καί αὐτή τήν ἐντολή ἔλαβε ἀπό τόν Κύριο. Καί θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦταν ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖτες νά βαπτισθοῦν. Καί ὁ Ἰησοῦς πηγαίνει καί βαπτίζεται ὅπως ὅλοι οἱ Ἑβραῖοι, δέν ἐξαιρεῖ τόν ἑαυτό του ἀπ’ αὐτή τήν διαδικασία. Πηγαίνει καί βαπτίζεται σάν ἁμαρτωλός ἐνῶ εἶναι ἀναμάρτητος, ἀκριβῶς γιά νά ἐκτελέσει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι προφανές γιά μᾶς τό νόημα αὐτῆς τῆς κίνησης. Ὁ Ἰησοῦς ὑπάκουσε στόν Θεό κατά πάντα. Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦταν ὁ υἱός του νά γίνει ἄνθρωπος. Καί ὄχι μόνο νά γίνει ἄνθρωπος ἀλλά καί νά περάσει ἀπό τό βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη, ὅπως περνοῦσαν ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοί, καί νά πεθάνει ὅπως πεθαίνουν καί ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοί· καί ἄς μήν εἶχε σχέση μέ τήν ἁμαρτία. Λέει ὁ ἀπ. Παῦλος· «Πόσο ὑπάκουσε; Μέχρι ποῦ ὑπάκουσε; Μέχρι θανάτου» (βλ. Φι 2,8). Ὑπάκουσε καί πέθανε, γιά νά μείνει ὡς ἄνθρωπος πιστός στόν ἅγιο Θεό. Αὐτό θέλει νά μᾶς διδάξει μέ τό βάπτισμά του, ὅτι πρέπει νά ὑπακοῦμε στόν Θεό, ὅποιο καί ἄν εἶναι τό θέλημά του.
Τό βάπτισμα ἦταν βέβαια ἐξευτελισμός, ταπείνωση γιά τόν υἱό τοῦ Θεοῦ. Γιά μᾶς ὅμως δέν εἶναι ἐξευτελισμός οἱ ἐντολές Του, ὄχι. Ἡ εὐσέβεια, λέει ὁ ἀπ. Παῦλος, εἶναι πορισμός εὐλογημένης ζωῆς καί ἐδῶ, σ᾽ αὐτόν τόν κόσμο (βλ. Α΄ Τι 6,6), καί φυσικά στήν αἰωνιότητα. Καί δέν δεχόμαστε νά ὑπακούσουμε στόν νόμο τοῦ Κυρίου; Ἔχει πόνους, βέβαια, ἡ ζωή τῆς ὑπακοῆς, ἔχει ὀδύνη. Ἀλλά ἄν ὑπακούσουμε κατά πάντα ἔχει καί δόξα καί μᾶς κάνει πολῖτες τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Εὐ. Ἀ. Δάκας
Ἀπολύτρωσις 70 (2015) 4-6