Περπατώντας μέσα στήν ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους μένουμε συχνά προβληματισμένοι μπροστά σέ κάποια σκοτεινά αἰνίγματα, σέ κάποιες ἀδιεξόδους καί σέ κάποιους κόμπους, πού προβάλλουν μέσα ἀπό τίς δοξασίες τῶν λαῶν ἐπίμονα καί ἐπιβλητικά. Ἄν περιορισθοῦμε μόνο στή δική μας ἀρχαία ἐλληνική ἱστορία -ἡ ὁποία ὡστόσο εἶναι ἡ πλουσιότερη καί ἀντιπροσωπευτικότερη τοῦ κόσμου-, βρίσκουμε ἕνα πλῆθος τέτοιων γρίφων, μέ τίς ρίζες τους νά βυθίζονται μέσα στούς χώρους τῆς μυθολογίας καί τά κλαδιά τους νά ἁπλώνονται πάνω στά γεγονότα τῆς ἱστορίας. Ὁ λαβύρινθος τοῦ Μίνωα καί τό αἴνιγμα τῆς Σφίγγας, ὁ πίθος τῶν Δαναΐδων καί ὁ λίθος τοῦ Σισύφου, τό μαρτύριο τοῦ Ταντάλου καί τοῦ Προμηθέα δεσμώτη εἶναι μερικοί ἀπό τούς μύθους μέ τούς ὁποίους ὁ φιλόσοφος νοῦς τοῦ Ἕλληνα ἐξέφραζε τά δύσκολα καί ἀπαιτητικά προβλήματα πού θέτει ἡ ζωή καί δήλωνε τίς τραγικές καί ἀπεγνωσμένες προσπάθειες πού ἐπιχειρεῖ ὁ ἄνθρωπος γιά νά τά λύσει.
Πράγματι, σέ ὅλες αὐτές καί τίς παρόμοιες ὑποθέσεις ὁ πυρήνας εἶναι μία κατάσταση ἀνυπέρβλητης δυσκολίας, ἀπό τήν ὑπέρβαση τῆς ὁποίας ὅμως ἐξαρτᾶται ἡ εὐτυχία προσώπων καί λαῶν. Τό πρόβλημα τοῦ μύθου ἤ μένει ἄλυτο ἤ λύνεται μέ ἕναν τρόπο ὑπερφυσικό. Λέει ὁ θρύλος πώς βρέθηκε ἕνας ἄνθρωπος πού θέλησε νά δώσει τή λύση καταργώντας τόν μύθο καί ἀπαντώντας στήν πρόκλησή του μέ τίς δικές του ἀνθρώπινες δυνάμεις. Ἦταν ὁ μέγας Ἀλέξανδρος, πού πάνω στήν ὁρμή τῶν νεανικῶν του χρόνων καί μέσα στή μέθη τῶν νικηφόρων ἐκστρατειῶν του συνάντησε μπροστά του τόν Γόρδιο δεσμό, τόν ἄλυτο ἐκεῖνο κόμπο πού κρατοῦσε δεμένη τή Μ. Ἀσία, γιά νά τήν δώσει σέ ὅποιον τόν ἔλυνε. Τότε ὁ περήφανος ἕλληνας στρατηλάτης δέν δίστασε νά ὑψώσει τό ξίφος του καί νά τόν κόψει· νά τόν λύσει ὅμως δέν μπόρεσε οὔτε αὐτός. Καί τή Μ. Ἀσία τήν κατέκτησε ὄντως, ἀλλά δέν πρόλαβε νά τήν χαρεῖ, διότι τό νῆμα τῆς ζωῆς του τό ἔκοψε καί τοῦ ἴδιου ὁ θάνατος, ἀδίστακτος καί ἀνελέητος· ὁ θάνατος ἀκριβῶς, πού κρύβεται πίσω ἀπό ὅλα τά προσωπεῖα καί τά σχήματα τῶν μύθων, αὐτός πού ἀποτελεῖ τόν κόμπο τῆς ζωῆς μας, πού κρατᾶ τήν ψυχή μας σέ ἀγωνία καί τήν ὕπαρξή μας σέ ταραχή.
Διότι τό μεγαλύτερο πρόβλημα τῆς ζωῆς εἶναι ὁ θάνατος. Ἄν συμπυκνώσουμε ὅλους τούς φόβους μας, περιλαμβάνονται μέσα στόν φόβο τοῦ θανάτου. Ἄν ἀποστάξουμε ὅλους τούς πόθους μας, ἡ οὐσία εἶναι ὁ πόθος τῆς καταργήσεώς του. Ὅσο βαθειά φθάνει μές στούς αἰῶνες τοῦ παρελθόντος ἡ ἱστορική συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ θάνατος προβάλλει πίσω ἀπό ὅλα τά δεινά του σάν τό κεντρί πού συνέχεια τόν πληγώνει, τόν ταράσσει καί τόν σπρώχνει ἄλλοτε στήν ἀπελπισία κι ἄλλοτε στήν ὑπεροψία. Ζώντας τήν ἀπειλή τῆς φθορᾶς καί τῆς καταστροφῆς μας γινόμαστε ἐπιθετικοί, ἅρπαγες καί ἄδικοι, ἀλαζόνες καί καταφρονητές, πολεμόχαροι. Νιώθοντας πάνω μας τήν ἀποπνικτική ὀσμή τῆς ἀποσυνθέσεως καί τήν παγερή πνοή τῆς νεκρώσεως γεμίζουμε πανικό, ἄγχος γιά τά μικροπράγματα πού μᾶς συνδέουν μ’ αὐτόν τόν κόσμο, μελαγχολία, διότι τίποτε δέν μᾶς ἱκανοποιεῖ, κενό, διότι τίποτε δέν μᾶς χορταίνει. Ἔτσι μένει ἡ ψυχή μας χωρίς εἰρήνη καί χωρίς ἀνάπαυση.
Ἐμεῖς ψάχνουμε τήν εἰρήνη στήν κατάπαυση τῶν πολέμων, τήν γυρεύουμε στίς καλές σχέσεις τῶν ἐθνῶν. Πιστεύουμε ὅτι ἐξασφαλίζεται μέ τά ἀνθρώπινα δικαιώματα, νομίζουμε ὅτι καλλιεργεῖται μέ τόν πολιτισμό καί τή διανόηση. Ἀλλά εἰρήνη δέν βρίσκουμε, διότι τήν ἀγνοοῦμε. Πῶς νά ἀναγνωρίσεις κάτι, ὅταν δέν γνωρίσεις πῶς εἶναι ἤ ὅταν -τό χειρότερο- ἔχεις λανθασμένη γνώση γι’ αυτό; Κάποιοι φιλόσοφοι καί κάποιοι θρησκευτές εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἔφθασαν στόν πυρήνα τοῦ προβλήματος· σχίζοντας τά πέπλα τῆς ἀνθρώπινης ματαιοδοξίας ἀντίκρυσαν τό ἀποτρόπαιο πρόσωπο τοῦ θανάτου. Κατάλαβαν ὅτι τό τρομερό του σκέλεθρο μᾶς κλέβει τήν εἰρήνη καί… παραδόθηκαν κι αὐτοί στήν ἀδυσώπητη κυριαρχία του. Ναί, ἡ εἰρήνη εἶναι ὑπόθεση πρῶτα ἐσωτερική καί ἔπειτα ἐξωτερική, εἶναι τό καθεστώς, στό ὁποῖο ἀναπαύεται ἡ καρδιά μας, ὅταν ἐλευθερωθεῖ ἀπό τό κράτος τοῦ θανάτου καί κερδίσει τήν αἰώνια ζωή. Ποιός εἶναι ὅμως ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά μᾶς χαρίσει αὐτή τή νίκη;
Στό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως στίς πρῶτες σελίδες του, πρίν ἀκόμη ἀρχίσει νά προβάλλεται μέ εἰκόνες ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μέσα στόν κόσμο, συναντοῦμε πάλι τό μεγάλο αἴνιγμα τῆς ζωῆς. «Καί εἶδον», γράφει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, «ἐπί τήν δεξιάν τοῦ καθημένου ἐπί τοῦ θρόνου βιβλίον γεγραμμένον ἔσωθεν καί ἔξωθεν, κατεσφραγισμένον σφραγῖσιν ἑπτά. Καί εἶδον ἄγγελον ἰσχυρόν κηρύσσοντα ἐν φωνῇ μεγάλῃ· τίς ἄξιός ἐστιν ἀνοῖξαι τό βιβλίον καί λῦσαι τάς σφραγῖδας αὐτοῦ; Καί οὐδείς ἐδύνατο ἐν τῷ οὐρανῷ οὔτε ἐπί τῆς γῆς οὔτε ὑποκάτω τῆς γῆς ἀνοῖξαι τό βιβλίον οὔτε βλέπειν αὐτό. Καί ἐγώ ἔκλαιον πολύ, ὅτι οὐδείς ἄξιος εὑρέθη ἀνοῖξαι τό βιβλίον οὔτε βλέπειν αὐτό. Καί εἷς ἐκ τῶν πρεσβυτέρων λέγει μοι· Μή κλαῖε· Ἰδού ἐνίκησεν ὁ λέων ὁ ἐκ τῆς φυλῆς Ἰούδα, ἡ ρίζα Δαυΐδ, ἀνοῖξαι τό βιβλίον καί τάς ἑπτά σφραγῖδας αὐτοῦ. Καί εἶδον ἐν μέσῳ τοῦ θρόνου καί τῶν τεσσάρων ζῴων καί ἐν μέσῳ τῶν πρεσβυτέρων ἀρνίον ἑστηκός ὡς ἐσφαγμένον…» (Ἀπ 5,1-6). Αὐτό τό ἀρνάκι, πού ἄν καί σφαγμένο στεκόταν ὄρθιο, πῆρε στά χέρια του τόν κόμπο τῆς ζωῆς μας καί τόν ἔλυσε, ὄχι κόβοντάς τον μέ τή δύναμη τοῦ λιονταριοῦ, πού εἶχε, ἀλλά διαλύοντάς τον μέ τό αἷμα τῆς θυσίας του. Γι’ αὐτό οἱ ἅγιοι στόν οὐρανό τοῦ τραγουδοῦν «ᾠδήν καινήν λέγοντες· ἄξιος εἶ λαβεῖν τό βιβλίον καί ἀνοῖξαι τάς σφραγῖδας αὐτοῦ, ὅτι ἐσφάγης καί ἠγόρασας τῷ Θεῷ ἡμᾶς ἐν τῷ αἵματί σου ἐκ πάσης φυλῆς καί γλώσσης καί λαοῦ καί ἔθνους» (Ἀπ 5,9).
Αὐτή τή φορά δέν πρόκειται γιά μύθο. Μπροστά μας παρουσιάζεται, ἁπλῶς μέ σύμβολα, ἡ ἀληθινή πραγματικότητα. Ἑπτασφράγιστο βιβλίο εἶναι ἡ δεμένη ἀπό τόν διάβολο καί σκλαβωμένη στόν θάνατο ἀνθρωπότητα, πού κανένας δέν μπορεῖ νά τήν ἐλευθερώσει. Εἶμαι ἐγώ καί εἶσαι ἐσύ, πού παλεύουμε ἀνειρήνευτοι μές στά δεσμά τῆς φθορᾶς, ἀνίκανοι νά συμφιλιωθοῦμε μαζί της, καί κλαῖμε πολύ μαζί μέ τόν Ἰωάννη γι’ αὐτό. Κι ὁ παράδοξος ἐλευθερωτής, λιοντάρι καί ἀρνάκι συγχρόνως ὁ ἴδιος, εἶναι ἀπόγονος τοῦ Δαυΐδ, ἀπό τή φυλή Ἰούδα, ἕνα πρόσωπο τῆς ἱστορίας μοναδικό, ὁ γιός τῆς παρθένου Μαρίας καί τοῦ Θεοῦ ὁ Υἱός, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Εἶναι «ἀρνίον ἐσφαγμένον», ἀλλά εἶναι «ἑστηκός»· θυσιάστηκε, ἀλλά ὑπάρχει. Εἶναι ἐσταυρωμένος, ἀλλά εἶναι καί ἀναστάς· πέθανε, ἀλλά ζῆ. Μή κλαῖς, Ἰωάννη, κι ἐσύ, μή κλαῖς, ψυχή μου! Ὁ θάνατος νικήθηκε, ἡ εἰρήνη βρέθηκε. Ὁ καθένας μας, σέ ὅποιο λαό κι ἄν ἀνήκει, ὅποια γλῶσσα κι ἄν μιλᾶ, μπορεῖ νά λυτρωθεῖ, ἀρκεῖ νά πιστέψει στόν Χριστό καί νά ἐνταχθεῖ στή βασιλεία του· μπορεῖ νά κάνει κτῆμα του τήν εἰρήνη, ἀρκεῖ νά δεχθεῖ στή ζωή του τόν Ἄρχοντα τῆς εἰρήνης.
«Ὁ ἄρχων τῆς εἰρήνης» (Ἠσ 9,6) ἔρχεται ἐπίσημα καί πάλι αὐτά τά Χριστούγεννα. Ἕνα «παιδίον» μικρό καί ἀδύναμο, πού ἀνακλίνεται μέσα στά ἄχυρα μιᾶς φάτνης, κρατᾶ στά παιδικά του χέρια τό πολύτιμο ἀγαθό μας. Αὐτό γιορτάζουμε, γι’ αὐτό χαιρόμαστε, σ’ αὐτό προσβλέπουμε. Γύρω μας βέβαια πλανιέται μία εἰρήνη, ἀλλά εἶναι μόνο τό φάντασμά της... Στήν ἐλεύθερη χώρα μας δέν μπορεῖς νά ζῆς μέ εἰρήνη· μέρα μεσημέρι ἀνεξέλεγκτα σέ σημαδεύουν μέ τήν καραμπίνα καί σέ ρίχνουν νεκρό, ἐνῶ ἐργάζεσαι τά ἔργα τῆς εἰρήνης καί τῆς ἐπιστήμης. Στά χρόνια τοῦ πολέμου εἴχαμε τά καταφύγια γιά ἀσφάλεια ἀπό τόν βομβαρδισμό· σήμερα στήν εἰρήνη ἔχουμε καταφύγια τά στέκια, ὅπου μέσα σ’ αὐτά βομβαρδίζονται οἱ νέοι μέ τά ναρκωτικά. Ἑκατοντάδες οἱ νεκροί στά πεδία τῶν μαχῶν, ἀλλά καί χιλιάδες τά βρέφη πού σφάζονται μές στίς κοιλιές τῶν μητέρων τους. Γιά ποιά εἰρήνη μποροῦμε νά μιλᾶμε; Καί ἔχουμε εἰρήνη, ὅταν τά νιάτα ἔξαλλα βρυχῶνται καί πηδοῦν ἀλλόφρονα, γιά νά διασκεδάσουν; Πότε θά τό καταλάβουμε ὅτι ἡ εἰρήνη χωρίς τόν Ἄρχοντα τῆς εἰρήνης χάνει τήν ἀρχοντιά της καί εἶναι ψεύτικη καί γίνεται ἐπικίνδυνη;
Δεῖξε μας, Κύριε, τόν δρόμο νά φθάσουμε κοντά σου, μάθε μας τόν τρόπο νά σέ προσκυνήσουμε μέ λατρεία καί δέξου μας ἀνάμεσα στούς δικούς σου, στούς μάγους, στούς βοσκούς, στούς ἁγίους καί στούς ἀγγέλους, μέ τίς εὐχές τῆς Παναγίας Θεοτόκου, ὅλοι μαζί μέσα στήν Ἐκκλησία σου νά ζήσουμε τά Χριστούγεννα «ἐν εἰρήνη»!
Πράγματι, σέ ὅλες αὐτές καί τίς παρόμοιες ὑποθέσεις ὁ πυρήνας εἶναι μία κατάσταση ἀνυπέρβλητης δυσκολίας, ἀπό τήν ὑπέρβαση τῆς ὁποίας ὅμως ἐξαρτᾶται ἡ εὐτυχία προσώπων καί λαῶν. Τό πρόβλημα τοῦ μύθου ἤ μένει ἄλυτο ἤ λύνεται μέ ἕναν τρόπο ὑπερφυσικό. Λέει ὁ θρύλος πώς βρέθηκε ἕνας ἄνθρωπος πού θέλησε νά δώσει τή λύση καταργώντας τόν μύθο καί ἀπαντώντας στήν πρόκλησή του μέ τίς δικές του ἀνθρώπινες δυνάμεις. Ἦταν ὁ μέγας Ἀλέξανδρος, πού πάνω στήν ὁρμή τῶν νεανικῶν του χρόνων καί μέσα στή μέθη τῶν νικηφόρων ἐκστρατειῶν του συνάντησε μπροστά του τόν Γόρδιο δεσμό, τόν ἄλυτο ἐκεῖνο κόμπο πού κρατοῦσε δεμένη τή Μ. Ἀσία, γιά νά τήν δώσει σέ ὅποιον τόν ἔλυνε. Τότε ὁ περήφανος ἕλληνας στρατηλάτης δέν δίστασε νά ὑψώσει τό ξίφος του καί νά τόν κόψει· νά τόν λύσει ὅμως δέν μπόρεσε οὔτε αὐτός. Καί τή Μ. Ἀσία τήν κατέκτησε ὄντως, ἀλλά δέν πρόλαβε νά τήν χαρεῖ, διότι τό νῆμα τῆς ζωῆς του τό ἔκοψε καί τοῦ ἴδιου ὁ θάνατος, ἀδίστακτος καί ἀνελέητος· ὁ θάνατος ἀκριβῶς, πού κρύβεται πίσω ἀπό ὅλα τά προσωπεῖα καί τά σχήματα τῶν μύθων, αὐτός πού ἀποτελεῖ τόν κόμπο τῆς ζωῆς μας, πού κρατᾶ τήν ψυχή μας σέ ἀγωνία καί τήν ὕπαρξή μας σέ ταραχή.
Διότι τό μεγαλύτερο πρόβλημα τῆς ζωῆς εἶναι ὁ θάνατος. Ἄν συμπυκνώσουμε ὅλους τούς φόβους μας, περιλαμβάνονται μέσα στόν φόβο τοῦ θανάτου. Ἄν ἀποστάξουμε ὅλους τούς πόθους μας, ἡ οὐσία εἶναι ὁ πόθος τῆς καταργήσεώς του. Ὅσο βαθειά φθάνει μές στούς αἰῶνες τοῦ παρελθόντος ἡ ἱστορική συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ θάνατος προβάλλει πίσω ἀπό ὅλα τά δεινά του σάν τό κεντρί πού συνέχεια τόν πληγώνει, τόν ταράσσει καί τόν σπρώχνει ἄλλοτε στήν ἀπελπισία κι ἄλλοτε στήν ὑπεροψία. Ζώντας τήν ἀπειλή τῆς φθορᾶς καί τῆς καταστροφῆς μας γινόμαστε ἐπιθετικοί, ἅρπαγες καί ἄδικοι, ἀλαζόνες καί καταφρονητές, πολεμόχαροι. Νιώθοντας πάνω μας τήν ἀποπνικτική ὀσμή τῆς ἀποσυνθέσεως καί τήν παγερή πνοή τῆς νεκρώσεως γεμίζουμε πανικό, ἄγχος γιά τά μικροπράγματα πού μᾶς συνδέουν μ’ αὐτόν τόν κόσμο, μελαγχολία, διότι τίποτε δέν μᾶς ἱκανοποιεῖ, κενό, διότι τίποτε δέν μᾶς χορταίνει. Ἔτσι μένει ἡ ψυχή μας χωρίς εἰρήνη καί χωρίς ἀνάπαυση.
Ἐμεῖς ψάχνουμε τήν εἰρήνη στήν κατάπαυση τῶν πολέμων, τήν γυρεύουμε στίς καλές σχέσεις τῶν ἐθνῶν. Πιστεύουμε ὅτι ἐξασφαλίζεται μέ τά ἀνθρώπινα δικαιώματα, νομίζουμε ὅτι καλλιεργεῖται μέ τόν πολιτισμό καί τή διανόηση. Ἀλλά εἰρήνη δέν βρίσκουμε, διότι τήν ἀγνοοῦμε. Πῶς νά ἀναγνωρίσεις κάτι, ὅταν δέν γνωρίσεις πῶς εἶναι ἤ ὅταν -τό χειρότερο- ἔχεις λανθασμένη γνώση γι’ αυτό; Κάποιοι φιλόσοφοι καί κάποιοι θρησκευτές εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἔφθασαν στόν πυρήνα τοῦ προβλήματος· σχίζοντας τά πέπλα τῆς ἀνθρώπινης ματαιοδοξίας ἀντίκρυσαν τό ἀποτρόπαιο πρόσωπο τοῦ θανάτου. Κατάλαβαν ὅτι τό τρομερό του σκέλεθρο μᾶς κλέβει τήν εἰρήνη καί… παραδόθηκαν κι αὐτοί στήν ἀδυσώπητη κυριαρχία του. Ναί, ἡ εἰρήνη εἶναι ὑπόθεση πρῶτα ἐσωτερική καί ἔπειτα ἐξωτερική, εἶναι τό καθεστώς, στό ὁποῖο ἀναπαύεται ἡ καρδιά μας, ὅταν ἐλευθερωθεῖ ἀπό τό κράτος τοῦ θανάτου καί κερδίσει τήν αἰώνια ζωή. Ποιός εἶναι ὅμως ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά μᾶς χαρίσει αὐτή τή νίκη;
Στό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως στίς πρῶτες σελίδες του, πρίν ἀκόμη ἀρχίσει νά προβάλλεται μέ εἰκόνες ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μέσα στόν κόσμο, συναντοῦμε πάλι τό μεγάλο αἴνιγμα τῆς ζωῆς. «Καί εἶδον», γράφει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, «ἐπί τήν δεξιάν τοῦ καθημένου ἐπί τοῦ θρόνου βιβλίον γεγραμμένον ἔσωθεν καί ἔξωθεν, κατεσφραγισμένον σφραγῖσιν ἑπτά. Καί εἶδον ἄγγελον ἰσχυρόν κηρύσσοντα ἐν φωνῇ μεγάλῃ· τίς ἄξιός ἐστιν ἀνοῖξαι τό βιβλίον καί λῦσαι τάς σφραγῖδας αὐτοῦ; Καί οὐδείς ἐδύνατο ἐν τῷ οὐρανῷ οὔτε ἐπί τῆς γῆς οὔτε ὑποκάτω τῆς γῆς ἀνοῖξαι τό βιβλίον οὔτε βλέπειν αὐτό. Καί ἐγώ ἔκλαιον πολύ, ὅτι οὐδείς ἄξιος εὑρέθη ἀνοῖξαι τό βιβλίον οὔτε βλέπειν αὐτό. Καί εἷς ἐκ τῶν πρεσβυτέρων λέγει μοι· Μή κλαῖε· Ἰδού ἐνίκησεν ὁ λέων ὁ ἐκ τῆς φυλῆς Ἰούδα, ἡ ρίζα Δαυΐδ, ἀνοῖξαι τό βιβλίον καί τάς ἑπτά σφραγῖδας αὐτοῦ. Καί εἶδον ἐν μέσῳ τοῦ θρόνου καί τῶν τεσσάρων ζῴων καί ἐν μέσῳ τῶν πρεσβυτέρων ἀρνίον ἑστηκός ὡς ἐσφαγμένον…» (Ἀπ 5,1-6). Αὐτό τό ἀρνάκι, πού ἄν καί σφαγμένο στεκόταν ὄρθιο, πῆρε στά χέρια του τόν κόμπο τῆς ζωῆς μας καί τόν ἔλυσε, ὄχι κόβοντάς τον μέ τή δύναμη τοῦ λιονταριοῦ, πού εἶχε, ἀλλά διαλύοντάς τον μέ τό αἷμα τῆς θυσίας του. Γι’ αὐτό οἱ ἅγιοι στόν οὐρανό τοῦ τραγουδοῦν «ᾠδήν καινήν λέγοντες· ἄξιος εἶ λαβεῖν τό βιβλίον καί ἀνοῖξαι τάς σφραγῖδας αὐτοῦ, ὅτι ἐσφάγης καί ἠγόρασας τῷ Θεῷ ἡμᾶς ἐν τῷ αἵματί σου ἐκ πάσης φυλῆς καί γλώσσης καί λαοῦ καί ἔθνους» (Ἀπ 5,9).
Αὐτή τή φορά δέν πρόκειται γιά μύθο. Μπροστά μας παρουσιάζεται, ἁπλῶς μέ σύμβολα, ἡ ἀληθινή πραγματικότητα. Ἑπτασφράγιστο βιβλίο εἶναι ἡ δεμένη ἀπό τόν διάβολο καί σκλαβωμένη στόν θάνατο ἀνθρωπότητα, πού κανένας δέν μπορεῖ νά τήν ἐλευθερώσει. Εἶμαι ἐγώ καί εἶσαι ἐσύ, πού παλεύουμε ἀνειρήνευτοι μές στά δεσμά τῆς φθορᾶς, ἀνίκανοι νά συμφιλιωθοῦμε μαζί της, καί κλαῖμε πολύ μαζί μέ τόν Ἰωάννη γι’ αὐτό. Κι ὁ παράδοξος ἐλευθερωτής, λιοντάρι καί ἀρνάκι συγχρόνως ὁ ἴδιος, εἶναι ἀπόγονος τοῦ Δαυΐδ, ἀπό τή φυλή Ἰούδα, ἕνα πρόσωπο τῆς ἱστορίας μοναδικό, ὁ γιός τῆς παρθένου Μαρίας καί τοῦ Θεοῦ ὁ Υἱός, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Εἶναι «ἀρνίον ἐσφαγμένον», ἀλλά εἶναι «ἑστηκός»· θυσιάστηκε, ἀλλά ὑπάρχει. Εἶναι ἐσταυρωμένος, ἀλλά εἶναι καί ἀναστάς· πέθανε, ἀλλά ζῆ. Μή κλαῖς, Ἰωάννη, κι ἐσύ, μή κλαῖς, ψυχή μου! Ὁ θάνατος νικήθηκε, ἡ εἰρήνη βρέθηκε. Ὁ καθένας μας, σέ ὅποιο λαό κι ἄν ἀνήκει, ὅποια γλῶσσα κι ἄν μιλᾶ, μπορεῖ νά λυτρωθεῖ, ἀρκεῖ νά πιστέψει στόν Χριστό καί νά ἐνταχθεῖ στή βασιλεία του· μπορεῖ νά κάνει κτῆμα του τήν εἰρήνη, ἀρκεῖ νά δεχθεῖ στή ζωή του τόν Ἄρχοντα τῆς εἰρήνης.
«Ὁ ἄρχων τῆς εἰρήνης» (Ἠσ 9,6) ἔρχεται ἐπίσημα καί πάλι αὐτά τά Χριστούγεννα. Ἕνα «παιδίον» μικρό καί ἀδύναμο, πού ἀνακλίνεται μέσα στά ἄχυρα μιᾶς φάτνης, κρατᾶ στά παιδικά του χέρια τό πολύτιμο ἀγαθό μας. Αὐτό γιορτάζουμε, γι’ αὐτό χαιρόμαστε, σ’ αὐτό προσβλέπουμε. Γύρω μας βέβαια πλανιέται μία εἰρήνη, ἀλλά εἶναι μόνο τό φάντασμά της... Στήν ἐλεύθερη χώρα μας δέν μπορεῖς νά ζῆς μέ εἰρήνη· μέρα μεσημέρι ἀνεξέλεγκτα σέ σημαδεύουν μέ τήν καραμπίνα καί σέ ρίχνουν νεκρό, ἐνῶ ἐργάζεσαι τά ἔργα τῆς εἰρήνης καί τῆς ἐπιστήμης. Στά χρόνια τοῦ πολέμου εἴχαμε τά καταφύγια γιά ἀσφάλεια ἀπό τόν βομβαρδισμό· σήμερα στήν εἰρήνη ἔχουμε καταφύγια τά στέκια, ὅπου μέσα σ’ αὐτά βομβαρδίζονται οἱ νέοι μέ τά ναρκωτικά. Ἑκατοντάδες οἱ νεκροί στά πεδία τῶν μαχῶν, ἀλλά καί χιλιάδες τά βρέφη πού σφάζονται μές στίς κοιλιές τῶν μητέρων τους. Γιά ποιά εἰρήνη μποροῦμε νά μιλᾶμε; Καί ἔχουμε εἰρήνη, ὅταν τά νιάτα ἔξαλλα βρυχῶνται καί πηδοῦν ἀλλόφρονα, γιά νά διασκεδάσουν; Πότε θά τό καταλάβουμε ὅτι ἡ εἰρήνη χωρίς τόν Ἄρχοντα τῆς εἰρήνης χάνει τήν ἀρχοντιά της καί εἶναι ψεύτικη καί γίνεται ἐπικίνδυνη;
Δεῖξε μας, Κύριε, τόν δρόμο νά φθάσουμε κοντά σου, μάθε μας τόν τρόπο νά σέ προσκυνήσουμε μέ λατρεία καί δέξου μας ἀνάμεσα στούς δικούς σου, στούς μάγους, στούς βοσκούς, στούς ἁγίους καί στούς ἀγγέλους, μέ τίς εὐχές τῆς Παναγίας Θεοτόκου, ὅλοι μαζί μέσα στήν Ἐκκλησία σου νά ζήσουμε τά Χριστούγεννα «ἐν εἰρήνη»!
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 45 (1990) 161-163