Ἡ Ἑλένη κρεμόταν ἀπ’ τό λαιμό τοῦ μπαμπᾶ της τόσο σφιχτά, πού λές πώς κι ἄν ἀκόμη δέν τήν κρατοῦσε ὁ ἴδιος δέν θά ἔπεφτε κάτω. Ἔκλαιγε δυνατά καί ἐπίμονα δείχνοντας ἔτσι τήν ἄρνησή της νά μπεῖ στήν αἴθουσα τοῦ νηπιαγωγείου.
Εἶχε ξεκινήσει νά τή φέρνει στό σχολεῖο ἡ μητέρα, ἀλλά τήν τρίτη μέρα σταμάτησε λέγοντας: «Μοῦ σχίζεται ἡ καρδιά· δέν ἀντέχω νά βλέπω τό παιδί μου ἔτσι. Μοῦ φαίνεται πώς τό διώχνω ἀπό τό σπίτι. Ὅλη τήν ἡμέρα ἔχω ἐνοχές. Ἀλλά νά, πρέπει νά δουλεύω· αὐτό εἶναι».
Τήν προηγούμενη μέρα μοῦ ἔλεγε μέ πόνο: «Εἶναι ἡ πρώτη φορά πού ἡ Ἑλένη φεύγει ἀπό τό σπίτι. Ὅλη τήν ἡμέρα στό γραφεῖο ἔχω ἀγωνία. Τί κάνει ἄραγε ἡ Ἑλένη; Ἡ συνάδελφος μοῦ λέει νά ἀφήσω τό παιδί ἀπό τή σκέψη μου γιά νά ἀνεξαρτητοποιηθεῖ. Γι’ αὐτό θά τή φέρνει τώρα ὁ πατέρας της. Μοῦ εἶναι ὅμως πολύ ὀδυνηρό».
Φαινόταν καθαρά πώς τό πρόβλημα ἦταν ἡ συναισθηματική φόρτιση τῆς μητέρας πού ἀντανακλοῦσε στό παιδί.
Ἡ οἰκογένεια τῆς Ἑλένης, μέ τήν κλειστή μορφή πού ἀποκτάει ἡ δομή της στίς μέρες μας, ἔδινε στή μετάβαση τοῦ παιδιοῦ ἀπό τό σπίτι στό σχολεῖο τό νόημα τῆς ἀποκοπῆς παρά τῆς φυσιολογικῆς ἔνταξης.
Ἡ μητέρα δέν ἐμπιστευόταν τό παιδί κι αὐτό ἐκδήλωνε τήν ἀνασφάλειά του μέ κλάμα, ἀπόσυρση, ἔντονη διεκδίκηση. Χρειαζόταν νά δημιουργηθεῖ μιά σχέση ἐμπιστοσύνης, κατανόησης καί ἀποδοχῆς τῶν ἀναγκῶν μέσα στό τρίπτυχο παιδί - μητέρα - νηπιαγωγός.
Μέ τή μητέρα συμφωνήσαμε νά ἔρχεται μαζί μέ τήν Ἑλένη στήν τάξη γιά λίγη ὥρα. Νά εἶναι πότε ἕνας παρατηρητής καί πότε νά συμμετέχει κι αὐτή σέ κάποια δραστηριότητα.
Ἡ μητέρα ἡσύχαζε καθώς ἔβλεπε τήν Ἑλένη νά κινεῖται ἀνεξάρτητα στό χῶρο ἀλλά καί ἡ Ἑλένη αἰσθανόταν στήν παρουσία τῆς μαμᾶς ἀσφάλεια καί σιγουριά. Ὥσπου, ἡ ἴδια ἡ μικρή εἶπε μετά ἀπό τέσσερις ἡμέρες: «Μαμά, πήγαινε στή δουλειά τώρα. Ὅταν σχολάσουμε θά σοῦ δείξω τό δῶρο πού θά σοῦ ἑτοιμάσω».
Πήραμε ἀπόφαση κάθε μέρα νά πηγαίνει στό σπίτι ἕνα δῶρο πού θά τό φτιάχνει στό σχολεῖο γιά τή μαμά. Ἀπό κεῖ καί πέρα ἡ Ἑλένη συνέχισε θαυμάσια χωρίς σχεδόν καθόλου προβλήματα.
Χρειάζεται, λοιπόν, ἡ βοήθεια καί ἀπό τίς δύο: τή μητέρα καί τή νηπιαγωγό.
Μιά μητέρα μέ προσωπικές ἀνασφάλειες ἔχει πολύ μεγαλύτερο ἄγχος κατά τή διαδικασία τοῦ ἀποχωρισμοῦ. Τό παιδί πρέπει νά αἰσθάνεται τόσο ἀπό τή μητέρα ὅσο καί ἀπό τή δασκάλα του ὅτι τό ἀγαποῦν καί τό ἀποδέχονται. Ἡ νηπιαγωγός ὄχι μόνο ἐπιβλέπει, στηρίζει καί προστατεύει, ἀλλά κυρίως δίνει καί παίρνει ἀγάπη, ἐνθαρρύνει καί καλλιεργεῖ τήν ἐπικοινωνία μέ τό παιδί.
Ἡ θλίψη εἶναι φυσιολογική καί ἀναμενόμενη σέ μιά τέτοια μετάβαση. Ἄς ἐνεργοῦμε ὅμως, μητέρα καί παιδαγωγός, ὑποστηρικτικά καί μέ ἐμπιστοσύνη, ὥστε τό παιδί νά ἔχει πιό εὐέλικτες ἀντιδράσεις.
Εἶχε ξεκινήσει νά τή φέρνει στό σχολεῖο ἡ μητέρα, ἀλλά τήν τρίτη μέρα σταμάτησε λέγοντας: «Μοῦ σχίζεται ἡ καρδιά· δέν ἀντέχω νά βλέπω τό παιδί μου ἔτσι. Μοῦ φαίνεται πώς τό διώχνω ἀπό τό σπίτι. Ὅλη τήν ἡμέρα ἔχω ἐνοχές. Ἀλλά νά, πρέπει νά δουλεύω· αὐτό εἶναι».
Τήν προηγούμενη μέρα μοῦ ἔλεγε μέ πόνο: «Εἶναι ἡ πρώτη φορά πού ἡ Ἑλένη φεύγει ἀπό τό σπίτι. Ὅλη τήν ἡμέρα στό γραφεῖο ἔχω ἀγωνία. Τί κάνει ἄραγε ἡ Ἑλένη; Ἡ συνάδελφος μοῦ λέει νά ἀφήσω τό παιδί ἀπό τή σκέψη μου γιά νά ἀνεξαρτητοποιηθεῖ. Γι’ αὐτό θά τή φέρνει τώρα ὁ πατέρας της. Μοῦ εἶναι ὅμως πολύ ὀδυνηρό».
Φαινόταν καθαρά πώς τό πρόβλημα ἦταν ἡ συναισθηματική φόρτιση τῆς μητέρας πού ἀντανακλοῦσε στό παιδί.
Ἡ οἰκογένεια τῆς Ἑλένης, μέ τήν κλειστή μορφή πού ἀποκτάει ἡ δομή της στίς μέρες μας, ἔδινε στή μετάβαση τοῦ παιδιοῦ ἀπό τό σπίτι στό σχολεῖο τό νόημα τῆς ἀποκοπῆς παρά τῆς φυσιολογικῆς ἔνταξης.
Ἡ μητέρα δέν ἐμπιστευόταν τό παιδί κι αὐτό ἐκδήλωνε τήν ἀνασφάλειά του μέ κλάμα, ἀπόσυρση, ἔντονη διεκδίκηση. Χρειαζόταν νά δημιουργηθεῖ μιά σχέση ἐμπιστοσύνης, κατανόησης καί ἀποδοχῆς τῶν ἀναγκῶν μέσα στό τρίπτυχο παιδί - μητέρα - νηπιαγωγός.
Μέ τή μητέρα συμφωνήσαμε νά ἔρχεται μαζί μέ τήν Ἑλένη στήν τάξη γιά λίγη ὥρα. Νά εἶναι πότε ἕνας παρατηρητής καί πότε νά συμμετέχει κι αὐτή σέ κάποια δραστηριότητα.
Ἡ μητέρα ἡσύχαζε καθώς ἔβλεπε τήν Ἑλένη νά κινεῖται ἀνεξάρτητα στό χῶρο ἀλλά καί ἡ Ἑλένη αἰσθανόταν στήν παρουσία τῆς μαμᾶς ἀσφάλεια καί σιγουριά. Ὥσπου, ἡ ἴδια ἡ μικρή εἶπε μετά ἀπό τέσσερις ἡμέρες: «Μαμά, πήγαινε στή δουλειά τώρα. Ὅταν σχολάσουμε θά σοῦ δείξω τό δῶρο πού θά σοῦ ἑτοιμάσω».
Πήραμε ἀπόφαση κάθε μέρα νά πηγαίνει στό σπίτι ἕνα δῶρο πού θά τό φτιάχνει στό σχολεῖο γιά τή μαμά. Ἀπό κεῖ καί πέρα ἡ Ἑλένη συνέχισε θαυμάσια χωρίς σχεδόν καθόλου προβλήματα.
Χρειάζεται, λοιπόν, ἡ βοήθεια καί ἀπό τίς δύο: τή μητέρα καί τή νηπιαγωγό.
Μιά μητέρα μέ προσωπικές ἀνασφάλειες ἔχει πολύ μεγαλύτερο ἄγχος κατά τή διαδικασία τοῦ ἀποχωρισμοῦ. Τό παιδί πρέπει νά αἰσθάνεται τόσο ἀπό τή μητέρα ὅσο καί ἀπό τή δασκάλα του ὅτι τό ἀγαποῦν καί τό ἀποδέχονται. Ἡ νηπιαγωγός ὄχι μόνο ἐπιβλέπει, στηρίζει καί προστατεύει, ἀλλά κυρίως δίνει καί παίρνει ἀγάπη, ἐνθαρρύνει καί καλλιεργεῖ τήν ἐπικοινωνία μέ τό παιδί.
Ἡ θλίψη εἶναι φυσιολογική καί ἀναμενόμενη σέ μιά τέτοια μετάβαση. Ἄς ἐνεργοῦμε ὅμως, μητέρα καί παιδαγωγός, ὑποστηρικτικά καί μέ ἐμπιστοσύνη, ὥστε τό παιδί νά ἔχει πιό εὐέλικτες ἀντιδράσεις.
Φ. Γεωργιάδου
Νηπιαγωγός
Νηπιαγωγός