Κατάμεστη ἡ ἐκκλησιά, μελιά ἀπ᾿ τίς ἀντιφεγγιές τοῦ πολυέλαιου, πού λάξευαν μέ σμίλες τοῦ φωτός τό τέμπλο της· ἐκεῖ στήν πύλη τοῦ ἱεροῦ μέ τό κεφάλι του γερμένο ταπεινά στή γῆ καί μέ τούς κόμπους τῶν δακρύων νά γλιστροῦν ἀπάνω στό συγκινημένο πρόσωπο στεκότανε ὁ ὑποψήφιος ἱερέας τοῦ Θεοῦ. Πιό πέρα οἱ γονεῖς του τόν κοιτοῦσαν μέ συγκίνηση. Ἄκουγαν τόν ἀρχιερέα, πού συμβούλευε σάν ἄλλος Παῦλος τό καινούργιο του παιδί: «Ἄφησες τήν ἐγκόσμια ἰατρική, γιά νά ἰατρεύεις τώρα τίς ψυχές...».
Ἕνα μουρμουρητό -ἔκπληξη μαζί καί θαυμασμός- σύρθηκε στό ἐκκλησίασμα στό μέρος πού στεκόμουνα:
- Τί λές! Εἶναι γιατρός;
- Ναί, δέν τό ἤξερες; Καί τί γιατρός μάλιστα! Μέ «ἄριστα» τελείωσε!
- Σώπα! Καί γίνεται παπάς! Κοίτα νά δεῖς!
- Δές τούς γονεῖς του, πῶς κοιτοῦν· τή μάνα του. Ἄλλοι δέ θά ᾿θελαν. Θά ἔλεγαν: «χαράμι τό παιδί»...
Σταμάτησα στά τελευταῖα σχόλια, καθρέφτης ἑνός κόσμου πού ὑποτιμᾶ τόν ἱερέα τοῦ Θεοῦ μέσα στήν ἀπνευμάτιστη ἱεράρχηση ἀξιῶν πού συνηθίσαμε.
Κοίταξα τίς τοιχογραφίες στήν ἀπέναντι γωνία τοῦ ναοῦ: «Ὁ ἅγιος ἱερομάρτυς Ἐλευθέριος μετά τῆς μητρός αὐτοῦ Ἀνθίας».
Ὁ ἱερέας τοῦ Θεοῦ, ὁ λειτουργός, μέ ἡμαγμένο στό μαρτύριο τό ἄμφιο-ρανίδες στάζουσες, γιά νά ποτίσουνε τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ... Σήκωνε ἡ Ἀνθία τά εὐλογημένα χέρια της, θαρρεῖς νά προσκομίσει τό παιδί της στό θυσιαστήριο...
Ὁ λειτουργός, τό ζωντανό μας πρόσφορο· τίμιος καρπός ἀπό τήν ἄμπελο τοῦ ἱεροῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, αὐτήν πού φύτεψε ἡ ματωμένη δεξιά τοῦ αἰώνιου Φυτουργοῦ· ἄμπελος εὐθυνοῦσα καί πολύκαρπος, πού στίς παραφυάδες της βλαστήσανε Πολύκαρποι καί Ἐλευθέριοι· πού στά κλαδιά της ἀναθάλησαν Βασίλειοι καί Γρηγόριοι καί Χρυσόστομοι, μέ τετριμμένο τό ἀρχιερατικό τους ἄμφιο στήν ἅγια ἔνδεια τῆς κλήσης τους, μέ τήν ἐγκόσμια σοφία ξοδεμένη γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ καί τό κορμί κακουχημένο στόν ἀγώνα νά ὀρθοτομήσουνε τό λόγο τῆς ἀλήθειας Του· βλαστοί μιᾶς Νόννας, μιᾶς Ἀνθούσας, μιᾶς Ἐμμέλειας...
Ὁ λειτουργός μας, ἀκροθίνιο· δικό μας βλάστημα, θυσία ἀπαρχῆς πού ξεδιαλέγουμε ἀπ᾿ τούς καρπούς πού μᾶς ἐχάρισε ὁ Θεός, ἀπ᾿ τά παιδιά πού μεγαλώνουμε στά χέρια μας.
Θυμήθηκα τά πρῶτα ἀδέλφια αὐτῆς τῆς γῆς, τόν Κάιν καί τόν Ἄβελ, πού ζυγίστηκαν αἰώνια στά δῶρα τῆς θυσίας τους, ἔτσι ὅπως ζυγιζόμαστε καί μεῖς, σάν προσκομίζουμε στό βῆμα Του τόν ἱερέα τοῦ Θεοῦ...
Σφετεριζόμαστε μέσα στή ματαιόδοξη μωρία μας ὅ,τι ἐκλεκτό κι ἀνθρώπινα πολύτιμο. Εἴπαμε τήν ἱεροσύνη «εὔκολη βολή», χαρίσαμε συχνά τά περισσεύματα τοῦ Κάιν στό θυσιαστήριο, κάποτε γιά νά εἰσπράξουμε τό ὀδυνώμενο παράπονο τοῦ Ἐσταυρωμένου μας Θεοῦ: «Ποιμένες πολλοί ἐμόλυναν τόν ἀμπελῶνα μου», ψυχές πού σκανδαλίζονται, ἀδύναμες ψυχές ἐφήβων καί παιδιῶν, λελυτρωμένες μέ τό αἷμα μου...
Καί μεῖς κάνουμε τοῦτο τό παράπονο ἐπιπόλαια βολή στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ξεχνώντας πώς ὁ λειτουργός εἶναι κομμάτι ἀπ᾿ τό δικό μας φύραμα, εἶναι ἡ λειτουργιά πού ἐμεῖς ἀφήνουμε πάνω στήν Ἅγια Τράπεζα.
Γινόταν τό Μυστήριο· γονατιστή ἡ Ἐκκλησία ἱκέτευε τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ μέσα στά «Κύριε ἐλέησον»...
Γονατισμένη προσευχόμουν στόν Παράκλητο, πού ἐνέδυε τά ἄμφια στόν νέο ἱερουργό: νά μᾶς χαρίσει ἕνα δάκρυ, νερό γιά νά ποτίσουμε τή μυστική Του ἄμπελο· δάκρυ ἀγάπης καί μετάνοιας, ζέση γιά νά ζυμώσουμε τό ζωντανό μας πρόσφορο, τόν ἱερέα τοῦ Θεοῦ, μέ πόθο, μέ λαχτάρα, μέ ἐπίγνωση... Νά μᾶς χαρίσει Νόννες καί Ἀνθίες καί Ἐμμέλειες, ψυχές ἐνδεδυμένες τ᾿ ἄμφια τῆς καρδιακῆς λατρείας τους, ἐγκολπωμένες τό μυστήριο τῆς γενικῆς ἱεροσύνης πού ὅλοι μοιραζόμαστε, μέτοχοι στόν Ἀρχιερέα μας Χριστό, γιά νά «χειροτονήσουμε» στά πατρικά καί μητρικά μας γόνατα, στά γόνατα μιᾶς ζώσας προσευχῆς γιά τή Μητέρα - Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, κάποιους μελλούμενους Βασίλειους καί Χρυσόστομους καί Ἐλευθέριους· τούς λειτουργούς πού θά ὁδοιποροῦνε μυστικά συνέκδημοι στά χνάρια μιᾶς καινούργιας Κουκουσοῦ, σέ περιπέτειες ἀγάπης καί ταπείνωσης· δῶρο γιά τίς ψυχές πού περιμένουνε...
Γιατί πίσω ἀπ᾿ τά σκάνδαλα, τίς ἐπιπόλαιες βολές, τά σχόλια, εἶναι ἕνας κόσμος πού μετράει τίς πληγές μέσα στα πολυτελῆ του ἐνδιαιτήματα: Παιδιά πού ξεστρατίσανε, ψυχές πού φθάνουν τσακισμένες στά ἐξομολογητήρια... Μετράει τίς πληγές του περιμένοντας τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ν᾿ ἁπλώσει χέρι ἰαματικό στή χρεία του τόν ἱερέα της· τόν ἱερέα της, γιά νά σφουγγίσει μέ τό ράσο του τά δάκρυα· τόν ἱερέα της, γιά νά προσφέρει λόγο στηριγμοῦ καί παρακλήσεως· τόν ἱερέα της γιά νά σαρκώσει ἐλεήμονα τήν ἔγνοια τοῦ Θεοῦ μας γιά τόν κόσμο Του, γιά νά ταπεινωθεῖ, νά ἀφανίσει τό «ἐγώ» πίσω ἀπ᾿ τό ράσο του, γιά νά σηκώσει στούς γερμένους ὤμους του τό ποίμνιο-σταυρό, κρυμμένος ἀχθοφόρος τῆς ὀδύνης μας...
Εἶναι οἱ λειτουργοί πού χρειαζόμαστε· ἐκεῖνοι πού παραπονιόμαστε πώς λιγοστέψανε κι ἐκεῖνοι πού ὀφείλουμε νά πολλαπλασιάσουμε στόν κόσμο μας. Ὅλοι ἐμεῖς πού ἀγαπήσαμε τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πού τό Μυστήριό της μᾶς ἀνάστησε, ἄς νιώσουμε τό χρέος μας· νά προσκομίσουμε ὅ,τι πιό ἐκλεκτό, τούς πιό πανάκριβους βλαστούς μας γιά νά ἐνδυθοῦν τά ἄμφια· θυσία ζῶσα, ἐκλεκτή, εὐωδιάζουσα ἀγάπη κι ἀφοσίωση, θυσία Ἄβελ στόν Θεό...
Ἕνα μουρμουρητό -ἔκπληξη μαζί καί θαυμασμός- σύρθηκε στό ἐκκλησίασμα στό μέρος πού στεκόμουνα:
- Τί λές! Εἶναι γιατρός;
- Ναί, δέν τό ἤξερες; Καί τί γιατρός μάλιστα! Μέ «ἄριστα» τελείωσε!
- Σώπα! Καί γίνεται παπάς! Κοίτα νά δεῖς!
- Δές τούς γονεῖς του, πῶς κοιτοῦν· τή μάνα του. Ἄλλοι δέ θά ᾿θελαν. Θά ἔλεγαν: «χαράμι τό παιδί»...
Σταμάτησα στά τελευταῖα σχόλια, καθρέφτης ἑνός κόσμου πού ὑποτιμᾶ τόν ἱερέα τοῦ Θεοῦ μέσα στήν ἀπνευμάτιστη ἱεράρχηση ἀξιῶν πού συνηθίσαμε.
Κοίταξα τίς τοιχογραφίες στήν ἀπέναντι γωνία τοῦ ναοῦ: «Ὁ ἅγιος ἱερομάρτυς Ἐλευθέριος μετά τῆς μητρός αὐτοῦ Ἀνθίας».
Ὁ ἱερέας τοῦ Θεοῦ, ὁ λειτουργός, μέ ἡμαγμένο στό μαρτύριο τό ἄμφιο-ρανίδες στάζουσες, γιά νά ποτίσουνε τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ... Σήκωνε ἡ Ἀνθία τά εὐλογημένα χέρια της, θαρρεῖς νά προσκομίσει τό παιδί της στό θυσιαστήριο...
Ὁ λειτουργός, τό ζωντανό μας πρόσφορο· τίμιος καρπός ἀπό τήν ἄμπελο τοῦ ἱεροῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, αὐτήν πού φύτεψε ἡ ματωμένη δεξιά τοῦ αἰώνιου Φυτουργοῦ· ἄμπελος εὐθυνοῦσα καί πολύκαρπος, πού στίς παραφυάδες της βλαστήσανε Πολύκαρποι καί Ἐλευθέριοι· πού στά κλαδιά της ἀναθάλησαν Βασίλειοι καί Γρηγόριοι καί Χρυσόστομοι, μέ τετριμμένο τό ἀρχιερατικό τους ἄμφιο στήν ἅγια ἔνδεια τῆς κλήσης τους, μέ τήν ἐγκόσμια σοφία ξοδεμένη γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ καί τό κορμί κακουχημένο στόν ἀγώνα νά ὀρθοτομήσουνε τό λόγο τῆς ἀλήθειας Του· βλαστοί μιᾶς Νόννας, μιᾶς Ἀνθούσας, μιᾶς Ἐμμέλειας...
Ὁ λειτουργός μας, ἀκροθίνιο· δικό μας βλάστημα, θυσία ἀπαρχῆς πού ξεδιαλέγουμε ἀπ᾿ τούς καρπούς πού μᾶς ἐχάρισε ὁ Θεός, ἀπ᾿ τά παιδιά πού μεγαλώνουμε στά χέρια μας.
Θυμήθηκα τά πρῶτα ἀδέλφια αὐτῆς τῆς γῆς, τόν Κάιν καί τόν Ἄβελ, πού ζυγίστηκαν αἰώνια στά δῶρα τῆς θυσίας τους, ἔτσι ὅπως ζυγιζόμαστε καί μεῖς, σάν προσκομίζουμε στό βῆμα Του τόν ἱερέα τοῦ Θεοῦ...
Σφετεριζόμαστε μέσα στή ματαιόδοξη μωρία μας ὅ,τι ἐκλεκτό κι ἀνθρώπινα πολύτιμο. Εἴπαμε τήν ἱεροσύνη «εὔκολη βολή», χαρίσαμε συχνά τά περισσεύματα τοῦ Κάιν στό θυσιαστήριο, κάποτε γιά νά εἰσπράξουμε τό ὀδυνώμενο παράπονο τοῦ Ἐσταυρωμένου μας Θεοῦ: «Ποιμένες πολλοί ἐμόλυναν τόν ἀμπελῶνα μου», ψυχές πού σκανδαλίζονται, ἀδύναμες ψυχές ἐφήβων καί παιδιῶν, λελυτρωμένες μέ τό αἷμα μου...
Καί μεῖς κάνουμε τοῦτο τό παράπονο ἐπιπόλαια βολή στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ξεχνώντας πώς ὁ λειτουργός εἶναι κομμάτι ἀπ᾿ τό δικό μας φύραμα, εἶναι ἡ λειτουργιά πού ἐμεῖς ἀφήνουμε πάνω στήν Ἅγια Τράπεζα.
Γινόταν τό Μυστήριο· γονατιστή ἡ Ἐκκλησία ἱκέτευε τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ μέσα στά «Κύριε ἐλέησον»...
Γονατισμένη προσευχόμουν στόν Παράκλητο, πού ἐνέδυε τά ἄμφια στόν νέο ἱερουργό: νά μᾶς χαρίσει ἕνα δάκρυ, νερό γιά νά ποτίσουμε τή μυστική Του ἄμπελο· δάκρυ ἀγάπης καί μετάνοιας, ζέση γιά νά ζυμώσουμε τό ζωντανό μας πρόσφορο, τόν ἱερέα τοῦ Θεοῦ, μέ πόθο, μέ λαχτάρα, μέ ἐπίγνωση... Νά μᾶς χαρίσει Νόννες καί Ἀνθίες καί Ἐμμέλειες, ψυχές ἐνδεδυμένες τ᾿ ἄμφια τῆς καρδιακῆς λατρείας τους, ἐγκολπωμένες τό μυστήριο τῆς γενικῆς ἱεροσύνης πού ὅλοι μοιραζόμαστε, μέτοχοι στόν Ἀρχιερέα μας Χριστό, γιά νά «χειροτονήσουμε» στά πατρικά καί μητρικά μας γόνατα, στά γόνατα μιᾶς ζώσας προσευχῆς γιά τή Μητέρα - Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, κάποιους μελλούμενους Βασίλειους καί Χρυσόστομους καί Ἐλευθέριους· τούς λειτουργούς πού θά ὁδοιποροῦνε μυστικά συνέκδημοι στά χνάρια μιᾶς καινούργιας Κουκουσοῦ, σέ περιπέτειες ἀγάπης καί ταπείνωσης· δῶρο γιά τίς ψυχές πού περιμένουνε...
Γιατί πίσω ἀπ᾿ τά σκάνδαλα, τίς ἐπιπόλαιες βολές, τά σχόλια, εἶναι ἕνας κόσμος πού μετράει τίς πληγές μέσα στα πολυτελῆ του ἐνδιαιτήματα: Παιδιά πού ξεστρατίσανε, ψυχές πού φθάνουν τσακισμένες στά ἐξομολογητήρια... Μετράει τίς πληγές του περιμένοντας τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ν᾿ ἁπλώσει χέρι ἰαματικό στή χρεία του τόν ἱερέα της· τόν ἱερέα της, γιά νά σφουγγίσει μέ τό ράσο του τά δάκρυα· τόν ἱερέα της, γιά νά προσφέρει λόγο στηριγμοῦ καί παρακλήσεως· τόν ἱερέα της γιά νά σαρκώσει ἐλεήμονα τήν ἔγνοια τοῦ Θεοῦ μας γιά τόν κόσμο Του, γιά νά ταπεινωθεῖ, νά ἀφανίσει τό «ἐγώ» πίσω ἀπ᾿ τό ράσο του, γιά νά σηκώσει στούς γερμένους ὤμους του τό ποίμνιο-σταυρό, κρυμμένος ἀχθοφόρος τῆς ὀδύνης μας...
Εἶναι οἱ λειτουργοί πού χρειαζόμαστε· ἐκεῖνοι πού παραπονιόμαστε πώς λιγοστέψανε κι ἐκεῖνοι πού ὀφείλουμε νά πολλαπλασιάσουμε στόν κόσμο μας. Ὅλοι ἐμεῖς πού ἀγαπήσαμε τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πού τό Μυστήριό της μᾶς ἀνάστησε, ἄς νιώσουμε τό χρέος μας· νά προσκομίσουμε ὅ,τι πιό ἐκλεκτό, τούς πιό πανάκριβους βλαστούς μας γιά νά ἐνδυθοῦν τά ἄμφια· θυσία ζῶσα, ἐκλεκτή, εὐωδιάζουσα ἀγάπη κι ἀφοσίωση, θυσία Ἄβελ στόν Θεό...
Ζηναΐδα