Ἄν οἱ Ἕλληνες ἦταν ἕνα ἔθνος μέ βραχύβια ἱστορία καί φτωχές ἐπιτεύξεις στόν πολιτισμό, θά εἶχαν τό δικαίωμα τῶν εὔκολων λύσεων στήν ὁμιλία καί στή γραφή. Θά μποροῦσαν π.χ. νά ἐνσωματώνουν ἀδιακρίτως τίς ξένες λέξεις ἤ καί νά καθιερώσουν τή λατινική γραφή λύνοντας ἔτσι τό πρόβλημα τῆς ὀρθογραφίας. Ὅμως ὁ ἄξιος κληρονόμος, ἀκόμη καί τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, αἰσθάνεται ὑπεύθυνος ἀπέναντι στήν οἰκογενειακή του παράδοση. Κατά μείζονα λόγο ὁ κληρονόμος τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν ὀφείλει νά ἀναλαμβάνει τίς εὐθύνες του ἔναντι τῆς ἱστορίας του. Γιά τήν πρώτη περίπτωση, τήν κατά τό δυνατόν ἀποβολή τῶν ξένων λέξεων, μεταξύ ἄλλων ἔχουμε καί τό παράδειγμα τοῦ εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ. Ὁ ἱερός συγγραφέας στά κείμενά του (Εὐαγγέλιο καί Πράξεις τῶν Ἀποστόλων) εἶναι πολύ προσεκτικός, γι᾿ αὐτό ἀποφεύγει τίς δάνειες λατινικές λέξεις καί τίς ἀντικαθιστᾶ μέ τίς ἀντίστοιχες ἑλληνικές, π.χ. ἀντί κεντυρίων γράφει ἑκατόνταρχος, ἀντί κῆνσος φόρος, ἀντί μόδιος σκεῦος, ἀντί κοδράντης λεπτόν («εἶδε δέ τινα χήραν πενιχράν βάλλουσαν ἐκεῖ δύο λεπτά»), ἀντί τίτλος ἐπιγραφή κ.ἄ. Γιά τή δεύτερη περίπτωση, τήν εἰσαγωγή τῆς λατινικῆς γραφῆς, μποροῦμε νά παρατηρήσουμε: Ἦταν εὔκολο γιά τόν Κεμάλ Ἀτατούρκ νά ἀλλάξει τήν τουρκική γραφή· τό πολιτιστικό παρελθόν τῶν Τούρκων ἦταν ἀσήμαντο. Οἱ Ἑβραῖοι ὅμως, μετά τήν ἀνασύσταση τοῦ κράτους τοῦ Ἰσραήλ, ξαναγύρισαν στήν παλιά τους γλώσσα, γιατί ἔχουν ἕνα παρελθόν μεγάλου πολιτισμοῦ. Ἔνιωσαν ὅτι χωρίς αὐτή τήν ἀποφασιστική κίνηση ἡ ὕπαρξή τους ὡς ἔθνους θά ἔμενε ἀνάπηρη. Τό διο ἰσχύει καί γιά μᾶς πού ἐπωμιζόμαστε τήν εὐθύνη σαράντα περίπου αἰώνων. Ἡ γλώσσα μας εἶναι ἡ ψυχή μας καί τό βάρος αὐτό καί ἡ τιμή αὐτή εἶναι ἀνεπίτρεπτο νά εὐτελίζεται μέ προχειρότητες καί ἐπιπολαιότητες.
Οἱ λέξεις καί ὀπτικά καί φωτογραφικά, ἄν θέλετε, πρέπει νά ὑποδηλώνουν τήν καταγωγή τους, τό ἔτυμον, πού στηρίζει τόν νοηματικό πλοῦτο τους. Δέν ἐπιτρέπεται νά διαβρώνουμε τούς συσχετισμούς τῶν γλωσσικῶν οἰκογενειῶν, σπάνοντας τούς κύκλους τῶν ὁμοειδῶν νοημάτων. Ἀλλιῶς θά καταντήσουμε, διολισθαίνοντας συνεχῶς, σέ μιά κατάσταση ἀφασίας. Τό διο φυσικά ἰσχύει καί γιά τίς συντακτικές δομές. «Ὅσο πιό προηγμένος εἶναι ὁ πολιτισμός ἑνός ἔθνους, τόσο πιό πλούσιες σέ προϊστορία, καί συνεπῶς καί σέ οὐσία, εἶναι οἱ λέξεις τῆς γλώσσας», γράφει ὁ Κων. Τσάτσος.
Γιά τό λαό μας ἡ γλώσσα του ἀποτελεῖ τό χωνευτήρι ὅπου δοκιμάζεται ἡ ἀντοχή του, δύναμη μαζί καί ἀδυναμία του. Δύναμη, γιατί κληρονομήσαμε μιά γλώσσα πού τήν καλλιέργησαν μεγάλα πνεύματα μέ ἀριστουργηματικά κείμενα, ἀληθινά μνημεῖα τῆς παγκόσμιας φιλολογίας. Ἀδυναμία, γιατί σταθήκαμε ἀνάξιοι, ἰδίως μετά τήν ἀπελευθέρωση, νά τήν κατακτήσουμε συνθετικά καί δημιουργικά σ᾿ ὅλη της τή διάσταση. Στήν παιδεία μας ἐπικρατοῦσε καί ἐπικρατεῖ ἀκόμη μιά τάση διχαστική. Ἐνῶ ἡ γλώσσα μας παρά τίς διαφοροποιήσεις παραμένει μές στούς αἰῶνες μία, ὅπως ἕνας εἶναι καί ὁ λαός μας, παλιότερα τό βάρος τό εχαμε ρίξει σέ προγενέστερες τυπολογικά μορφές της. Σήμερα, ἀντίθετα, ἐπιμένουμε σέ μία νέα ἀποκλειστικά μορφή της, κατασκευασμένη δυστυχῶς κι αὐτή. Ξεχάστηκαν καί τό «μέτρον ἄριστον» καί τό «μηδέν ἄγαν».
Ἡ εὐθύνη βαραίνει κάποια «προοδευτικά» μυαλά πού κατορθώνουν νά ἐπιβάλλονται στήν πολιτεία καί τήν κοινωνία κάτω ἀπό ὁποιεσδήποτε συνθῆκες. Δέσμια τῶν ἰδεολογημάτων τους ἤ καί ἀφανῶν κομματικῶν σκοπιμοτήτων, δέν διστάζουν νά ἀρνοῦνται στή νεοελληνική τήν ἄμεση συνέχεια καί ἐξάρτηση ἀπό τήν ἀρχαία. Διακηρύττουν τήν ἀντεπιστημονική θεωρία ὅτι ὑπάρχουν δύο γλῶσσες, ἀμφισβητώντας ἔμμεσα τήν ἀκεραιότητα, τό ἀράγιστο τῆς ἐθνικῆς μας ταυτότητας. Πρόκειται γιά θλιβερούς οὐραγούς μιᾶς λαϊκίστικης νοοτροπίας, κι ἄς κατέχουν πολλοί ἀπ᾿ αὐτούς καθηγητικές ἕδρες παριστάνοντας τούς σπουδαίους ἑλληνιστές.
Ὡστόσο οἱ ξένοι, ἀπαλλαγμένοι ἀπό προκαταλήψεις, βλέπουν τά πράγματα καθαρότερα. Στό ἑπόμενο ἄρθρο θά ἐπαληθευτεῖ τοῦ λόγου τό ἀσφαλές.
Οἱ λέξεις καί ὀπτικά καί φωτογραφικά, ἄν θέλετε, πρέπει νά ὑποδηλώνουν τήν καταγωγή τους, τό ἔτυμον, πού στηρίζει τόν νοηματικό πλοῦτο τους. Δέν ἐπιτρέπεται νά διαβρώνουμε τούς συσχετισμούς τῶν γλωσσικῶν οἰκογενειῶν, σπάνοντας τούς κύκλους τῶν ὁμοειδῶν νοημάτων. Ἀλλιῶς θά καταντήσουμε, διολισθαίνοντας συνεχῶς, σέ μιά κατάσταση ἀφασίας. Τό διο φυσικά ἰσχύει καί γιά τίς συντακτικές δομές. «Ὅσο πιό προηγμένος εἶναι ὁ πολιτισμός ἑνός ἔθνους, τόσο πιό πλούσιες σέ προϊστορία, καί συνεπῶς καί σέ οὐσία, εἶναι οἱ λέξεις τῆς γλώσσας», γράφει ὁ Κων. Τσάτσος.
Γιά τό λαό μας ἡ γλώσσα του ἀποτελεῖ τό χωνευτήρι ὅπου δοκιμάζεται ἡ ἀντοχή του, δύναμη μαζί καί ἀδυναμία του. Δύναμη, γιατί κληρονομήσαμε μιά γλώσσα πού τήν καλλιέργησαν μεγάλα πνεύματα μέ ἀριστουργηματικά κείμενα, ἀληθινά μνημεῖα τῆς παγκόσμιας φιλολογίας. Ἀδυναμία, γιατί σταθήκαμε ἀνάξιοι, ἰδίως μετά τήν ἀπελευθέρωση, νά τήν κατακτήσουμε συνθετικά καί δημιουργικά σ᾿ ὅλη της τή διάσταση. Στήν παιδεία μας ἐπικρατοῦσε καί ἐπικρατεῖ ἀκόμη μιά τάση διχαστική. Ἐνῶ ἡ γλώσσα μας παρά τίς διαφοροποιήσεις παραμένει μές στούς αἰῶνες μία, ὅπως ἕνας εἶναι καί ὁ λαός μας, παλιότερα τό βάρος τό εχαμε ρίξει σέ προγενέστερες τυπολογικά μορφές της. Σήμερα, ἀντίθετα, ἐπιμένουμε σέ μία νέα ἀποκλειστικά μορφή της, κατασκευασμένη δυστυχῶς κι αὐτή. Ξεχάστηκαν καί τό «μέτρον ἄριστον» καί τό «μηδέν ἄγαν».
Ἡ εὐθύνη βαραίνει κάποια «προοδευτικά» μυαλά πού κατορθώνουν νά ἐπιβάλλονται στήν πολιτεία καί τήν κοινωνία κάτω ἀπό ὁποιεσδήποτε συνθῆκες. Δέσμια τῶν ἰδεολογημάτων τους ἤ καί ἀφανῶν κομματικῶν σκοπιμοτήτων, δέν διστάζουν νά ἀρνοῦνται στή νεοελληνική τήν ἄμεση συνέχεια καί ἐξάρτηση ἀπό τήν ἀρχαία. Διακηρύττουν τήν ἀντεπιστημονική θεωρία ὅτι ὑπάρχουν δύο γλῶσσες, ἀμφισβητώντας ἔμμεσα τήν ἀκεραιότητα, τό ἀράγιστο τῆς ἐθνικῆς μας ταυτότητας. Πρόκειται γιά θλιβερούς οὐραγούς μιᾶς λαϊκίστικης νοοτροπίας, κι ἄς κατέχουν πολλοί ἀπ᾿ αὐτούς καθηγητικές ἕδρες παριστάνοντας τούς σπουδαίους ἑλληνιστές.
Ὡστόσο οἱ ξένοι, ἀπαλλαγμένοι ἀπό προκαταλήψεις, βλέπουν τά πράγματα καθαρότερα. Στό ἑπόμενο ἄρθρο θά ἐπαληθευτεῖ τοῦ λόγου τό ἀσφαλές.
Ἰ. Ἀ. Νικολαΐδης