Ἡ καινούργια χρονιά ἦλθε στή ζωή μας καί ἀρχίσαμε πλέον νά κινούμαστε στό ρυθμό της. Ὅσοι μέ φόβο καί τρόμο θέλουμε νά κατεργαζόμαστε τή σωτηρία μας, μέσα σ’ ὅλες τίς ἀγωνίες πού μᾶς γεννᾶ τό ἄγνωστο ζοῦμε ἔντονα καί τούτη· μή χάσουμε τό στόχο μας, μή ξεκλίνουμε ἀπό τήν πορεία μας καί πλανηθοῦμε στά δελεαστικά ὅσο καί ἐπικίνδυνα μονοπάτια τοῦ κόσμου. Γι’ αὐτό ταπεινά στρεφόμαστε σ’ Αὐτόν στόν ὁποῖο ἔχουμε ἐμπιστοσύνη, στόν Κύριο τῆς ζωῆς μας καί τοῦ χρόνου μας, καί δυνατά ζητοῦμε τήν ἀγαθή του καθοδήγηση. Ἀνοίγουμε τά αὐτιά μας στό λόγο του, ἀφήνουμε τόν ἑαυτό μας στά χἐρια του καί περιμένουμε νά λαλήσει στούς δούλους του.
Μέσα ἀπό τόν πλοῦτο τῶν συμβουλῶν του ξεχωρίζουμε γιά τόν ἀγώνα τῆς νέας χρονιᾶς πέντε παραγγέλματα, πού μᾶς ὑπενθυμίζουν ὅτι ἡ ζωή μας ἡ χριστιανική εἶναι ἕνας πόλεμος, ἡ Ἐκκλησία μας στρατευομένη καί ἐμεῖς στρατιῶτες τοῦ Πνεύματος. Εἶναι πέντε παραγγέλματα πού ἀπευθύνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στούς πιστούς τῆς ἐποχῆς του, ἀλλά φθάνουν μέχρι ἐμᾶς, τούς σημερινούς χριστιανούς, ἠχοῦν ζωηρά καί παρηγορητικά μέσα στίς καρδιές μας καί μᾶς βοηθοῦν νά ἀντιπαλαίσουμε τούς σύγχρονους πειρασμούς μας· «Γρηγορεῖτε, στήκετε ἐν τῇ πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε, πάντα ὑμῶν ἐν ἀγάπῃ γινέσθω!» (Α’ Κορ. 16,13-14).
Τό πρῶτο· «Νά εἶστε ἄγρυπνοι!». Ὅπως ὁ φύλακας στή βάρδια του, ὅπως ὁ στρατιώτης στή σκοπιά του, ὅπως ὁ καραβοκύρης στό τιμόνι του, ἔτσι κι ὁ χριστιανός στή ζωή του πρέπει νά μένει ἄγρυπνος, ξύπνιος καί ἕτοιμος. Ὁ ἐχθρός του εἶναι πονηρός, ὕπουλος καί δέν κάνει ποτέ ἀνακωχή. Γι’ αὐτό, τό «γρηγορεῖτε!» ἀκούγεται συχνά μέσα στήν ἁγία Γραφή καί δίνει τό ρυθμό στόν ἀγώνα μας. Τό λέει ὁ Παῦλος ἐδῶ στούς Κορινθίους, τό εἶπε ἀργότερα στούς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, πρεσβυτέρους καί ἐπισκόπους τῆς Ἐφέσου, στή Μίλητο (Πρξ 20,31), τό παρήγγειλε ὁ ἵδιος ὁ Κύριος στούς μαθητές του μέσα στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ λίγο πρίν ἀπό τήν προδοσία (Μθ 26,38-41) καί τό ἄφησε αἰώνιο παράγγελμα σέ ὅλους τούς χριστιανούς μέχρι τή συντέλεια· «Ἅ δέ ὑμῖν λέγω, πᾶσι λέγω· γρηγορεῖτε!» (Μρ 13,37).
Ὁ κόσμος γύρω μας θέλει νά μᾶς κοιμίσει· μᾶς ἀποχαυνώνει μέ τά θεάματα, μᾶς νανουρίζει μέ τίς φιλοσοφίες του, μᾶς ναρκώνει μέ τά ὑποκατάστατα τοῦ πολιτισμοῦ μας. Ἡ πρώτη ἐπιτυχία καί νίκη τοῦ διαβόλου εἶναι νά μᾶς πείσει ὅτι δέν διατρέχουμε κανένα κίνδυνο, δέν ὑπάρχει πόλεμος, δέν ὑπάρχει οὔτε ὁ ἴδιος, κι ἔτσι μποροῦμε νά κοιμόμαστε ἥσυχοι. Ἀλίμονο, ὅμως, ἄν πιστέψουμε στήν ψεύτικη εἰρήνη του. Κινδυνεύουμε νά μᾶς πιάσει ὁ πανοῦργος στόν ὕπνο καί νά μᾶς νικήσει χωρίς νά τό καταλάβουμε καί –τί ντροπή!– πρίν νά δώσουμε κἄν τή μάχη μας. Κύριε, μέσα στή νύχτα τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἀσέβειας φώτιζε τά μάτια μου καί κράτα τα πάντα ἀνοιχτά, «μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον, μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου, ἴσχυσα πρός αὐτόν!».
Καί ποιός εἶναι ὀ λόγος νά βρισκόμαστε ἕτοιμοι πάντοτε στήν πρώτη γραμμή τῆς μάχης; Γιά νά ὑπερασπίσουμε ἀσφαλῶς τό ἔδαφός μας, νά μείνουμε σταθεροί στήν πίστη, μέλη τῆς Ἐκκλησίας, πιστοί στόν Χριστό. Γι’ αὐτό, τό δεύτερο παράγγελμα λέει: «Μείνετε σταθεροί στήν πίστη!». Εἶναι πολλοί ἐκεῖνοι πού ζητοῦν νά νοθεύσουν τό δόγμα, νά διαφθείρουν τό ἦθος, νά μᾶς διδάξουν ἄλλο εὐαγγέλιο, πού ἱκανοποιεῖ τίς ἐπιθυμίες μας, ἀλλά δέν εἶναι ἡ ἀλήθεια. Γιά τούς πρώτους χριστιανούς ἦταν οἱ ψευδάδελφοι, πού δημιουργοῦσαν τά σχίσματα, οἱ αἱρετικοί, οἱ ἀνήθικοι εἰδωλολάτρες. Στούς καιρούς μας μόνο τά πρόσωπα καί τά σχήματα ἀλλάζουν. Ὑπάρχει ἡ ἴδια ἀγωνία κι ἀπαιτεῖται ὀ ἴδιος ἀγώνας νά μήν ἀφήσουμε τή νοοτροπία τοῦ κόσμου, οὔτε τή σοφία του, οὔτε τήν εὐδαιμονία του νά ἐπηρεάσει στό ἐλάχιστο τήν πίστη μας, νά μᾶς σαλέψει καί νά ἀλλοιώσει τήν ὀρθοδοξία μας.
Ἀκλόνητοι καί ἀμετακίνητοι στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, στό καθεστώς τοῦ Πνεύματος, ἔχουμε τή μεγαλύτερη ἀσφάλεια, τή δυνατότερη προστασία, τή βεβαιότητα τῆς σωτηρίας. Παράδειγμα οἱ ἀπόστολοι καί οἱ πατέρες μας, ὅλοι οἱ ἅγιοι, πού ἔμειναν ἑδραῖοι στήν «ἅπαξ παραδοθεῖσαν πίστιν» (Ἰδ 3) καί δέν κάμφθηκαν οὔτε ἀπό διωγμούς οὔτε ἀπό τά δελεάσματα τοῦ κόσμου. Αὐτοί νίκησαν, αὐτοί δοξάστηκαν. Ὅπως τό σπίτι πού ξεθεμελιώνεται πέφτει, κι ὅπως τό δέντρο πού ξερριζώνεται ξεραίνεται, ἔτσι κι ὁ χριστιανός χωρίς τήν πίστη οὔτε αὐξάνει οὔτε καρποφορεῖ. Ἡ σταθερότητά του εἶναι ἐγγύηση δόξας καί σωτηρίας.
Κι ὅταν ὁ ἐχθρός ἐπιτίθεται, τό σάλπισμα πού ἀκούγεται εἶναι· «Ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε!». «Πολεμῆστε σάν ἄνδρες, δῶστε στόν ἀγώνα ὅλη τή δύναμή σας!». Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ ἀντίπαλος φαίνεται δυνατός, ἀλλά αὐτό δέν πρέπει νά μᾶς φοβίζει. Καί ὁ φλογερότερος πειρασμός σβήνει μέσα στή δροσιά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, φτάνει ἐμεῖς νά μή δειλιάσουμε καί παραδοθοῦμε. Ὁ Κύριος θέλει φρόνημα λεβέντικο καί ἡρωικό, πού ὄχι μόνο θά ἀντιστέκεται στίς ἐπιθέσεις τοῦ πονηροῦ μέ ἀνδρεία, ἀλλά θά κάνει καί ἀντεπίθεση κατά κράτος. Ὁλοένα νά ἐξασθενεῖ πάνω μας ἡ κυριαρχία τοῦ κακοῦ, νά μειώνεται μέσα μας ἡ ἕλξη τοῦ κόσμου, γιά νά ἀνδρώνεται ἡ πίστη, νά δυναμώνει ἡ ἐλπίδα, νά νικᾶ ὁ Χριστός.
Θυμηθεῖτε τήν ἀνδρεία καί κραταιά ἀντίσταση ἀπέναντι στήν ἁμαρτία τοῦ Ἰωσήφ, τῶν τριῶν παίδων, τοῦ Δανιήλ, ἀλλά καί τῶν ἄλλων μαρτύρων καί ὁμολογητῶν τῆς πίστεως, τῶν ἀσκητῶν καί ὅλων τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ Θεοῦ, πού, ὅπως λέει ἀλλοῦ ὁ Παῦλος, «ἐνεδυναμώθησαν ἀπό ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροί ἐν πολέμῳ» (Ἑβρ 11,34). Δέν δείλιασαν οὔτε ὀπισθοχώρησαν μπροστά στόν «λέοντα τόν ὠρυόμενον» (Α’ Πέ 5,8), ἀλλά γενναῖοι ὑπήκουσαν στό θεόπνευστο παράγγελμα τοῦ ἁγίου Ἰακώβου καί τό πραγμάτωσαν στή ζωή τους· «Ἀντίστητε τῷ διαβόλῳ, καί φεύξεται ἀφ' ὑμῶν» (Ἰα 4,7).
Ἐκτός ὅμως ἀπό τήν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως, χρειάζεται καί ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν. Σ’ αὐτήν ἀφορᾶ τό τελευταῖο παράγγελμα πού ἀκοῦμε· «Ὅλα σας νά γίνονται μέ ἀγάπη!». Ἡ ἀγάπη εἶναι τό γνώρισμα πού ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἔδωσε στούς μαθητές του γιά διακριτικό ἀνάμεσα στόν κόσμο. «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστε», εἶπε, «ἐάν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (Ἰω 13,35). Καί ὅλη ἡ διδαχή τοῦ εὐαγγελίου γύρω ἀπό δύο πόλους στρέφεται· τήν πίστη καί τήν ἀγάπη. Ἀλλά ὅπως προκειμένου γιά τήν πίστη, ἐκεῖνο πού ἐξασφαλίζει τήν ὀρθοδοξία της εἶναι ἡ ἀλήθεια γιά τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου, ἔτσι καί προκειμένου γιά τήν ἀγάπη, ἐκεῖνο πού ἐξασφαλίζει τήν ἑνότητα τῶν πιστῶν εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου μέσα στίς καρδιές τους. Γι’ αὐτό, τό παράγγελμα γιά ἀγάπη μεταξύ μας καταλήγει νά εἶναι προτροπή γιά ἀγάπη πρός τόν Κύριο.
Ὅποιος δέν ἀγαπᾶ τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί δέν τόν ἀγαπᾶ τρυφερά καί πάνω ἀπό κάθε τι ἄλλο, δέν μπορεῖ νά ἀνήκει στήν ἁγία του Ἐκκλησία. Δέν εἶναι νεκροταφεῖο ἡ Ἐκκλησία, γιά νά ἔχει μέσα πτώματα, ἀνθρώπους πού δέν χτυπᾶ ἡ καρδιά τους γιά τόν Χριστό. Οὔτε εἶναι μουσεῖο, γιά νά συντηρεῖ ἀπολιθώματα, χριστιανούς πού ἦταν κάποτε καλοί καί τώρα δέν εἶναι. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό ζωντανό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί θέλει ζωντανά τά μέλη της ἀπό τήν ἀγάπη του.
Καί δέν ἀγαπᾶ τόν Ἰησοῦ, ὅποιος δέν ἀγαπᾶ τό νόμο του καί τίς ἐντολές του, ὅποιος ἑλκύεται περισσότερο ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἐνδίδει στίς ἀπαιτήσεις της. Δέν ἀγαπᾶ τόν Ἰησοῦ, ὅποιος δέν ἔχει τήν ὀρθόδοξη ὁμολογία, ὅποιος δέν πιστεύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι Κύριος, εἶναι ὁ ἐνσαρκωθείς Γιαχβέ, πού πρῶτος αὐτός μᾶς ἀγάπησε καί ταπεινώθηκε καί θυσιάστηκε γιά τήν ἀγάπη μας. Ἔχει, λοιπόν, κάθε δικαίωμα νά διεκδικεῖ τήν ἀγάπη μας πάνω ἀπ' ὅλα, ἔχει ἀπαίτηση, ὅπως ἡ νύμφη στολίζεται καί περιμένει τό νυμφίο της, ἔτσι κι ἐμεῖς νά προσμένουμε. «Μαράν ἀθά!», ἔλα Κύριε! Αὐτός νά εἶναι ὁ χτῦπος τῆς καρδιᾶς μας, πού θά ρυθμίζει τή σκέψη μας, τήν πράξη μας, τή ζωή μας.
Κύριε, ἄναψε καί μέσα στίς δικές μας καρδιές τόν θεῖο σου ἔρωτα! Πυρπόλησε τά σπλάγχνα μας, ὥστε καί τό τελευταῖο μας κύτταρο νά θέλγεται καί νά εὐφραίνεται ἀπό τή δική σου ἀγάπη, πού εἶναι «κραταιά ὑπέρ τόν θάνατον», πού γλυκαίνει καί ξεκουράζει καί δυναμώνει. Καί πιστεύουμε πώς ἄν σε ἀγαπήσουμε ὅπως σύ τό ζητᾶς, πιστεύουμε, Κύριε, ὅτι καί ἄγρυπνοι θά μείνουμε, νά μή μᾶς αἰχμαλωτίσει ὁ σατανᾶς καί σταθεροί στήν πίστη μας θά εἴμαστε, ὥστε νά μή καταντήσουμε προδότες καί λιποτάκτες, καί ἀνδρεῖοι καί κρατεροί θά γινόμαστε, γιά νά ἀντιστεκόμαστε στίς ἐπιθέσεις τοῦ ἐχθροῦ καί νά ἐπεκτείνουμε τή βασιλεία σου, καί σέ ὅλα ἀγαπημένοι καί ἀδελφωμένοι θά μένουμε, ζώντας ἀπό τώρα τή βασιλεία σου, ὥσπου νά σέ δοῦμε καί νά σέ ἀπολαύσουμε στήν αἰωνιότητα.
Μέσα ἀπό τόν πλοῦτο τῶν συμβουλῶν του ξεχωρίζουμε γιά τόν ἀγώνα τῆς νέας χρονιᾶς πέντε παραγγέλματα, πού μᾶς ὑπενθυμίζουν ὅτι ἡ ζωή μας ἡ χριστιανική εἶναι ἕνας πόλεμος, ἡ Ἐκκλησία μας στρατευομένη καί ἐμεῖς στρατιῶτες τοῦ Πνεύματος. Εἶναι πέντε παραγγέλματα πού ἀπευθύνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στούς πιστούς τῆς ἐποχῆς του, ἀλλά φθάνουν μέχρι ἐμᾶς, τούς σημερινούς χριστιανούς, ἠχοῦν ζωηρά καί παρηγορητικά μέσα στίς καρδιές μας καί μᾶς βοηθοῦν νά ἀντιπαλαίσουμε τούς σύγχρονους πειρασμούς μας· «Γρηγορεῖτε, στήκετε ἐν τῇ πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε, πάντα ὑμῶν ἐν ἀγάπῃ γινέσθω!» (Α’ Κορ. 16,13-14).
Τό πρῶτο· «Νά εἶστε ἄγρυπνοι!». Ὅπως ὁ φύλακας στή βάρδια του, ὅπως ὁ στρατιώτης στή σκοπιά του, ὅπως ὁ καραβοκύρης στό τιμόνι του, ἔτσι κι ὁ χριστιανός στή ζωή του πρέπει νά μένει ἄγρυπνος, ξύπνιος καί ἕτοιμος. Ὁ ἐχθρός του εἶναι πονηρός, ὕπουλος καί δέν κάνει ποτέ ἀνακωχή. Γι’ αὐτό, τό «γρηγορεῖτε!» ἀκούγεται συχνά μέσα στήν ἁγία Γραφή καί δίνει τό ρυθμό στόν ἀγώνα μας. Τό λέει ὁ Παῦλος ἐδῶ στούς Κορινθίους, τό εἶπε ἀργότερα στούς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, πρεσβυτέρους καί ἐπισκόπους τῆς Ἐφέσου, στή Μίλητο (Πρξ 20,31), τό παρήγγειλε ὁ ἵδιος ὁ Κύριος στούς μαθητές του μέσα στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ λίγο πρίν ἀπό τήν προδοσία (Μθ 26,38-41) καί τό ἄφησε αἰώνιο παράγγελμα σέ ὅλους τούς χριστιανούς μέχρι τή συντέλεια· «Ἅ δέ ὑμῖν λέγω, πᾶσι λέγω· γρηγορεῖτε!» (Μρ 13,37).
Ὁ κόσμος γύρω μας θέλει νά μᾶς κοιμίσει· μᾶς ἀποχαυνώνει μέ τά θεάματα, μᾶς νανουρίζει μέ τίς φιλοσοφίες του, μᾶς ναρκώνει μέ τά ὑποκατάστατα τοῦ πολιτισμοῦ μας. Ἡ πρώτη ἐπιτυχία καί νίκη τοῦ διαβόλου εἶναι νά μᾶς πείσει ὅτι δέν διατρέχουμε κανένα κίνδυνο, δέν ὑπάρχει πόλεμος, δέν ὑπάρχει οὔτε ὁ ἴδιος, κι ἔτσι μποροῦμε νά κοιμόμαστε ἥσυχοι. Ἀλίμονο, ὅμως, ἄν πιστέψουμε στήν ψεύτικη εἰρήνη του. Κινδυνεύουμε νά μᾶς πιάσει ὁ πανοῦργος στόν ὕπνο καί νά μᾶς νικήσει χωρίς νά τό καταλάβουμε καί –τί ντροπή!– πρίν νά δώσουμε κἄν τή μάχη μας. Κύριε, μέσα στή νύχτα τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἀσέβειας φώτιζε τά μάτια μου καί κράτα τα πάντα ἀνοιχτά, «μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον, μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου, ἴσχυσα πρός αὐτόν!».
Καί ποιός εἶναι ὀ λόγος νά βρισκόμαστε ἕτοιμοι πάντοτε στήν πρώτη γραμμή τῆς μάχης; Γιά νά ὑπερασπίσουμε ἀσφαλῶς τό ἔδαφός μας, νά μείνουμε σταθεροί στήν πίστη, μέλη τῆς Ἐκκλησίας, πιστοί στόν Χριστό. Γι’ αὐτό, τό δεύτερο παράγγελμα λέει: «Μείνετε σταθεροί στήν πίστη!». Εἶναι πολλοί ἐκεῖνοι πού ζητοῦν νά νοθεύσουν τό δόγμα, νά διαφθείρουν τό ἦθος, νά μᾶς διδάξουν ἄλλο εὐαγγέλιο, πού ἱκανοποιεῖ τίς ἐπιθυμίες μας, ἀλλά δέν εἶναι ἡ ἀλήθεια. Γιά τούς πρώτους χριστιανούς ἦταν οἱ ψευδάδελφοι, πού δημιουργοῦσαν τά σχίσματα, οἱ αἱρετικοί, οἱ ἀνήθικοι εἰδωλολάτρες. Στούς καιρούς μας μόνο τά πρόσωπα καί τά σχήματα ἀλλάζουν. Ὑπάρχει ἡ ἴδια ἀγωνία κι ἀπαιτεῖται ὀ ἴδιος ἀγώνας νά μήν ἀφήσουμε τή νοοτροπία τοῦ κόσμου, οὔτε τή σοφία του, οὔτε τήν εὐδαιμονία του νά ἐπηρεάσει στό ἐλάχιστο τήν πίστη μας, νά μᾶς σαλέψει καί νά ἀλλοιώσει τήν ὀρθοδοξία μας.
Ἀκλόνητοι καί ἀμετακίνητοι στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, στό καθεστώς τοῦ Πνεύματος, ἔχουμε τή μεγαλύτερη ἀσφάλεια, τή δυνατότερη προστασία, τή βεβαιότητα τῆς σωτηρίας. Παράδειγμα οἱ ἀπόστολοι καί οἱ πατέρες μας, ὅλοι οἱ ἅγιοι, πού ἔμειναν ἑδραῖοι στήν «ἅπαξ παραδοθεῖσαν πίστιν» (Ἰδ 3) καί δέν κάμφθηκαν οὔτε ἀπό διωγμούς οὔτε ἀπό τά δελεάσματα τοῦ κόσμου. Αὐτοί νίκησαν, αὐτοί δοξάστηκαν. Ὅπως τό σπίτι πού ξεθεμελιώνεται πέφτει, κι ὅπως τό δέντρο πού ξερριζώνεται ξεραίνεται, ἔτσι κι ὁ χριστιανός χωρίς τήν πίστη οὔτε αὐξάνει οὔτε καρποφορεῖ. Ἡ σταθερότητά του εἶναι ἐγγύηση δόξας καί σωτηρίας.
Κι ὅταν ὁ ἐχθρός ἐπιτίθεται, τό σάλπισμα πού ἀκούγεται εἶναι· «Ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε!». «Πολεμῆστε σάν ἄνδρες, δῶστε στόν ἀγώνα ὅλη τή δύναμή σας!». Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ ἀντίπαλος φαίνεται δυνατός, ἀλλά αὐτό δέν πρέπει νά μᾶς φοβίζει. Καί ὁ φλογερότερος πειρασμός σβήνει μέσα στή δροσιά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, φτάνει ἐμεῖς νά μή δειλιάσουμε καί παραδοθοῦμε. Ὁ Κύριος θέλει φρόνημα λεβέντικο καί ἡρωικό, πού ὄχι μόνο θά ἀντιστέκεται στίς ἐπιθέσεις τοῦ πονηροῦ μέ ἀνδρεία, ἀλλά θά κάνει καί ἀντεπίθεση κατά κράτος. Ὁλοένα νά ἐξασθενεῖ πάνω μας ἡ κυριαρχία τοῦ κακοῦ, νά μειώνεται μέσα μας ἡ ἕλξη τοῦ κόσμου, γιά νά ἀνδρώνεται ἡ πίστη, νά δυναμώνει ἡ ἐλπίδα, νά νικᾶ ὁ Χριστός.
Θυμηθεῖτε τήν ἀνδρεία καί κραταιά ἀντίσταση ἀπέναντι στήν ἁμαρτία τοῦ Ἰωσήφ, τῶν τριῶν παίδων, τοῦ Δανιήλ, ἀλλά καί τῶν ἄλλων μαρτύρων καί ὁμολογητῶν τῆς πίστεως, τῶν ἀσκητῶν καί ὅλων τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ Θεοῦ, πού, ὅπως λέει ἀλλοῦ ὁ Παῦλος, «ἐνεδυναμώθησαν ἀπό ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροί ἐν πολέμῳ» (Ἑβρ 11,34). Δέν δείλιασαν οὔτε ὀπισθοχώρησαν μπροστά στόν «λέοντα τόν ὠρυόμενον» (Α’ Πέ 5,8), ἀλλά γενναῖοι ὑπήκουσαν στό θεόπνευστο παράγγελμα τοῦ ἁγίου Ἰακώβου καί τό πραγμάτωσαν στή ζωή τους· «Ἀντίστητε τῷ διαβόλῳ, καί φεύξεται ἀφ' ὑμῶν» (Ἰα 4,7).
Ἐκτός ὅμως ἀπό τήν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως, χρειάζεται καί ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν. Σ’ αὐτήν ἀφορᾶ τό τελευταῖο παράγγελμα πού ἀκοῦμε· «Ὅλα σας νά γίνονται μέ ἀγάπη!». Ἡ ἀγάπη εἶναι τό γνώρισμα πού ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἔδωσε στούς μαθητές του γιά διακριτικό ἀνάμεσα στόν κόσμο. «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστε», εἶπε, «ἐάν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (Ἰω 13,35). Καί ὅλη ἡ διδαχή τοῦ εὐαγγελίου γύρω ἀπό δύο πόλους στρέφεται· τήν πίστη καί τήν ἀγάπη. Ἀλλά ὅπως προκειμένου γιά τήν πίστη, ἐκεῖνο πού ἐξασφαλίζει τήν ὀρθοδοξία της εἶναι ἡ ἀλήθεια γιά τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου, ἔτσι καί προκειμένου γιά τήν ἀγάπη, ἐκεῖνο πού ἐξασφαλίζει τήν ἑνότητα τῶν πιστῶν εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου μέσα στίς καρδιές τους. Γι’ αὐτό, τό παράγγελμα γιά ἀγάπη μεταξύ μας καταλήγει νά εἶναι προτροπή γιά ἀγάπη πρός τόν Κύριο.
Ὅποιος δέν ἀγαπᾶ τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί δέν τόν ἀγαπᾶ τρυφερά καί πάνω ἀπό κάθε τι ἄλλο, δέν μπορεῖ νά ἀνήκει στήν ἁγία του Ἐκκλησία. Δέν εἶναι νεκροταφεῖο ἡ Ἐκκλησία, γιά νά ἔχει μέσα πτώματα, ἀνθρώπους πού δέν χτυπᾶ ἡ καρδιά τους γιά τόν Χριστό. Οὔτε εἶναι μουσεῖο, γιά νά συντηρεῖ ἀπολιθώματα, χριστιανούς πού ἦταν κάποτε καλοί καί τώρα δέν εἶναι. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό ζωντανό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί θέλει ζωντανά τά μέλη της ἀπό τήν ἀγάπη του.
Καί δέν ἀγαπᾶ τόν Ἰησοῦ, ὅποιος δέν ἀγαπᾶ τό νόμο του καί τίς ἐντολές του, ὅποιος ἑλκύεται περισσότερο ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἐνδίδει στίς ἀπαιτήσεις της. Δέν ἀγαπᾶ τόν Ἰησοῦ, ὅποιος δέν ἔχει τήν ὀρθόδοξη ὁμολογία, ὅποιος δέν πιστεύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι Κύριος, εἶναι ὁ ἐνσαρκωθείς Γιαχβέ, πού πρῶτος αὐτός μᾶς ἀγάπησε καί ταπεινώθηκε καί θυσιάστηκε γιά τήν ἀγάπη μας. Ἔχει, λοιπόν, κάθε δικαίωμα νά διεκδικεῖ τήν ἀγάπη μας πάνω ἀπ' ὅλα, ἔχει ἀπαίτηση, ὅπως ἡ νύμφη στολίζεται καί περιμένει τό νυμφίο της, ἔτσι κι ἐμεῖς νά προσμένουμε. «Μαράν ἀθά!», ἔλα Κύριε! Αὐτός νά εἶναι ὁ χτῦπος τῆς καρδιᾶς μας, πού θά ρυθμίζει τή σκέψη μας, τήν πράξη μας, τή ζωή μας.
Κύριε, ἄναψε καί μέσα στίς δικές μας καρδιές τόν θεῖο σου ἔρωτα! Πυρπόλησε τά σπλάγχνα μας, ὥστε καί τό τελευταῖο μας κύτταρο νά θέλγεται καί νά εὐφραίνεται ἀπό τή δική σου ἀγάπη, πού εἶναι «κραταιά ὑπέρ τόν θάνατον», πού γλυκαίνει καί ξεκουράζει καί δυναμώνει. Καί πιστεύουμε πώς ἄν σε ἀγαπήσουμε ὅπως σύ τό ζητᾶς, πιστεύουμε, Κύριε, ὅτι καί ἄγρυπνοι θά μείνουμε, νά μή μᾶς αἰχμαλωτίσει ὁ σατανᾶς καί σταθεροί στήν πίστη μας θά εἴμαστε, ὥστε νά μή καταντήσουμε προδότες καί λιποτάκτες, καί ἀνδρεῖοι καί κρατεροί θά γινόμαστε, γιά νά ἀντιστεκόμαστε στίς ἐπιθέσεις τοῦ ἐχθροῦ καί νά ἐπεκτείνουμε τή βασιλεία σου, καί σέ ὅλα ἀγαπημένοι καί ἀδελφωμένοι θά μένουμε, ζώντας ἀπό τώρα τή βασιλεία σου, ὥσπου νά σέ δοῦμε καί νά σέ ἀπολαύσουμε στήν αἰωνιότητα.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 45 (1990) 1-3