Μέ μύριους τρόπους ἐπιβεβαιώνεται ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ὄχι μόνο μέ τίς εὐαγγελικές διηγήσεις γιά τό κενό μνῆμα οὔτε μόνο μέ τίς ἀλλεπάλληλες ἐμφανίσεις τοῦ Ἀναστημένου, πού μπαίνοντας στή φυσική διάσταση προκαλοῦσε· «ψηλαφήσατέ με καί ἴδετε...» (Λκ 24,39). Μαρτυρεῖται ἐπίσης προφητικά ἡ διαχρονική δύναμη καί ἡ νίκη της ἀνά τούς αἰῶνες. Στήν Ἀποκάλυψη, τό κατεξοχήν προφητικό βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὁ Κύριος μεταφέροντας «τόν μαθητήν ὅν ἠγάπα» (Ἰω 19, 26) στήν ὑπερκόσμια διάσταση, «ἐν πνεύματι» (1,10), τοῦ παρουσιάζει συμβολικά τό μέλλον τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ κόσμου ὅλου.
Μ ᾿ αὐτή τήν ἐμπειρία ὁ Ἰωάννης -πού στό Εὐαγγέλιό του θά καταγράψει τή μαρτυρία τοῦ Προδρόμου ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι «ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰω 1,29)- τόν βλέπει στήν Ἀποκάλυψη μέ τή συμβολική μορφή τοῦ ἀρνίου, πού εἶναι «ἑστηκός ὡς ἐσφαγμένον» (5,6). Κι εἶναι ἀκριβῶς αὐτή ἡ εἰκόνα τό σύμβολο τοῦ τελικοῦ θριάμβου τῆς Ἐκκλησίας κατά τήν ἡρωική προέλασή της στήν κονίστρα τῆς ἱστορίας καί ἡ ἐγγύηση γιά τή νίκη τοῦ κάθε χριστιανοῦ.
Ὑπάρχει πλάσμα πιό ἀδύναμο ἀπό ἕνα ἀρνάκι; Δέν ἔχει κέρατα δυνατά οὔτε δόντια κοφτερά ἤ νύχια ἤ, ἔστω, φτερά κι ἔτσι ἀδυνατεῖ ὄχι μόνο νά βλάψει ἀλλά καί νά ἀμυνθεῖ ἀπό τίς ἐπιβουλές τῶν ἐχθρῶν. Ἐπιβάλλεται ὅμως μέ τήν ἀθωότητα, μέ τήν ὑπομονή καί τήν ταπεινοσύνη του. Ἐπιπλέον αὐτό τό ἀρνάκι εἶναι καί σφαγμένο, ἄψυχο, νεκρό. Αὐθόρμητα ἡ σκέψη ἀνατρέχει στόν «ἄφωνον ἀμνόν» τοῦ Ἠσαΐα (53,7), πού θά θυσιασθεῖ χωρίς νά φέρει τήν παραμικρή ἀντίρρηση. Κι ὅμως -παράδοξο!- τό σφαγμένο ἀρνάκι εἶναι «ἑστηκός». Στέκει ὁλόρθο, ζωντανό καί δυνατό. Εἶναι τό ἴδιο πού σέ ἄλλο σημεῖο τῆς Ἀποκαλύψεως τό βλέπει ὁ Ἰωάννης ὡς λιοντάρι δυνατό, πανίσχυρο.
Τό παράδοξο σύμβολο τοῦ ἐσφαγμένου καί ἑστηκότος ἀρνίου κηρύττει τή μεγάλη ἀλήθεια, τήν ὁποία ἀπεικονίζει ἡ Ἐκκλησία στίς δύο ὄψεις τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου της: τό σταυρό καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Μέ τό αἷμα τῆς σταυρικῆς του θυσίας τό «ἐσφαγμένον ἀρνίον» Ἰησοῦς Χριστός λούζει καί καθαρίζει τούς δικούς του ἀπό τή βρωμιά τῆς ἁμαρτίας. Τούς λυτρώνει καί τούς συμφιλιώνει μέ τόν Θεό. Τούς ἀποκαθιστᾶ καί τούς καθιστᾶ λαό τοῦ Θεοῦ, παιδιά του, «ἱερεῖς καί βασιλεῖς τῷ Θεῷ» (πρβλ. Ἀπ 5,10), ἀπρόσβλητους ἀπό τήν κακία καί τίς ποικίλες ἐπιβουλές τοῦ πονηροῦ.
Πράγματι, ἀπό τά πρῶτα χρόνια, «ἐνῶ οἱ στρατιῶτες πρότειναν τά ὅπλα τους, ἐνῶ οἱ ὄχλοι μαίνονταν σάν ἀγριεμένη φωτιά, ἐνῶ ἡ κακή συνήθεια ἀντιπαρατασσόταν, ἐνῶ ρήτορες, σοφιστές, πλούσιοι, ἰδιῶτες, ἄρχοντες ξεσηκώνονταν ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, ὅλο καί περισσότεροι ἔρχονταν στήν Ἐκκλησία», σημειώνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος τόν 5ο αἰώνα. Ἀλλά ἡ ἴδια θαυμαστή ἱστορία συνεχίζεται μέχρι σήμερα καί θά συνεχίζεται μέχρι τή συντέλεια. Οἱ βολές, οἱ διαβολές καί προσβολές τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων κατά τῆς Ἐκκλησίας ἀνά τούς αἰῶνες, ὅσο ἰσχυρές καί πολύμορφες κι ἄν παρουσιάζονται, ἀποτυγχάνουν. Διότι προσκρούουν στό «ἐσφαγμένο» καί «ἑστηκός ἀρνίον», τόν Ἰησοῦ. Αὐτός εἶναι ἡ ἀδιάψευστη ἐγγύηση ὅτι θά νικήσουμε. Ἀρκεῖ νά εἴμαστε πραγματικά δικοί του.
Μ ᾿ αὐτή τήν ἐμπειρία ὁ Ἰωάννης -πού στό Εὐαγγέλιό του θά καταγράψει τή μαρτυρία τοῦ Προδρόμου ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι «ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰω 1,29)- τόν βλέπει στήν Ἀποκάλυψη μέ τή συμβολική μορφή τοῦ ἀρνίου, πού εἶναι «ἑστηκός ὡς ἐσφαγμένον» (5,6). Κι εἶναι ἀκριβῶς αὐτή ἡ εἰκόνα τό σύμβολο τοῦ τελικοῦ θριάμβου τῆς Ἐκκλησίας κατά τήν ἡρωική προέλασή της στήν κονίστρα τῆς ἱστορίας καί ἡ ἐγγύηση γιά τή νίκη τοῦ κάθε χριστιανοῦ.
Ὑπάρχει πλάσμα πιό ἀδύναμο ἀπό ἕνα ἀρνάκι; Δέν ἔχει κέρατα δυνατά οὔτε δόντια κοφτερά ἤ νύχια ἤ, ἔστω, φτερά κι ἔτσι ἀδυνατεῖ ὄχι μόνο νά βλάψει ἀλλά καί νά ἀμυνθεῖ ἀπό τίς ἐπιβουλές τῶν ἐχθρῶν. Ἐπιβάλλεται ὅμως μέ τήν ἀθωότητα, μέ τήν ὑπομονή καί τήν ταπεινοσύνη του. Ἐπιπλέον αὐτό τό ἀρνάκι εἶναι καί σφαγμένο, ἄψυχο, νεκρό. Αὐθόρμητα ἡ σκέψη ἀνατρέχει στόν «ἄφωνον ἀμνόν» τοῦ Ἠσαΐα (53,7), πού θά θυσιασθεῖ χωρίς νά φέρει τήν παραμικρή ἀντίρρηση. Κι ὅμως -παράδοξο!- τό σφαγμένο ἀρνάκι εἶναι «ἑστηκός». Στέκει ὁλόρθο, ζωντανό καί δυνατό. Εἶναι τό ἴδιο πού σέ ἄλλο σημεῖο τῆς Ἀποκαλύψεως τό βλέπει ὁ Ἰωάννης ὡς λιοντάρι δυνατό, πανίσχυρο.
Τό παράδοξο σύμβολο τοῦ ἐσφαγμένου καί ἑστηκότος ἀρνίου κηρύττει τή μεγάλη ἀλήθεια, τήν ὁποία ἀπεικονίζει ἡ Ἐκκλησία στίς δύο ὄψεις τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου της: τό σταυρό καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Μέ τό αἷμα τῆς σταυρικῆς του θυσίας τό «ἐσφαγμένον ἀρνίον» Ἰησοῦς Χριστός λούζει καί καθαρίζει τούς δικούς του ἀπό τή βρωμιά τῆς ἁμαρτίας. Τούς λυτρώνει καί τούς συμφιλιώνει μέ τόν Θεό. Τούς ἀποκαθιστᾶ καί τούς καθιστᾶ λαό τοῦ Θεοῦ, παιδιά του, «ἱερεῖς καί βασιλεῖς τῷ Θεῷ» (πρβλ. Ἀπ 5,10), ἀπρόσβλητους ἀπό τήν κακία καί τίς ποικίλες ἐπιβουλές τοῦ πονηροῦ.
Πράγματι, ἀπό τά πρῶτα χρόνια, «ἐνῶ οἱ στρατιῶτες πρότειναν τά ὅπλα τους, ἐνῶ οἱ ὄχλοι μαίνονταν σάν ἀγριεμένη φωτιά, ἐνῶ ἡ κακή συνήθεια ἀντιπαρατασσόταν, ἐνῶ ρήτορες, σοφιστές, πλούσιοι, ἰδιῶτες, ἄρχοντες ξεσηκώνονταν ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, ὅλο καί περισσότεροι ἔρχονταν στήν Ἐκκλησία», σημειώνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος τόν 5ο αἰώνα. Ἀλλά ἡ ἴδια θαυμαστή ἱστορία συνεχίζεται μέχρι σήμερα καί θά συνεχίζεται μέχρι τή συντέλεια. Οἱ βολές, οἱ διαβολές καί προσβολές τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων κατά τῆς Ἐκκλησίας ἀνά τούς αἰῶνες, ὅσο ἰσχυρές καί πολύμορφες κι ἄν παρουσιάζονται, ἀποτυγχάνουν. Διότι προσκρούουν στό «ἐσφαγμένο» καί «ἑστηκός ἀρνίον», τόν Ἰησοῦ. Αὐτός εἶναι ἡ ἀδιάψευστη ἐγγύηση ὅτι θά νικήσουμε. Ἀρκεῖ νά εἴμαστε πραγματικά δικοί του.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 56 (2001) 99