Ἀκούγεται σκληρή καί κινεῖ ἴσως τήν δυσπιστία τοῦ ἀνυποψίαστου ἀναγνώστη ἡ διαπίστωση ὅτι δέν θέλουμε τήν Ἀνάσταση. Ποιός τυφλός δέν θέλει τά μάτια του, ποιός ἄρρωστος δέν ἀποζητᾶ τήν γιατρειά του; Κι εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μάτια στό σκοτάδι τῆς κακῆς μας τύφλας, ὑγεία στήν βασανιστική ἀρρώστια τῆς θνητότητός μας, ἡ σωτήρια διέξοδος ἀπό τό ἀδιέξοδο τοῦ παρόντος κόσμου στόν ἄπειρο καί ἅγιο κόσμο τῆς αἰωνιότητος, τό πέρασμά μας ἀπό τήν φθορά στήν ἀφθαρσία.
Εἶναι γεγονός ἀτράνταχτο ἡ Ἀνάσταση. Δέν στηρίζεται στήν πίστη μας, ἀλλά αὐτή θεμελιώνει καί στηρίζει τήν πίστη. Πρίν δύο χιλιάδες χρόνια τό θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ συγκρούσθηκε μέ τόν θάνατο καί φάνηκε νά ὑποτάσσεται στήν μοῖρα τοῦ θνητοῦ Ἀδάμ· «ἀπέθανε καί ἐτάφη». Ἐπειδή ὅμως δέν ἦταν ἕνας κοινός ἄνθρωπος ὁ Ἰησοῦς Χριστός, δέν παρέμεινε στό μνῆμα, ἀλλά «ἀνέστη καί ὤφθη». Νίκησε τόν θάνατο καί ἀναστήθηκε, στάθηκε πάλι ὄρθιος καί ζωντανός -τόν εἶδαν καί τόν ἀναγνώρισαν πολλοί- λυτρώνοντας τό ἀνθρώπινο γένος ἀπό τήν κυριαρχία καί τόν φόβο τοῦ θανάτου.
Ὡστόσο, οἱ ἄνθρωποι δέν θέλουν τήν Ἀνάσταση! Δέν χρειάζεται μεγάλη ἔρευνα οὔτε ἀπαιτεῖται ἰδιαίτερη μελέτη γιά νά καταλάβει κανείς ὅτι ἡ σημερινή κοινωνία, ἀκόμη καί ἡ λεγόμενη «χριστιανική», δέν εἶναι καθόλου δεκτική τῆς ἀναστάσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ρίξτε μιά ματιά γύρω σας καί θά διαπιστώσετε ὅτι πολλοί εἶναι οἱ θιασῶτες τοῦ ἐπικουρείου ὑλισμοῦ, πού δόγμα του ἔχει τό «φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνήσκομεν». Τίποτε δέν μποροῦν νά δοῦν πέρα ἀπό τήν ταφόπλακα, διότι ἔχουν αὐτοεγκλωβισθεῖ στά ἐνδογήινα. Γι᾽ αὐτό μικροί καί μεγάλοι πανικοβλήθηκαν ἐν ὄψει τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως. Ἡ ἀπώλεια ἤ ἔστω ὁ περιορισμός τῆς ἀνέσεως καί εὐμάρειας πού ἀπολάμβαναν, τούς φαίνονται ἀνυπόφορα, ἀβάσταχτη ἡ μή ἱκανοποίηση τῶν αἰσθήσεων καί τῶν ἐπιθυμιῶν, ἡ στέρηση τῶν ἀπολαύσεων.
Οὕτως ἤ ἄλλως ἡ Ἀνάσταση, γεγονός ἔξω ἀπό τά ἀνθρώπινα δεδομένα, ἐξ ἀρχῆς δέχθηκε τήν πολεμική τῶν ἀνθρώπων. Κι εἶναι, πράγματι, ἀσύλληπτο καί προκλητικό γιά τήν σκέψη μας τό γεγονός ὅτι οἱ πρῶτοι καί σφοδρότεροι ἀμφισβητίες τῆς Ἀναστάσεως ὑπῆρξαν ἀκριβῶς ἐκεῖνοι πού θά περιμέναμε νά τήν ἐνστερνισθοῦν ἄνευ ὅρων, οἱ ἴδιοι οἱ μαθητές τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ! Ὅσα εἶδαν καί ἔζησαν κοντά στόν Ἰησοῦ τούς εἶχαν πείσει ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας, τόν ὁποῖο ὅμως περιόρισαν στήν ἐνδοκοσμική ὀπτική τους. Δέν ἤθελαν τόν Μεσσία γιά τόν ὁποῖο μίλησαν οἱ προφῆτες, δέν ἐννοοῦσαν νά τόν δεχθοῦν ἔτσι ὅπως ὁ ἴδιος παρουσιάθηκε ταπεινός καί πρᾶος. Στήν δική τους νοοτροπία ὁ Μεσσίας θά ἔπρεπε νά εἶναι ὁ κυρίαρχος κατακτητής, ὁ παντοδύναμος βασιλιάς, ὁ ἀήττητος κοσμοκράτορας. Τόν καμάρωσαν καί τόν ἐπευφήμησαν ὅταν χόρτασε τά πλήθη, ὅταν ἀνέστησε τόν νεκρό Λάζαρο. Ποῦ νά δεχθοῦν ὅτι θά πεθάνει, θά μπεῖ στό μνῆμα ὁ Μεσσίας! Ὅταν, λοιπόν, τόν εἶδαν καρφωμένο στόν σταυρό κι ἔπειτα νεκρό στό μνῆμα, διασκορπίσθηκαν ἀπογοητευμένοι. Μόνο οἱ ἐχθροί τοῦ Ἰησοῦ ἄρχισαν νά ἀνησυχοῦν μήπως καί ἀνα- στηθεῖ, ὅπως τό προεῖπε, καί σπεύδουν νά ἀσφαλίσουν τόν τάφο καί βάζουν φρουρούς νά τόν φυλάγουν· ἀπό ποιούς; ἀπό τούς τρομαγμένους καί ἀπελπισμένους μαθητές πού ἀπερίφραστα ὁμολογοῦν ὅτι «ἠλπίζομεν ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τόν Ἰσραήλ» (Λκ 24,21). «Ἠλπίζομεν» κάποτε. Τώρα ὅμως οἱ ἐλπίδες διαψεύσθηκαν, ἔσβησαν.
Κι ὅμως, ὁ Ἰησοῦς ἔσπασε «τά κλεῖθρα τοῦ ᾅδου» καί ἀναστήθηκε. Αὐτός πού δίδαξε τήν ἀλήθεια ἡ ὁποία ἁγιάζει καί ἐλευθερώνει, πού μέ τά σημεῖα, τίς θεραπεῖες καί νεκραναστάσεις πού ἔκανε ἀποκάλυψε τήν θεϊκή του αὐθεντία, τήν ἐπικυρώνει τώρα μέ τό σημεῖο τῶν σημείων, τήν Ἀνάστασή του. Βεβαιωμένοι γι᾽ αὐτήν ἀπό τίς ἀλλεπάλληλες ἐμφανίσεις του οἱ μέχρι τότε δειλοί μαθητές, γίνονται ἀπόστολοι καί «ὡς λέοντες πῦρ πνέοντες» καταθέτουν στόν κόσμο τήν ἀξιόπιστη μαρτυρία τους ὅτι «Χριστός ἀνέστη». Ἔτσι, ἀπό τό κενό μνῆμα τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ χύνεται τό φῶς τῆς ἐλπίδας. Ἀνοίγει ὁ νέος δρόμος τῆς ζωῆς καί τῆς αἰώνιας εὐτυχίας μας, στόν ὁποῖο βαδίζουμε μέ τήν μετάνοια καί τήν πίστη.
Ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται τό πρόβλημα τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου. Δέν ἀπορρίπτει τόν Ἰησοῦ Χριστό. Θαυμάζει τήν καλωσύνη καί τήν ἀγάπη του, τίς τόσες εὐεργεσίες πού σκόρπισε στήν γῆ. Ἡ Ἀνάσταση εἶναι πού τόν ἐνοχλεῖ! Ἄν ἔμενε νεκρός στό μνῆμα ὁ Ἰησοῦς, θά εἶχε τήν συμπάθεια τῶν πολλῶν. Εἶναι ἀνεπιθύμητος καί πολεμεῖται σήμερα ἐπειδή ἀκριβῶς εἶναι ἀναστημένος καί τό ἄγγελμα τῆς ἀναστάσεώς του ἔχει ὡς ἄμεση συνέπεια τό παράγγελμα τῆς δικῆς μας μετανοίας, τήν ἀπάρνηση τῶν παθῶν. Ἕνας Χριστός πού δέν ἀναστήθηκε μπορεῖ κάλλιστα νά ταυτισθεῖ μέ τούς ἄπειρους θεούς καί θεές τῆς εἰδωλολατρίας, πού ὄχι μόνο δέν ἀπαγορεύουν, ἀλλά καί ἐπιδοτοῦν τά πάθη. Τί γίνεται ὅμως μέ τόν ἀναστημένο Χριστό πού διαβεβαιώνει ὅτι «ἐγενόμην νεκρός, καί ἰδού ζῶν εἰμι εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων» (Ἀπ 1,18); Πῶς νά τόν ἀνεχθεῖς νά ἐλέγχει τίς παρεκτροπές σου, νά περιορίζει τίς κακίες σου, νά ρυθμίζει τήν ζωή σου; Νά γιατί οἱ πολλοί δέν θέλουν τήν Ἀνάσταση!
Εἶναι γεγονός ἀτράνταχτο ἡ Ἀνάσταση. Δέν στηρίζεται στήν πίστη μας, ἀλλά αὐτή θεμελιώνει καί στηρίζει τήν πίστη. Πρίν δύο χιλιάδες χρόνια τό θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ συγκρούσθηκε μέ τόν θάνατο καί φάνηκε νά ὑποτάσσεται στήν μοῖρα τοῦ θνητοῦ Ἀδάμ· «ἀπέθανε καί ἐτάφη». Ἐπειδή ὅμως δέν ἦταν ἕνας κοινός ἄνθρωπος ὁ Ἰησοῦς Χριστός, δέν παρέμεινε στό μνῆμα, ἀλλά «ἀνέστη καί ὤφθη». Νίκησε τόν θάνατο καί ἀναστήθηκε, στάθηκε πάλι ὄρθιος καί ζωντανός -τόν εἶδαν καί τόν ἀναγνώρισαν πολλοί- λυτρώνοντας τό ἀνθρώπινο γένος ἀπό τήν κυριαρχία καί τόν φόβο τοῦ θανάτου.
Ὡστόσο, οἱ ἄνθρωποι δέν θέλουν τήν Ἀνάσταση! Δέν χρειάζεται μεγάλη ἔρευνα οὔτε ἀπαιτεῖται ἰδιαίτερη μελέτη γιά νά καταλάβει κανείς ὅτι ἡ σημερινή κοινωνία, ἀκόμη καί ἡ λεγόμενη «χριστιανική», δέν εἶναι καθόλου δεκτική τῆς ἀναστάσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ρίξτε μιά ματιά γύρω σας καί θά διαπιστώσετε ὅτι πολλοί εἶναι οἱ θιασῶτες τοῦ ἐπικουρείου ὑλισμοῦ, πού δόγμα του ἔχει τό «φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνήσκομεν». Τίποτε δέν μποροῦν νά δοῦν πέρα ἀπό τήν ταφόπλακα, διότι ἔχουν αὐτοεγκλωβισθεῖ στά ἐνδογήινα. Γι᾽ αὐτό μικροί καί μεγάλοι πανικοβλήθηκαν ἐν ὄψει τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως. Ἡ ἀπώλεια ἤ ἔστω ὁ περιορισμός τῆς ἀνέσεως καί εὐμάρειας πού ἀπολάμβαναν, τούς φαίνονται ἀνυπόφορα, ἀβάσταχτη ἡ μή ἱκανοποίηση τῶν αἰσθήσεων καί τῶν ἐπιθυμιῶν, ἡ στέρηση τῶν ἀπολαύσεων.
Οὕτως ἤ ἄλλως ἡ Ἀνάσταση, γεγονός ἔξω ἀπό τά ἀνθρώπινα δεδομένα, ἐξ ἀρχῆς δέχθηκε τήν πολεμική τῶν ἀνθρώπων. Κι εἶναι, πράγματι, ἀσύλληπτο καί προκλητικό γιά τήν σκέψη μας τό γεγονός ὅτι οἱ πρῶτοι καί σφοδρότεροι ἀμφισβητίες τῆς Ἀναστάσεως ὑπῆρξαν ἀκριβῶς ἐκεῖνοι πού θά περιμέναμε νά τήν ἐνστερνισθοῦν ἄνευ ὅρων, οἱ ἴδιοι οἱ μαθητές τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ! Ὅσα εἶδαν καί ἔζησαν κοντά στόν Ἰησοῦ τούς εἶχαν πείσει ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας, τόν ὁποῖο ὅμως περιόρισαν στήν ἐνδοκοσμική ὀπτική τους. Δέν ἤθελαν τόν Μεσσία γιά τόν ὁποῖο μίλησαν οἱ προφῆτες, δέν ἐννοοῦσαν νά τόν δεχθοῦν ἔτσι ὅπως ὁ ἴδιος παρουσιάθηκε ταπεινός καί πρᾶος. Στήν δική τους νοοτροπία ὁ Μεσσίας θά ἔπρεπε νά εἶναι ὁ κυρίαρχος κατακτητής, ὁ παντοδύναμος βασιλιάς, ὁ ἀήττητος κοσμοκράτορας. Τόν καμάρωσαν καί τόν ἐπευφήμησαν ὅταν χόρτασε τά πλήθη, ὅταν ἀνέστησε τόν νεκρό Λάζαρο. Ποῦ νά δεχθοῦν ὅτι θά πεθάνει, θά μπεῖ στό μνῆμα ὁ Μεσσίας! Ὅταν, λοιπόν, τόν εἶδαν καρφωμένο στόν σταυρό κι ἔπειτα νεκρό στό μνῆμα, διασκορπίσθηκαν ἀπογοητευμένοι. Μόνο οἱ ἐχθροί τοῦ Ἰησοῦ ἄρχισαν νά ἀνησυχοῦν μήπως καί ἀνα- στηθεῖ, ὅπως τό προεῖπε, καί σπεύδουν νά ἀσφαλίσουν τόν τάφο καί βάζουν φρουρούς νά τόν φυλάγουν· ἀπό ποιούς; ἀπό τούς τρομαγμένους καί ἀπελπισμένους μαθητές πού ἀπερίφραστα ὁμολογοῦν ὅτι «ἠλπίζομεν ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τόν Ἰσραήλ» (Λκ 24,21). «Ἠλπίζομεν» κάποτε. Τώρα ὅμως οἱ ἐλπίδες διαψεύσθηκαν, ἔσβησαν.
Κι ὅμως, ὁ Ἰησοῦς ἔσπασε «τά κλεῖθρα τοῦ ᾅδου» καί ἀναστήθηκε. Αὐτός πού δίδαξε τήν ἀλήθεια ἡ ὁποία ἁγιάζει καί ἐλευθερώνει, πού μέ τά σημεῖα, τίς θεραπεῖες καί νεκραναστάσεις πού ἔκανε ἀποκάλυψε τήν θεϊκή του αὐθεντία, τήν ἐπικυρώνει τώρα μέ τό σημεῖο τῶν σημείων, τήν Ἀνάστασή του. Βεβαιωμένοι γι᾽ αὐτήν ἀπό τίς ἀλλεπάλληλες ἐμφανίσεις του οἱ μέχρι τότε δειλοί μαθητές, γίνονται ἀπόστολοι καί «ὡς λέοντες πῦρ πνέοντες» καταθέτουν στόν κόσμο τήν ἀξιόπιστη μαρτυρία τους ὅτι «Χριστός ἀνέστη». Ἔτσι, ἀπό τό κενό μνῆμα τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ χύνεται τό φῶς τῆς ἐλπίδας. Ἀνοίγει ὁ νέος δρόμος τῆς ζωῆς καί τῆς αἰώνιας εὐτυχίας μας, στόν ὁποῖο βαδίζουμε μέ τήν μετάνοια καί τήν πίστη.
Ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται τό πρόβλημα τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου. Δέν ἀπορρίπτει τόν Ἰησοῦ Χριστό. Θαυμάζει τήν καλωσύνη καί τήν ἀγάπη του, τίς τόσες εὐεργεσίες πού σκόρπισε στήν γῆ. Ἡ Ἀνάσταση εἶναι πού τόν ἐνοχλεῖ! Ἄν ἔμενε νεκρός στό μνῆμα ὁ Ἰησοῦς, θά εἶχε τήν συμπάθεια τῶν πολλῶν. Εἶναι ἀνεπιθύμητος καί πολεμεῖται σήμερα ἐπειδή ἀκριβῶς εἶναι ἀναστημένος καί τό ἄγγελμα τῆς ἀναστάσεώς του ἔχει ὡς ἄμεση συνέπεια τό παράγγελμα τῆς δικῆς μας μετανοίας, τήν ἀπάρνηση τῶν παθῶν. Ἕνας Χριστός πού δέν ἀναστήθηκε μπορεῖ κάλλιστα νά ταυτισθεῖ μέ τούς ἄπειρους θεούς καί θεές τῆς εἰδωλολατρίας, πού ὄχι μόνο δέν ἀπαγορεύουν, ἀλλά καί ἐπιδοτοῦν τά πάθη. Τί γίνεται ὅμως μέ τόν ἀναστημένο Χριστό πού διαβεβαιώνει ὅτι «ἐγενόμην νεκρός, καί ἰδού ζῶν εἰμι εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων» (Ἀπ 1,18); Πῶς νά τόν ἀνεχθεῖς νά ἐλέγχει τίς παρεκτροπές σου, νά περιορίζει τίς κακίες σου, νά ρυθμίζει τήν ζωή σου; Νά γιατί οἱ πολλοί δέν θέλουν τήν Ἀνάσταση!
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 66 (2011) 100-102