Ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου εἶναι, ὅπως τονίζει σαφέστατα ἡ ἁγία Γραφή, τό θεμέλιο τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Ἄν ὁ Ἰησοῦς ἀπό τήν Ναζαρέτ ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς, τότε εἶναι ὄντως ὁ ἀληθινός Θεός καί ἡ ἀπαρχή τῆς δικῆς μας ἀνάστασης. Ἄν ὅμως ἡ ἀνάστασή του εἶναι μῦθος καί θρῦλος, τότε ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος εὐθέως, χωρίς περιστροφές, ἡ πίστη μας εἶναι μάταιη, δέν ἔχει ἀντίκρυσμα, εἶναι ἕνα ἐλεεινό ψεῦδος (βλ. Α΄ Κο 15,17-19). Διότι αὐτό εἶναι τό κήρυγμα καί ἡ ἐπαγγελία της: Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἐγγυᾶται καί τήν ἀνάσταση ὅσων ἐλπίζουν καί πιστεύουν σ’ Αὐτόν (βλ. Α΄ Κο 15,20). Δέν πιστεύουμε στόν Χριστό ἐπειδή θέλουμε νά γίνουμε καλύτεροι, νά βελτιώσουμε τήν ἠθική ποιότητα τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτή εἶναι πρωταρχική ἐπιδίωξη καί στόχος ὅλων τῶν ἄλλων φιλοσοφικῶν καί θρησκευτικῶν συστημάτων. Οἱ χριστιανοί πιστεύουμε στόν Χριστό πρό πάντων ἐπειδή ἡ ἀνάστασή του μᾶς βεβαιώνει γιά τήν θεότητά του καί μᾶς λυτρώνει ἀπό τόν πιό φοβερό καί ἀξεπέραστο ἐχθρό μας: τόν θάνατο (βλ. Α΄ Κο 15,25). Γι’ αὐτό ἀκριβῶς βαπτιζόμαστε στό ὄνομά του: «ὑπὲρ τῶν νεκρῶν» (Α΄ Κο 15,29), ἐπειδή δηλαδή θά ἀναστήσει τούς νεκρούς. Κάτι τέτοιο δέν ἔχει ἄλλο ἀντίστοιχό του. Εἶναι ὅ,τι μεγαλύτερο μπορεῖ νά ἐλπίσει καί νά ποθήσει ὁ ἄνθρωπος. Ἡ πιό ζωτική ἀπαίτηση τῆς ὕπαρξής μας.
Εἶναι ὅμως ἀλήθεια; Εἶναι ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἱστορικό γεγονός, ὅπως κήρυξαν οἱ μαθητές του καί ὅπως κηρύττει ἡ Ἐκκλησία του συνεχῶς ἐδῶ καί 2.000 χρόνια; Εἶναι. Ἀναμφίβολα. Εἶναι τόσο ἱστορικό γεγονός, ὅσο εἶναι ἐπί παραδείγματι ὁ Πελοποννησιακός πόλεμος ἤ ἡ νικηφόρα ἐκστρατεία τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου στήν Ἀσία. Ὅσο μπορεῖ κανείς νά ἀμφισβητήσει τήν ἱστορικότητα αὐτῶν τῶν δύο γεγονότων, τόσο μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει καί τήν ἱστορικότητα τῆς ἀναστάσεως. Ἤ ἀκριβέστερα: Ἀκόμη καί ἄν ὑπῆρχε περίπτωση νά ἀμφισβητηθεῖ ἡ ἀλήθεια τῶν δύο αὐτῶν, δέν θά μποροῦσε νά ἰσχύσει τό ἴδιο καί γιά τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Βέβαια, οἱ διά μέσου τῶν αἰώνων ἀρνητές τῆς ἀναστάσεως θεωροῦν αὐτή τήν θέση αὐτόχρημα πλάνη καί σκοταδισμό, ὡστόσο ἡ νηφάλια καί ἀπροκατάληπτη κρίση καί ἐξέταση τῶν δεδομένων δείχνει πρός τήν ἀντίθετη ἀκριβῶς κατεύθυνση.
Στήν πραγματικότητα, οἱ πολλές καί ποικίλες ἐνστάσεις ὅσων ἀπορρίπτουν τήν ἀνάσταση ὡς ἱστορικό γεγονός συνοψίζονται στίς ἑξῆς δύο:
Ἡ πρώτη ἀφορᾶ στήν σχέση τῆς ἀνάστασης μέ τήν λογική. Οἱ ἀρνητές ὑποστηρίζουν συνήθως ὅτι ἡ ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ συγκρούεται ἐξ ὁρισμοῦ μαζί της, ὅτι εἶναι ἕνας κοινός ἀκραῖος παραλογισμός. Οἱ νεκροί δέν ἐπανέρχονται στήν ζωή, ὑποστηρίζουν, εἶναι χίμαιρα μία τέτοια προσδοκία. Εἶναι μάλιστα ἐνδιαφέρον ὅτι τήν ἔνσταση αὐτή ἀντιμετωπίζει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος στό 15ο κεφ. τῆς Α΄ πρός Κορινθίους Ἐπιστολῆς του, ὅπου πραγματεύεται αὐτό ἀκριβῶς τό θέμα: Εἶναι δυνατόν νά ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί; Ἡ ξεκάθαρη καταφατική ἀπάντηση πού δίνει ὁ ἀπόστολος στό συγκεκριμένο ἐρώτημα ἔχει ὄχι μόνο θεολογικά ἀλλά καί φυσικά ἐρείσματα: Ὅταν ὁ σπόρος πέφτει στήν γῆ, δέν βλαστάνει πρίν νά σαπίσει (βλ. Α΄ Κο 15,36)· δέν ἀποτελεῖ αὐτό τό γεγονός σαφῆ ἐμπειρία ἀναστάσεως; Θά μπορούσαμε ἐπίσης, ἰδίως ἐμεῖς σήμερα, νά ἐπισημάνουμε ὅτι ἀφορισμοί τοῦ τύπου «εἶναι παράλογο καί συνεπῶς ἀδύνατο» ἔχουν ξεπεραστεῖ πρό πολλοῦ. Πόσο λογική ἐπί παραδείγματι θά φαινόταν σ’ ἕναν ἐπιστήμονα τοῦ 1910 ἡ θεωρία τῆς «μεγάλης ἔκρηξης» πού ὑποστηρίζει οὐσιαστικά ὅτι τά πάντα προῆλθαν ἀπό τό τί- ποτε; Κι ὅμως αὐτή ἀποτελεῖ τήν τελευταία λέξη τῆς σύγχρονης κοσμολογίας.
Ἡ δεύτερη ἔνσταση ἀφορᾶ στά τεκμήρια. Ἄν ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, τονίζουν οἱ ἀρνητές της, εἶναι ἱστορικό γεγονός, τότε πρέπει νά μπορεῖ νά τεκμηριωθεῖ. Ἀλλά ἀκριβῶς τό σημεῖο αὐτό εἶναι καί τό πιό ἀδύναμο ὅλων τῶν ἐπιχειρημάτων τους. Ὑπάρχουν πολλές καί πολύ ἰσχυρές ἀποδείξεις ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀνέστη. Ἀποδείξεις βεβαίως ἱστορικές, ὄχι ἐμπειρικές ἤ μαθηματικές· ὅπως συμβαίνει καί μέ ὅλα τά ἀρχαῖα ἱστορικά γεγονότα. Ἐπί παραδείγματι ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν συνάφεια πού ἀναφέραμε παραπάνω (βλ. Α΄ Κο 15,5-8), ἀλλά καί οἱ τέσσερις εὐαγγελιστές μνημονεύουν ποικίλες ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ στούς μαθητές του. Τό γεγονός αὐτό τῶν ἐμφανίσεων τοῦ ἀναστάντος ἦταν τόσο συγκλονιστικά ἀληθινό, ὥστε οἱ μαθητές του νά γίνουν ἀπόστολοί του καί μάλιστα νά ἀγωνισθοῦν γιά τήν διάδοση τοῦ εὐαγγελίου μέχρι αἵματος καί μαρτυρίου. Τό ἐρώτημα πού προκύπτει ἐδῶ εἶναι ἁπλό: Θυσιάζει ποτέ κανείς τήν ζωή του γιά ἕνα ψέμα πού κατασκεύασε ὁ ἴδιος; Διότι ἄν ὁ Χριστός δέν ἀναστήθηκε, τότε τήν ἀπάτη γύρω ἀπό τήν ἀνάστασή του τήν ἔστησαν οἱ μαθητές του. Ἀλλά γιά ποιόν λόγο; Γιά νά κερδίσουν τί; Τόν θάνατο; Εἶναι μάλιστα σημαντικό νά ἀναφερθεῖ ἐδῶ ὅτι τό παράδειγμά τους μιμήθηκαν ἑκατομμύρια ἄνθρωποι στά πρῶτα τριακόσια χρόνια ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, οἱ χριστιανοί μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι φυσικά ἀποτελοῦν καί ἀδιάψευστα τεκμήρια τῆς βιοτῆς καί τῆς θυσίας τῶν διδασκάλων τους.
Θά μπορούσαμε αὐτό τό θέμα νά τό διαπραγματευθοῦμε σέ ἑκατοντάδες σελίδες μέ ἀκαταμάχητα ἐπιχειρήματα. Ἀλλά δέν χρειάζεται. Κάτι τέτοιο ἄλλωστε ἔχει γίνει ἤδη πολλές φορές. Ἄν ὅμως ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι γεγονός ἀναμφισβήτητο, θά ρωτήσει ἴσως κανείς, εὔλογα, πῶς τόσοι συνάνθρωποί μας τήν ἀπορρίπτουν ὡς μῦθο; Πῶς ἐξηγεῖται αὐτό; Ἡ ἀπάντηση σ’ αὐτόν τόν προβληματισμό εἶναι πολύπτυχη καί ἐκτεταμένη, ἀλλά ἐδῶ θά ἑστιάσουμε μόνο στό κέντρο της: Ὅσοι ἀρνοῦνται τήν ἱστορικότητα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ συνειδητά εἶναι ἐκεῖνοι πού δέν θέλουν νά ἀποδεχθοῦν τό ὑπέροχο μέν, ἀλλά καί πικρό γιά τήν κακία μας μήνυμά της. Ὅτι δηλαδή ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία καταργεῖ τόν θάνατο καί ἐγκαινιάζει μία καινούργια ζωή, πανευφρόσυνη καί ἀτελεύτητη, προσφέρεται ὡς δῶρο σ’ ὅσους ἀποκλειστικά τήν θέλουν· δέν ἐπιβάλλεται, δέν ἐκβιάζει ὁ Θεός τήν σωτηρία μας. Ὅποιος ὅμως ἐπιθυμεῖ ἀληθινά νά συναναστηθεῖ μέ τόν Χριστό ἀπορρίπτει τήν ζωή τῆς ἁμαρτίας καί ἀγωνίζεται πλέον νά ζήσει τήν ζωή τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ, τήν ζωή τῆς ἁγνότητας (βλ. Α΄ Ἰω 3,3). Εἰδάλλως παραμένει στό σκοτάδι του. Ἀλλά φυσικά -καί ἐδῶ ἔγκειται τό πρόβλημα- ὁ σάπιος καί διεφθαρ- μένος κόσμος δέν εἶναι διατεθειμένος νά ἀποδεχθεῖ μία τέτοια προϋπόθεση. Προτιμᾶ λοιπόν νά στρουθοκαμηλίζει καί νά ἀρνεῖται τό προφανές.
Εὐ. Ἀ. Δάκας
Δρ Θεολογίας - Φιλόλογος