Πολλά, ἀμέτρητα τά ἐρωτηματικά πού τριβελίζουν τό μυαλό τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τή γέννα του ὥς τή θανή του. Ἀπό τήν ὥρα πού ἀντιλαμβάνεται τόν κόσμο γύρω του τό παιδί «πυροβολεῖ» τούς μεγάλους μέ ἐρωτηματικά. Συχνά τούς φέρνει σέ δύσκολη θέση, καθώς ἐπίμονα ζητᾶ ἀπάντηση στά πιό ἀπίθανα καί περίπλοκα ἐρωτήματα. Μεγαλώνοντας αὐξάνει ἡ γνώση του. Μελετᾶ, μορφώνεται, μαθαίνει. Μήπως ὅμως περιορίζονται τά ἄγνωστα καί λιγοστεύουν τά ἐρωτηματικά του; Κάθε ἄλλο. Ὅσο αὐξάνει ἡ γνώση, ἄλλο τόσο μεγαλώνει ἡ ἄγνοια, γιά νά φθάσουμε στήν ταπεινόφρονα ὅσο καί σοφή ὁμολογία: ignoramus et ignorabimus, ἀγνοοῦμε καί θά ἀγνοοῦμε.
Ἄν στόν κόσμο τοῦ αἰσθητοῦ καί ἐπιστητοῦ ἀποδεικνύεται ἀνεπαρκής ἡ ἀνθρώπινη διάνοια, πολύ περισσότερο ἀδυνατεῖ νά στοιχειοθετήσει ἀπαντήσεις γιά θέματα τοῦ ὑπεραισθητοῦ καί ἄυλου. Ἐρωτήματα σχετικά μέ τόν Δημιουργό καί τή δημιουργία τοῦ κόσμου, τήν προέλευση καί τόν προορισμό τοῦ ἀνθρώπου, τήν ὑφή καί ζωή τῆς ψυχῆς, τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ, τό θάνατο καί τήν ἀνάστασή Του γιά τή λύτρωσή μας, τή μετά θάνατον πραγματικότητα δέν βρίσκουν ἀπάντηση ἀπό τόν ἀνθρώπινο νοῦ.
Σέ ὅλα αὐτά ἡ λύση ἀποκαλύπτεται μέ τήν πίστη, ἡ ὁποία στηρίζεται στήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, πού βεβαιώνεται ἱστορικά. Ἡ πίστη εἶναι «ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» (Ἑβ 11,1). Αὐτή μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ θέτει στή διάθεση τοῦ πιστοῦ τά μή βλεπόμενα, τά ἀόρατα, ὅπως ὁ Θεός, οἱ ἄγγελοι, ὁ πνευματικός κόσμος. Μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ δίνει ὑπόσταση, καθιστᾶ χειροπιαστά, τά ἐλπιζόμενα καί μελλούμενα, ὅπως ἡ Δευτέρα Παρουσία, ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἡ μέλλουσα κρίση.
Ἡ πίστη δέν καταργεῖ, ἀλλά ὑπερβαίνει τή λογική καί τά ἐρωτηματικά της. Γιά νά ζήσεις ὅμως αὐτή τήν ὑπέρβαση, δέν ἀρκεῖ ἡ θεωρητική παραδοχή ὅσων ἡ πίστη ὑπαγορεύει. Ἀπαιτεῖται μία δυναμική ἐνέργεια: ἡ ἀναστροφή τοῦ ἐρωτηματικοῦ καί ἡ εὐθυγράμμιση τῆς καμπύλης του. Ἡ ἀναστροφή πραγματοποιεῖται μέ τή μετάνοια, τήν ἀλλαγή νοῦ, φρονήματος καί νοοτροπίας. Ἡ ἐξομάλυνση τῆς καμπύλης γραμμῆς ἐπιτυγχάνεται μέ τή συμμόρφωση καί εὐθυγράμμιση τῆς ζωῆς μας στήν ἐντολή τῆς ἁγίας Γραφῆς, ἡ ὁποία ἐξάλλου χαρακτηρίζεται «κανόνας», δηλαδή χάρακας, πού μᾶς βοηθᾶ νά βαδίζουμε ἴσια. Ἔτσι πλησιάζουμε τόν Ἰησοῦ Χριστό, γνωρίζουμε τόν Θεό καί τά δικά του καί τότε τά ἐρωτηματικά μετατρέπονται σέ θαυμαστικά.
Ἕνα ἀπό τά πιό δυνατά μυαλά αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ὁ μεγάλος ἐπιστήμονας τοῦ 17ου αἰώνα Μπλαίζ Πασκάλ, καταθέτει τό ἀξίωμα ὅτι ἡ ἐμπειρία εἶναι τό ἰσχυρότερο, τό πιό ἀδιαμφισβήτητο ἐπιχείρημα. Δέν βιάζει οὔτε ἐκβιάζει, ἁπλῶς πείθει. Δέν ἐκφυλίζεται σέ λεκτικές περιγραφές, βιώνεται. Δέν διαλαλεῖται, ἀλλά ψηλαφᾶται. Κι αὐτή ἀκριβῶς ἡ ψηλάφηση πραγματοποιεῖ τήν ἐσωτερική ἀλλοίωση τοῦ ἀνθρώπου. Προϋποθέτει ὅμως τόλμη καί ἀποφασιστικότητα ἡ ἐμπειρία. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ περίπτωση τοῦ Ναθαναήλ (βλ. Ἰω 1,46-50). Ὁ Φίλιππος, πού εἶχε γνωρίσει τόν Ἰησοῦ, θέλει νά μοιρασθεῖ τή μοναδική ἐμπειρία μέ τόν φίλο του, τόν Ναθαναήλ. Ἐκεῖνος προβάλλει τίς ἀντιρρήσεις, τά ἐρωτηματικά του, λογικά καί δικαιολογημένα· «Μπορεῖ νά προέλθει κάτι καλό ἀπό τή Ναζαρέτ», τήν ὁποία οὔτε κἄν ἀναφέρουν οἱ προφῆτες;». Ὁ Φίλιππος δέν κάθεται νά τοῦ ἐξηγήσει. Δέν ἀναπτύσσει θεωρίες, δέν προβάλλει ἐπιχειρήματα. Τοῦ προτείνει τήν ἐμπειρία· «ἔρχου καί ἴδε». Ἐκεῖνος πλησιάζει καλοπροαίρετα ὡς ἄδολος καί ἀληθινός Ἰσραηλίτης Καί τότε τό μεγάλο ἐρωτηματικό του γίνεται θαυμαστικό, καθώς διαπιστώνει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός δέν προέρχεται ἀπό τή Ναζαρέτ οὔτε κατάγεται ἀπό τόν Ἰωσήφ, ἀλλά εἶναι ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας.
Λίγο ἀργότερα μία ἁπλή καί πολύ ἁμαρτωλή γυναίκα, ἡ Σαμαρείτις, προσεγγίζοντας τόν Ἰησοῦ Χριστό ἀλλάζει ζωή καί μεταβάλλει τά ἐρωτηματικά της σέ θαυμαστικά (βλ. Ἰω 4,1-42). Μέ τήν καρδιά της φλογισμένη ἀπό τό θάμπος τοῦ Χριστοῦ ὁμολογεῖ τήν ἐμπειρία της στούς συμπολίτες της, τούς καλεῖ νά πλησιάσουν. Κι ὅταν ἐκεῖνοι ἀποκτοῦν προσωπική ἐμπειρία, γεμάτοι θαυμασμό καταθέτουν·«οὐκέτι διά τήν σήν λαλιάν πιστεύομεν». Τώρα πλέον μόνοι τους ἔχουν καταλάβει ὅτι «οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτήρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός».
Πρίν ἀπό ὅλους αὐτούς μεγάλα καί θαυμαστά εἶδε καί ἔζησε ἡ ἄσημη Παρθένος τῆς Ναζαρέτ, ἡ Μαρία. Ἐρωτηματικά γέμισαν τήν ψυχή της καθώς ὁ ἄγγελος Γαβριήλ τῆς ἀπηύθυνε τόν χαιρετισμό «Χαῖρε κεχαριτωμένη»! Ἀνατράπηκαν ὅμως, ὅταν δέχθηκε τή διαβεβαίωσή του: «Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σέ καί δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι» (Λκ 1,35). Ὅταν δέ ταπεινά ἡ Παναγία μας δήλωσε τήν ὑπακοή της «ἰδού ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά σου» (Λκ 1,38), συνέλαβε στά σπλάχνα της τόν ἴδιο τόν Θεό.
Αὐτό εἶναι γιά τόν κάθε χριστιανό ἡ πνευματική ἐμπειρία, μία σύλληψη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἅγιοι πατέρες διδάσκουν ὅτι αὐτό πού συνέβη σωματικά στήν Παρθένο Μαρία συντελεῖται πνευματικά στόν κάθε πιστό, τοῦ ὁποίου ἡ ψυχή παρθενεύει, δηλαδή εἶναι καθαρή ἀπό τά πάθη. «Ὅποιος ζῆ τή μετάνοια καί ὑπακούει στό θεῖο θέλημα, ὅταν ἐπικαλεῖται τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ», λέγει ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς, «νιώθει μέσα του σκιρτήματα βρεφοπρεπῆ», αἰσθάνεται τόν ἴδιο τόν Χριστό νά σκιρτᾶ στήν καρδιά του. Ὁ Χριστός πού κυοφοροῦμε καί γεννοῦμε μέσα μας εἶναι ὁ ἀναγεννημένος, ὁ πνευματικός ἑαυτός μας, πού γίνεται καινούργιος καί ἀνακαινούμενος ἄνθρωπος (βλ. Κλ 3,10), «καινή κτίσις» (Β΄ Κο 5,17· Γα 6,15). Μέ τήν προϋπόθεση βέβαια ὅτι θά δεχθοῦμε νά ἀλλάξουμε ζωή μέ τή μετάνοια καί νά «ἰσιάξουμε» τή ζωή μας ὑποτασσόμενοι στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἄν στόν κόσμο τοῦ αἰσθητοῦ καί ἐπιστητοῦ ἀποδεικνύεται ἀνεπαρκής ἡ ἀνθρώπινη διάνοια, πολύ περισσότερο ἀδυνατεῖ νά στοιχειοθετήσει ἀπαντήσεις γιά θέματα τοῦ ὑπεραισθητοῦ καί ἄυλου. Ἐρωτήματα σχετικά μέ τόν Δημιουργό καί τή δημιουργία τοῦ κόσμου, τήν προέλευση καί τόν προορισμό τοῦ ἀνθρώπου, τήν ὑφή καί ζωή τῆς ψυχῆς, τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ, τό θάνατο καί τήν ἀνάστασή Του γιά τή λύτρωσή μας, τή μετά θάνατον πραγματικότητα δέν βρίσκουν ἀπάντηση ἀπό τόν ἀνθρώπινο νοῦ.
Σέ ὅλα αὐτά ἡ λύση ἀποκαλύπτεται μέ τήν πίστη, ἡ ὁποία στηρίζεται στήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, πού βεβαιώνεται ἱστορικά. Ἡ πίστη εἶναι «ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» (Ἑβ 11,1). Αὐτή μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ θέτει στή διάθεση τοῦ πιστοῦ τά μή βλεπόμενα, τά ἀόρατα, ὅπως ὁ Θεός, οἱ ἄγγελοι, ὁ πνευματικός κόσμος. Μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ δίνει ὑπόσταση, καθιστᾶ χειροπιαστά, τά ἐλπιζόμενα καί μελλούμενα, ὅπως ἡ Δευτέρα Παρουσία, ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἡ μέλλουσα κρίση.
Ἡ πίστη δέν καταργεῖ, ἀλλά ὑπερβαίνει τή λογική καί τά ἐρωτηματικά της. Γιά νά ζήσεις ὅμως αὐτή τήν ὑπέρβαση, δέν ἀρκεῖ ἡ θεωρητική παραδοχή ὅσων ἡ πίστη ὑπαγορεύει. Ἀπαιτεῖται μία δυναμική ἐνέργεια: ἡ ἀναστροφή τοῦ ἐρωτηματικοῦ καί ἡ εὐθυγράμμιση τῆς καμπύλης του. Ἡ ἀναστροφή πραγματοποιεῖται μέ τή μετάνοια, τήν ἀλλαγή νοῦ, φρονήματος καί νοοτροπίας. Ἡ ἐξομάλυνση τῆς καμπύλης γραμμῆς ἐπιτυγχάνεται μέ τή συμμόρφωση καί εὐθυγράμμιση τῆς ζωῆς μας στήν ἐντολή τῆς ἁγίας Γραφῆς, ἡ ὁποία ἐξάλλου χαρακτηρίζεται «κανόνας», δηλαδή χάρακας, πού μᾶς βοηθᾶ νά βαδίζουμε ἴσια. Ἔτσι πλησιάζουμε τόν Ἰησοῦ Χριστό, γνωρίζουμε τόν Θεό καί τά δικά του καί τότε τά ἐρωτηματικά μετατρέπονται σέ θαυμαστικά.
Ἕνα ἀπό τά πιό δυνατά μυαλά αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ὁ μεγάλος ἐπιστήμονας τοῦ 17ου αἰώνα Μπλαίζ Πασκάλ, καταθέτει τό ἀξίωμα ὅτι ἡ ἐμπειρία εἶναι τό ἰσχυρότερο, τό πιό ἀδιαμφισβήτητο ἐπιχείρημα. Δέν βιάζει οὔτε ἐκβιάζει, ἁπλῶς πείθει. Δέν ἐκφυλίζεται σέ λεκτικές περιγραφές, βιώνεται. Δέν διαλαλεῖται, ἀλλά ψηλαφᾶται. Κι αὐτή ἀκριβῶς ἡ ψηλάφηση πραγματοποιεῖ τήν ἐσωτερική ἀλλοίωση τοῦ ἀνθρώπου. Προϋποθέτει ὅμως τόλμη καί ἀποφασιστικότητα ἡ ἐμπειρία. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ περίπτωση τοῦ Ναθαναήλ (βλ. Ἰω 1,46-50). Ὁ Φίλιππος, πού εἶχε γνωρίσει τόν Ἰησοῦ, θέλει νά μοιρασθεῖ τή μοναδική ἐμπειρία μέ τόν φίλο του, τόν Ναθαναήλ. Ἐκεῖνος προβάλλει τίς ἀντιρρήσεις, τά ἐρωτηματικά του, λογικά καί δικαιολογημένα· «Μπορεῖ νά προέλθει κάτι καλό ἀπό τή Ναζαρέτ», τήν ὁποία οὔτε κἄν ἀναφέρουν οἱ προφῆτες;». Ὁ Φίλιππος δέν κάθεται νά τοῦ ἐξηγήσει. Δέν ἀναπτύσσει θεωρίες, δέν προβάλλει ἐπιχειρήματα. Τοῦ προτείνει τήν ἐμπειρία· «ἔρχου καί ἴδε». Ἐκεῖνος πλησιάζει καλοπροαίρετα ὡς ἄδολος καί ἀληθινός Ἰσραηλίτης Καί τότε τό μεγάλο ἐρωτηματικό του γίνεται θαυμαστικό, καθώς διαπιστώνει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός δέν προέρχεται ἀπό τή Ναζαρέτ οὔτε κατάγεται ἀπό τόν Ἰωσήφ, ἀλλά εἶναι ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας.
Λίγο ἀργότερα μία ἁπλή καί πολύ ἁμαρτωλή γυναίκα, ἡ Σαμαρείτις, προσεγγίζοντας τόν Ἰησοῦ Χριστό ἀλλάζει ζωή καί μεταβάλλει τά ἐρωτηματικά της σέ θαυμαστικά (βλ. Ἰω 4,1-42). Μέ τήν καρδιά της φλογισμένη ἀπό τό θάμπος τοῦ Χριστοῦ ὁμολογεῖ τήν ἐμπειρία της στούς συμπολίτες της, τούς καλεῖ νά πλησιάσουν. Κι ὅταν ἐκεῖνοι ἀποκτοῦν προσωπική ἐμπειρία, γεμάτοι θαυμασμό καταθέτουν·«οὐκέτι διά τήν σήν λαλιάν πιστεύομεν». Τώρα πλέον μόνοι τους ἔχουν καταλάβει ὅτι «οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτήρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός».
Πρίν ἀπό ὅλους αὐτούς μεγάλα καί θαυμαστά εἶδε καί ἔζησε ἡ ἄσημη Παρθένος τῆς Ναζαρέτ, ἡ Μαρία. Ἐρωτηματικά γέμισαν τήν ψυχή της καθώς ὁ ἄγγελος Γαβριήλ τῆς ἀπηύθυνε τόν χαιρετισμό «Χαῖρε κεχαριτωμένη»! Ἀνατράπηκαν ὅμως, ὅταν δέχθηκε τή διαβεβαίωσή του: «Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σέ καί δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι» (Λκ 1,35). Ὅταν δέ ταπεινά ἡ Παναγία μας δήλωσε τήν ὑπακοή της «ἰδού ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά σου» (Λκ 1,38), συνέλαβε στά σπλάχνα της τόν ἴδιο τόν Θεό.
Αὐτό εἶναι γιά τόν κάθε χριστιανό ἡ πνευματική ἐμπειρία, μία σύλληψη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἅγιοι πατέρες διδάσκουν ὅτι αὐτό πού συνέβη σωματικά στήν Παρθένο Μαρία συντελεῖται πνευματικά στόν κάθε πιστό, τοῦ ὁποίου ἡ ψυχή παρθενεύει, δηλαδή εἶναι καθαρή ἀπό τά πάθη. «Ὅποιος ζῆ τή μετάνοια καί ὑπακούει στό θεῖο θέλημα, ὅταν ἐπικαλεῖται τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ», λέγει ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς, «νιώθει μέσα του σκιρτήματα βρεφοπρεπῆ», αἰσθάνεται τόν ἴδιο τόν Χριστό νά σκιρτᾶ στήν καρδιά του. Ὁ Χριστός πού κυοφοροῦμε καί γεννοῦμε μέσα μας εἶναι ὁ ἀναγεννημένος, ὁ πνευματικός ἑαυτός μας, πού γίνεται καινούργιος καί ἀνακαινούμενος ἄνθρωπος (βλ. Κλ 3,10), «καινή κτίσις» (Β΄ Κο 5,17· Γα 6,15). Μέ τήν προϋπόθεση βέβαια ὅτι θά δεχθοῦμε νά ἀλλάξουμε ζωή μέ τή μετάνοια καί νά «ἰσιάξουμε» τή ζωή μας ὑποτασσόμενοι στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 60 (2005) 292-294