Μέσα στόν παγκόσμιο ἀνασχηματισμό, πού ἤδη ξεκίνησε σέ ταχεῖς ρυθμούς, διαλέγουμε τή θέση πού θά καταλάβουμε. Συνειδητοποιημένα ἤ ὄχι, ἀξιολογοῦμε τή μέχρι τώρα θέση μας. Καί οἱ λέξεις, πού τόσο πυκνά ἀλλά καί ἐκκεντρικά πολλές φορές χρησιμοποιοῦνται, ζητοῦν τήν πραγματική τους ἔννοια. Τί σημαίνει παγκοσμιοποίηση; Τί οἰκουμενισμός; Τί παράδοση; Ποιό εἶναι τό αὐθεντικό, τό ἀναλλοίωτο;
Ὁ χριστιανός ἀσφαλῶς, ὡς μέρος τοῦ κόσμου τούτου, δέχεται ὅλες τίς προσκλήσεις καί τίς προκλήσεις του. Εἶναι, ὅμως, προετοιμασμένος νά τίς ἀντιμετωπίσει ὡς πολίτης τοῦ οὐρανοῦ; Γι᾿ αὐτό καί κρίνεται ἀπαραίτητο ἀπό τόν ἅγιο Ἰγνάτιο νά ἀναγνωρίζει καί νά ξεχωρίζει μέ σοφία καί σύνεση τί εἶναι τοῦ Θεοῦ καί τί τοῦ κόσμου. Τό ἄθλημα αὐτό χρειάζεται προετοιμασία καί ἄσκηση, καθώς διδάσκουν οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας: «...οὐ πεισμονῆς τό ἔργον, ἀλλά, μεγέθους ἐστιν ὁ χριστιανισμός, ὅταν μισεῖται ὑπό κόσμου» (Ἰγνάτιος, πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή).
Ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκει κανείς πώς ὑπάρχει μιά διαφοροποίηση ἀνάμεσα σέ μᾶς καί στούς πρώτους χριστιανούς. Σήμερα ἐπιθυμοῦμε τόν χριστιανισμό καί τόν τύπο τοῦ χριστιανοῦ νά «τά ᾿χει καλά» μέ τόν κόσμο, μέ ὅλο τόν κόσμο. Προπαντός νά μή «μισεῖται ὑπό κόσμου» κι ἄς ὑπογράμμισε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος· «ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ» (Ἰω 8,23), «εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ κόσμος ἄν τό ἴδιον ἐφίλει...» (Ἰω 15, 18). Κι ὅμως· παλεύουμε, σήμερα, μέ κάθε τρόπο νά ἀποδείξουμε τήν ὁμοιότητά μας(!) μέ ὅλο τόν κόσμο, νά βεβαιώσουμε πώς δέν ἔχουμε διαφορές, κι ἄς εἴμαστε οἱ ὀρθόδοξοι τῆς ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, νά ἑνώσουμε -πῶς;- τά διεστῶτα. Αὐτό εἶναι πασιφανές στήν ὀρθόδοξη χριστιανική κοινωνία μας, στήν τέχνη, στήν ἐκπαίδευση, στήν καθημερινή μας ζωή. Διαφορετικά, κινδυνεύουμε νά χαρακτηρισθοῦμε ὡς φονταμενταλιστές. Ἄλλωστε, οἱ ὅροι αὐτοί εἶναι τόσο τῆς μόδας! Σέ «βάζουν» καί δέν σέ «βγάζουν» ἀπό τό σύνολο. Οἱ ἐκλεπτυσμένες τεχνικές πού χρησιμοποιοῦνται γι᾿ αὐτό τό σκοπό ἔχουν μορφή ἰδιαίτερα ἑλκυστική. Τό κίνημα πού φέρνει τούς λαούς κοντά, καταργώντας οὐσιαστικά πράγματα τῆς παράδοσης, παραμένει φαινομενικά κίνημα προθέσεων ἀνθρωπιστικῶν, οὐμανιστικῶν. Καί καλεῖ ὅλους νά ἄρουν τίς διαφορές στήν πίστη, ὁδηγώντας ἀπό τήν ἀποκάλυψη, πού ὄντως εἶναι, στήν ἰδεολογοποίηση τῆς ἀλήθειας τῆς χριστιανικῆς. Στό ὄνομα τῆς ἐλευθερίας καί τοῦ πλουραλισμοῦ καλούμαστε, ἀθέατα ἀλλ᾿ οὐσιαστικά, σ᾿ ἕνα νέο τύπο παγκόσμιου κομφορμισμοῦ, πού ἐπίμονα ἀρνούμαστε ὡς ἔννοια καί πράξη.
Στή διαδικασία τῆς πειθοῦς ἡ παράδοση τῆς Παράδοσης, τῆς ὀρθόδοξης Παράδοσης, γίνεται ἔντεχνα καί μεθοδικά. «Ἰδέ, ἐν τίνι ἡ ἰσχύς αὐτοῦ ἡ μεγάλη καί ἐν τίνι δυνησόμεθα αὐτῷ!» (Κρ 6,5)}· «καί ἀνήγγειλεν αὐτῇ πᾶσαν τήν καρδίαν αὐτοῦ» (Κρ 6,17). Ἡ ἰσχύς, ἡ δύναμη τῆς Ὀρθοδοξίας ἦταν πάντα μαζί μέ τό δόγμα καί ἡ ἀσκητική τοῦ Σταυροῦ. Ἄν ὅλες οἱ ὁμολογίες εἶναι ἰσότιμες γιά τήν ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας, τότε ποιά ἀναγκαιότητα νά μείνει κανείς σταθερός στήν πίστη ἐκείνη πού ἡ ἐμπειρική πρακτική της τόν διαφοροποιεῖ ἀπό τόν ὑπόλοιπο κόσμο; Γιά ποιό λόγο νά θεωρεῖται «μισούμενος» ἤ δακτυλοδεικτούμενος γιά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ; «Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μόνῃ τῇ χριστιανικῇ τροφῇ χρῆσθε, ἀλλοτρίας δέ βοτάνης ἀπέχεσθε, ἥτις ἐστίν αἵρεσις», γράφει πάλι ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος πρός τούς Τραλλιανούς. Ὁ λόγος του πρός τόν μαθητή του Πολύκαρπο φθάνει ἐπιτακτικός στά ἀφτιά μας: «στῆθι ἑδραῖος, πλέον σπουδαῖος γίνου, οὗ εἶ...». Τότε θά προλάβουμε «τούς καιρούς» χωρίς νά ξαφνιαστοῦμε, ἄν σπουδάζουμε νά βρεθοῦμε «κατηρτισμένοι ἐν ἀκινήτῳ πίστει» (Ἰγνάτιος, πρός Σμυρναίους Ἐπιστολή)· στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας.
Ὁ χριστιανός ἀσφαλῶς, ὡς μέρος τοῦ κόσμου τούτου, δέχεται ὅλες τίς προσκλήσεις καί τίς προκλήσεις του. Εἶναι, ὅμως, προετοιμασμένος νά τίς ἀντιμετωπίσει ὡς πολίτης τοῦ οὐρανοῦ; Γι᾿ αὐτό καί κρίνεται ἀπαραίτητο ἀπό τόν ἅγιο Ἰγνάτιο νά ἀναγνωρίζει καί νά ξεχωρίζει μέ σοφία καί σύνεση τί εἶναι τοῦ Θεοῦ καί τί τοῦ κόσμου. Τό ἄθλημα αὐτό χρειάζεται προετοιμασία καί ἄσκηση, καθώς διδάσκουν οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας: «...οὐ πεισμονῆς τό ἔργον, ἀλλά, μεγέθους ἐστιν ὁ χριστιανισμός, ὅταν μισεῖται ὑπό κόσμου» (Ἰγνάτιος, πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή).
Ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκει κανείς πώς ὑπάρχει μιά διαφοροποίηση ἀνάμεσα σέ μᾶς καί στούς πρώτους χριστιανούς. Σήμερα ἐπιθυμοῦμε τόν χριστιανισμό καί τόν τύπο τοῦ χριστιανοῦ νά «τά ᾿χει καλά» μέ τόν κόσμο, μέ ὅλο τόν κόσμο. Προπαντός νά μή «μισεῖται ὑπό κόσμου» κι ἄς ὑπογράμμισε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος· «ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ» (Ἰω 8,23), «εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ κόσμος ἄν τό ἴδιον ἐφίλει...» (Ἰω 15, 18). Κι ὅμως· παλεύουμε, σήμερα, μέ κάθε τρόπο νά ἀποδείξουμε τήν ὁμοιότητά μας(!) μέ ὅλο τόν κόσμο, νά βεβαιώσουμε πώς δέν ἔχουμε διαφορές, κι ἄς εἴμαστε οἱ ὀρθόδοξοι τῆς ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, νά ἑνώσουμε -πῶς;- τά διεστῶτα. Αὐτό εἶναι πασιφανές στήν ὀρθόδοξη χριστιανική κοινωνία μας, στήν τέχνη, στήν ἐκπαίδευση, στήν καθημερινή μας ζωή. Διαφορετικά, κινδυνεύουμε νά χαρακτηρισθοῦμε ὡς φονταμενταλιστές. Ἄλλωστε, οἱ ὅροι αὐτοί εἶναι τόσο τῆς μόδας! Σέ «βάζουν» καί δέν σέ «βγάζουν» ἀπό τό σύνολο. Οἱ ἐκλεπτυσμένες τεχνικές πού χρησιμοποιοῦνται γι᾿ αὐτό τό σκοπό ἔχουν μορφή ἰδιαίτερα ἑλκυστική. Τό κίνημα πού φέρνει τούς λαούς κοντά, καταργώντας οὐσιαστικά πράγματα τῆς παράδοσης, παραμένει φαινομενικά κίνημα προθέσεων ἀνθρωπιστικῶν, οὐμανιστικῶν. Καί καλεῖ ὅλους νά ἄρουν τίς διαφορές στήν πίστη, ὁδηγώντας ἀπό τήν ἀποκάλυψη, πού ὄντως εἶναι, στήν ἰδεολογοποίηση τῆς ἀλήθειας τῆς χριστιανικῆς. Στό ὄνομα τῆς ἐλευθερίας καί τοῦ πλουραλισμοῦ καλούμαστε, ἀθέατα ἀλλ᾿ οὐσιαστικά, σ᾿ ἕνα νέο τύπο παγκόσμιου κομφορμισμοῦ, πού ἐπίμονα ἀρνούμαστε ὡς ἔννοια καί πράξη.
Στή διαδικασία τῆς πειθοῦς ἡ παράδοση τῆς Παράδοσης, τῆς ὀρθόδοξης Παράδοσης, γίνεται ἔντεχνα καί μεθοδικά. «Ἰδέ, ἐν τίνι ἡ ἰσχύς αὐτοῦ ἡ μεγάλη καί ἐν τίνι δυνησόμεθα αὐτῷ!» (Κρ 6,5)}· «καί ἀνήγγειλεν αὐτῇ πᾶσαν τήν καρδίαν αὐτοῦ» (Κρ 6,17). Ἡ ἰσχύς, ἡ δύναμη τῆς Ὀρθοδοξίας ἦταν πάντα μαζί μέ τό δόγμα καί ἡ ἀσκητική τοῦ Σταυροῦ. Ἄν ὅλες οἱ ὁμολογίες εἶναι ἰσότιμες γιά τήν ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας, τότε ποιά ἀναγκαιότητα νά μείνει κανείς σταθερός στήν πίστη ἐκείνη πού ἡ ἐμπειρική πρακτική της τόν διαφοροποιεῖ ἀπό τόν ὑπόλοιπο κόσμο; Γιά ποιό λόγο νά θεωρεῖται «μισούμενος» ἤ δακτυλοδεικτούμενος γιά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ; «Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μόνῃ τῇ χριστιανικῇ τροφῇ χρῆσθε, ἀλλοτρίας δέ βοτάνης ἀπέχεσθε, ἥτις ἐστίν αἵρεσις», γράφει πάλι ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος πρός τούς Τραλλιανούς. Ὁ λόγος του πρός τόν μαθητή του Πολύκαρπο φθάνει ἐπιτακτικός στά ἀφτιά μας: «στῆθι ἑδραῖος, πλέον σπουδαῖος γίνου, οὗ εἶ...». Τότε θά προλάβουμε «τούς καιρούς» χωρίς νά ξαφνιαστοῦμε, ἄν σπουδάζουμε νά βρεθοῦμε «κατηρτισμένοι ἐν ἀκινήτῳ πίστει» (Ἰγνάτιος, πρός Σμυρναίους Ἐπιστολή)· στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας.
Κύριλλος
Ἀπολύτρωσις 61 (2006) 311-312