῾Η «Φόνισσα» τοῦ ᾿Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, τό ἀριστούργημα αὐτό τῆς παγκόσμιας λογοτεχνίας, προκάλεσε κατά καιρούς καί κατά τόπους πολλές ἀπορίες καί ἐρωτήματα στούς ἀναγνῶστες-μελετητές της. Πολλές, φυσικά, στάθηκαν καί οἱ ἀπαντήσεις-ἑρμηνεῖες τῆς αἰνιγματικῆς ἐκείνης ἡρωίδας μέ τίς ἀποτρόπαιες πράξεις.
῾Ωστόσο, πρίν προχωρήσω στή δική μου ἐκτίμηση, θά κάνω μιά παρατήρηση πού τή θεωρῶ βασική γιά τό ἔργο τοῦ μεγάλου Σκιαθίτη. ῾Ο Παπαδιαμάντης πιστεύω ὅτι εἶναι ἕνας συγγραφέας ρεαλιστής, πού δουλεύει περισσότερο μέ μνῆμες-ἀναμνήσεις, ἀναπολήσεις καί ἀπηχήσεις γεγονότων, αἰσθημάτων, φημῶν περασμένων. ῾Η συμμετοχή τῆς φαντασίας εἶναι περιορισμένη. ᾿Ασφαλῶς ὅλο τό ὑλικό περνᾶ ἀπό τό φίλτρο τῆς καλλιτεχνικῆς ἰδιοσυστασίας του καί ἀναπλάθεται ἐλεύθερα ἀπό τή δημιουργική του πνοή. Πιθανότατα, λοιπόν, «ἡ θεία Χαδούλα, ἡ κοινῶς καλουμένη Γιαννοῦ ἡ Φράγκισσα» «ἤ ἄλλως Φραγκογιαννοῦ», ὑπῆρξε ἱστορικό πρόσωπο, πού ἔμεινε στό συλλογικό ὑποσυνείδητο τῆς μικρῆς σκιαθίτικης κοινωνίας ὡς ἐφιαλτική ἀνάμνηση, θαμπή κι ἀβέβαιη ἀπό τό χρόνο. Αὐτόν τόν ζοφερό θρύλο τόν ζωντανεύει ὁ Παπαδιαμάντης καί μᾶς τόν παρουσιάζει μέ τόν δικό του ἀνεπανάληπτο τρόπο.
Καί τώρα στά καθέκαστα. «῾Η Χαδούλα (ὅπως δά καί ὅλες οἱ γυναῖκες τοῦ καιροῦ της στό νησί), ὅταν ἦτο παιδίσκη, ὑπηρέτει τούς γονεῖς της. ῞Οταν ὑπανδρεύθη, ἔγινε σκλάβα τοῦ συζύγου της... ῞Οταν ἀπέκτησε τέκνα, ἔγινε δούλα τῶν τέκνων της· ὅταν τά τέκνα της ἀπέκτησαν τέκνα, ἔγινε πάλιν δουλεύτρια τῶν ἐγγόνων της». Μολονότι ἔνιωθε μιά ἀφόρητη καταπίεση, στά καθήκοντά της ἦταν πάντα τυπικά συνεπής. ᾿Εντούτοις δέν ἀνῆκε εἰς «τάς σοφάς γραίας», πού τόσο θαύμαζε ὁ Παπαδιαμάντης. Γι᾿ αὐτό, ὅταν πέρασε στή φάση τῆς ἐγκληματικῆς της δραστηριότητας, δέν ἔφτασε στό ἀποφασιστικό αὐτό σημεῖο ξαφνικά καί ἀνεπίγνωστα. Δέν ἦταν δυνατό νά καταλήξει ἀπό τή μιά στιγμή στήν ἄλλη στή σκληρή ἀπόφαση ν᾿ ἀρχίσει νά πνίγει τά κοριτσάκια πού βρίσκονταν στό δρόμο της μέ πρώτη τήν ἐγγόνα της. Αὐτό, νομίζω, εἶναι ἀναμφισβήτητο.
Διερευνώντας κανείς τό παρελθόν της διαπιστώνει ὅτι ἡ Φραγκογιαννοῦ εἶχε μιά ψυχοσύνθεση εὐεπίφορη πρός τήν αὐτοδικία καί τήν αὐθαιρεσία. ῎Αλλωστε ἡ μάνα της -πού θεωροῦνταν μάγισσα- ἀποκαλοῦσε τήν κόρη της «στριγλίτσα». Πονηρή, ἑτοιμόλογη, ὑποκρίτρια, θεληματική. Δέν θά ἀναφερθῶ σέ λεπτομέρειες, ἀλλά εἶναι βέβαιο ὅτι ἡ ἐπαναστατική ἰδιοσυγκρασία της τή διαφοροποιοῦσε ἀπό τίς ἄλλες γυναῖκες μέσα στό χῶρο ὅπου κινοῦνταν. ᾿Αγράμματη ὅπως ὅλες ἀλλά ὀρθολογίστρια, σκεπτικίστρια, μέ μιά ὁμόκεντρη περιδίνηση γύρω ἀπό τίς πράγματι δύσκολες ἕως ἄθλιες συνθῆκες τῆς γυναικείας τότε βιοτῆς. ῞Ομως οἱ ἄλλες γυναῖκες, καμιά φορά καί πιό βασανισμένες, ζώντας μέσα στήν ἐκκλησιαστική κοινότητα συνειδητά, ἀντλοῦσαν ἀπ᾿ αὐτήν ἀντοχή καί καρτερία, καθώς ὁπλίζονταν μέ ἀσκητική ὑπομονή καί εἰρήνη. ᾿Αντίθετα ἡ θεία Χαδούλα, ἐπειδή εἶχε ξεκόψει οὐσιαστικά ἀπό τήν ᾿Εκκλησία, ὑπέφερε τά πάθια της αὐτονομημένη καί μονάχη. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ ὑποκριτική ἐξομολόγησή της· «Ποτέ δέν τό εἶχεν εἰπεῖ οὔτε εἰς τόν πνευματικόν της, εἰς τόν ὁποῖον ἄλλως πολύ μικρά πράγματα ἔλεγε». Πῶς, λοιπόν, νά δείξει ἔστω καί κάποια μεγαλοψυχία καί νά βρεῖ κουράγιο στίς δοκιμασίες τοῦ ἀληθινά ταλαίπωρου βίου της; Καθώς ὑπερεῖχε διανοητικά ἀπό τίς ἀθῶες συνοικιώτισσές της, ἕνα βῆμα τή χώριζε ἀπό τήν ἀνεξέλεγκτη καί ἐπικίνδυνη ὑπεροψία καί τήν κατεδαφιστική κριτική.
῎Ετσι, ἐνῶ μές στίς ἀτέλειωτες ὧρες τῆς χειμωνιάτικης νύχτας φύλαγε τή νεογέννητη ἐγγόνα της, ἔκλωθε πικρά τά περιστατικά τῆς ἄχαρης ζωῆς της καί τότε «ἄρχισε πράγματι νά ψηλώνει ὁ νοῦς της». Καί συλλογιζόταν· «Τά κορίτσια εἶναι ἑφτάψυχα. Δυσκόλως ἀρρωστοῦν καί σπανίως πεθαίνουν. Δέν ἔπρεπεν ἡμεῖς ὡς καλοί χριστιανοί νά βοηθῶμεν τό ἔργον τῶν ἀγγέλων;... ᾿Απειράριθμα τά θηλυκά τῆς γειτονιᾶς... Φαίνονται ὡς νά πληθύνωνται ἐπίτηδες, διά νά κολάζουν τούς γονεῖς των ἀπ᾿ αὐτόν τόν κόσμον ἤδη... Καλύτερα νά μή σώνουν νά πᾶνε παραπάνω». ῏Ηταν μιά σειρά ἀπό σκέψεις πού ἀπό καιρό δουλεύονταν καί ὡρίμαζαν μέσα της καί πολλές φορές ἄφηνε νά τῆς ξεφεύγουν σχετικά ὑπονοούμενα. Τήν ὥρα ὅμως ἐκείνη, ἀληθινά σατανοκρατούμενη, ἀκολούθησε τούς ὑποβολιμαίους ἑωσφορικούς συλλογισμούς της ὥς τήν ἔσχατη συνέπεια. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά ἐπιχειρήσει νά διορθώσει ἡ ἴδια τά, κατά τή γνώμη της, κακῶς κείμενα, πνίγοντας τά ἀνυπεράσπιστα κοριτσάκια πού ἔπεσαν στά χέρια της.
῾Η ἑρμηνεία τῆς ἐγκληματικῆς αὐτῆς συμπεριφορᾶς δέν ἐξηγεῖται οὔτε μέ κοινωνικά οὔτε μέ ψυχολογικά κριτήρια. ῾Ο κύρ ᾿Αλέξανδρος βασικά στοχάζεται θεολογικά κι ἄν θέλουμε νά τόν παρακολουθήσουμε, πρέπει ν᾿ ἀκολουθήσουμε κι ἐμεῖς τόν ἴδιο δρόμο. ῾Ο στοχαστικός Παπαδιαμάντης τό ᾿ξερε, τό ᾿ζησε, τό ᾿γραψε· «Σάν νά ᾿χαν ποτέ τελειωμό τά πάθια κι οἱ καημοί τοῦ κόσμου». Πονοῦσε βέβαια καί ὁ ἴδιος, ἀλλά ἐντάσσοντας τίς πίκρες καί τά φαρμάκια στήν προοπτική τῆς σωτηρίας, ἀντικρύζοντας τά πράγματα sub specie aeternitatis, πάντοτε ταπεινός καί ἁπλός, ἀντιστεκόταν στόν πειρασμό τῆς ἀνταρσίας. ῾Η Φραγκογιαννοῦ ἐπέλεξε τή γραμμή τῆς Εὔας πού, παρασύροντας καί τόν ᾿Αδάμ, ἀποφάσισαν νά παρακάμψουν τή μοναδική ἀπαγορευτική θεία ἐντολή. Εὔα καί Φραγκογιαννοῦ μέ τή μυωπική τους ὅραση δέν κατάλαβαν πώς σέ τελευταία ἀνάλυση εἶναι «ὄμορφη ἡ τάξη τοῦ Θεοῦ κι ἄς μήν τήνε χαλάσεις». (Χρησιμοποιῶ τό στίχο τοῦ Στρ. Μυριβήλη ἐλαφρά προσαρμοσμένο στήν περίσταση).
῾Ωστόσο, ὁ εὐαίσθητος, ὁ τρυφερός κύρ ᾿Αλέξανδρος συμπονεῖ τή δυστυχισμένη φόνισσα γιά τήν κατάντια της τήν κοινωνική, τήν ἠθική, τή θρησκευτική. Εἶναι μιά ἔρημη ψυχή πού ἐγκληματεῖ, τραβώντας ὥς τό τέλος τό μονόδρομο τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ καί τῆς ἔπαρσης -ἐδῶ ἑστιάζεται ἡ εὐθύνη της. Τελικά πάντως τήν ἀφήνει νά πνιγεῖ στό φουσκωμένο κύμα, τήν ὥρα πού τήν κυνηγοῦν ἕνας χωροφύλακας, ἕνας ἀγροφύλακας κι ἕνας στρατιώτης, «εἰς τό ἥμισυ τοῦ δρόμου μεταξύ τῆς θείας καί τῆς ἀνθρωπίνης δικαιοσύνης».
῾Ωστόσο, πρίν προχωρήσω στή δική μου ἐκτίμηση, θά κάνω μιά παρατήρηση πού τή θεωρῶ βασική γιά τό ἔργο τοῦ μεγάλου Σκιαθίτη. ῾Ο Παπαδιαμάντης πιστεύω ὅτι εἶναι ἕνας συγγραφέας ρεαλιστής, πού δουλεύει περισσότερο μέ μνῆμες-ἀναμνήσεις, ἀναπολήσεις καί ἀπηχήσεις γεγονότων, αἰσθημάτων, φημῶν περασμένων. ῾Η συμμετοχή τῆς φαντασίας εἶναι περιορισμένη. ᾿Ασφαλῶς ὅλο τό ὑλικό περνᾶ ἀπό τό φίλτρο τῆς καλλιτεχνικῆς ἰδιοσυστασίας του καί ἀναπλάθεται ἐλεύθερα ἀπό τή δημιουργική του πνοή. Πιθανότατα, λοιπόν, «ἡ θεία Χαδούλα, ἡ κοινῶς καλουμένη Γιαννοῦ ἡ Φράγκισσα» «ἤ ἄλλως Φραγκογιαννοῦ», ὑπῆρξε ἱστορικό πρόσωπο, πού ἔμεινε στό συλλογικό ὑποσυνείδητο τῆς μικρῆς σκιαθίτικης κοινωνίας ὡς ἐφιαλτική ἀνάμνηση, θαμπή κι ἀβέβαιη ἀπό τό χρόνο. Αὐτόν τόν ζοφερό θρύλο τόν ζωντανεύει ὁ Παπαδιαμάντης καί μᾶς τόν παρουσιάζει μέ τόν δικό του ἀνεπανάληπτο τρόπο.
Καί τώρα στά καθέκαστα. «῾Η Χαδούλα (ὅπως δά καί ὅλες οἱ γυναῖκες τοῦ καιροῦ της στό νησί), ὅταν ἦτο παιδίσκη, ὑπηρέτει τούς γονεῖς της. ῞Οταν ὑπανδρεύθη, ἔγινε σκλάβα τοῦ συζύγου της... ῞Οταν ἀπέκτησε τέκνα, ἔγινε δούλα τῶν τέκνων της· ὅταν τά τέκνα της ἀπέκτησαν τέκνα, ἔγινε πάλιν δουλεύτρια τῶν ἐγγόνων της». Μολονότι ἔνιωθε μιά ἀφόρητη καταπίεση, στά καθήκοντά της ἦταν πάντα τυπικά συνεπής. ᾿Εντούτοις δέν ἀνῆκε εἰς «τάς σοφάς γραίας», πού τόσο θαύμαζε ὁ Παπαδιαμάντης. Γι᾿ αὐτό, ὅταν πέρασε στή φάση τῆς ἐγκληματικῆς της δραστηριότητας, δέν ἔφτασε στό ἀποφασιστικό αὐτό σημεῖο ξαφνικά καί ἀνεπίγνωστα. Δέν ἦταν δυνατό νά καταλήξει ἀπό τή μιά στιγμή στήν ἄλλη στή σκληρή ἀπόφαση ν᾿ ἀρχίσει νά πνίγει τά κοριτσάκια πού βρίσκονταν στό δρόμο της μέ πρώτη τήν ἐγγόνα της. Αὐτό, νομίζω, εἶναι ἀναμφισβήτητο.
Διερευνώντας κανείς τό παρελθόν της διαπιστώνει ὅτι ἡ Φραγκογιαννοῦ εἶχε μιά ψυχοσύνθεση εὐεπίφορη πρός τήν αὐτοδικία καί τήν αὐθαιρεσία. ῎Αλλωστε ἡ μάνα της -πού θεωροῦνταν μάγισσα- ἀποκαλοῦσε τήν κόρη της «στριγλίτσα». Πονηρή, ἑτοιμόλογη, ὑποκρίτρια, θεληματική. Δέν θά ἀναφερθῶ σέ λεπτομέρειες, ἀλλά εἶναι βέβαιο ὅτι ἡ ἐπαναστατική ἰδιοσυγκρασία της τή διαφοροποιοῦσε ἀπό τίς ἄλλες γυναῖκες μέσα στό χῶρο ὅπου κινοῦνταν. ᾿Αγράμματη ὅπως ὅλες ἀλλά ὀρθολογίστρια, σκεπτικίστρια, μέ μιά ὁμόκεντρη περιδίνηση γύρω ἀπό τίς πράγματι δύσκολες ἕως ἄθλιες συνθῆκες τῆς γυναικείας τότε βιοτῆς. ῞Ομως οἱ ἄλλες γυναῖκες, καμιά φορά καί πιό βασανισμένες, ζώντας μέσα στήν ἐκκλησιαστική κοινότητα συνειδητά, ἀντλοῦσαν ἀπ᾿ αὐτήν ἀντοχή καί καρτερία, καθώς ὁπλίζονταν μέ ἀσκητική ὑπομονή καί εἰρήνη. ᾿Αντίθετα ἡ θεία Χαδούλα, ἐπειδή εἶχε ξεκόψει οὐσιαστικά ἀπό τήν ᾿Εκκλησία, ὑπέφερε τά πάθια της αὐτονομημένη καί μονάχη. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ ὑποκριτική ἐξομολόγησή της· «Ποτέ δέν τό εἶχεν εἰπεῖ οὔτε εἰς τόν πνευματικόν της, εἰς τόν ὁποῖον ἄλλως πολύ μικρά πράγματα ἔλεγε». Πῶς, λοιπόν, νά δείξει ἔστω καί κάποια μεγαλοψυχία καί νά βρεῖ κουράγιο στίς δοκιμασίες τοῦ ἀληθινά ταλαίπωρου βίου της; Καθώς ὑπερεῖχε διανοητικά ἀπό τίς ἀθῶες συνοικιώτισσές της, ἕνα βῆμα τή χώριζε ἀπό τήν ἀνεξέλεγκτη καί ἐπικίνδυνη ὑπεροψία καί τήν κατεδαφιστική κριτική.
῎Ετσι, ἐνῶ μές στίς ἀτέλειωτες ὧρες τῆς χειμωνιάτικης νύχτας φύλαγε τή νεογέννητη ἐγγόνα της, ἔκλωθε πικρά τά περιστατικά τῆς ἄχαρης ζωῆς της καί τότε «ἄρχισε πράγματι νά ψηλώνει ὁ νοῦς της». Καί συλλογιζόταν· «Τά κορίτσια εἶναι ἑφτάψυχα. Δυσκόλως ἀρρωστοῦν καί σπανίως πεθαίνουν. Δέν ἔπρεπεν ἡμεῖς ὡς καλοί χριστιανοί νά βοηθῶμεν τό ἔργον τῶν ἀγγέλων;... ᾿Απειράριθμα τά θηλυκά τῆς γειτονιᾶς... Φαίνονται ὡς νά πληθύνωνται ἐπίτηδες, διά νά κολάζουν τούς γονεῖς των ἀπ᾿ αὐτόν τόν κόσμον ἤδη... Καλύτερα νά μή σώνουν νά πᾶνε παραπάνω». ῏Ηταν μιά σειρά ἀπό σκέψεις πού ἀπό καιρό δουλεύονταν καί ὡρίμαζαν μέσα της καί πολλές φορές ἄφηνε νά τῆς ξεφεύγουν σχετικά ὑπονοούμενα. Τήν ὥρα ὅμως ἐκείνη, ἀληθινά σατανοκρατούμενη, ἀκολούθησε τούς ὑποβολιμαίους ἑωσφορικούς συλλογισμούς της ὥς τήν ἔσχατη συνέπεια. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά ἐπιχειρήσει νά διορθώσει ἡ ἴδια τά, κατά τή γνώμη της, κακῶς κείμενα, πνίγοντας τά ἀνυπεράσπιστα κοριτσάκια πού ἔπεσαν στά χέρια της.
῾Η ἑρμηνεία τῆς ἐγκληματικῆς αὐτῆς συμπεριφορᾶς δέν ἐξηγεῖται οὔτε μέ κοινωνικά οὔτε μέ ψυχολογικά κριτήρια. ῾Ο κύρ ᾿Αλέξανδρος βασικά στοχάζεται θεολογικά κι ἄν θέλουμε νά τόν παρακολουθήσουμε, πρέπει ν᾿ ἀκολουθήσουμε κι ἐμεῖς τόν ἴδιο δρόμο. ῾Ο στοχαστικός Παπαδιαμάντης τό ᾿ξερε, τό ᾿ζησε, τό ᾿γραψε· «Σάν νά ᾿χαν ποτέ τελειωμό τά πάθια κι οἱ καημοί τοῦ κόσμου». Πονοῦσε βέβαια καί ὁ ἴδιος, ἀλλά ἐντάσσοντας τίς πίκρες καί τά φαρμάκια στήν προοπτική τῆς σωτηρίας, ἀντικρύζοντας τά πράγματα sub specie aeternitatis, πάντοτε ταπεινός καί ἁπλός, ἀντιστεκόταν στόν πειρασμό τῆς ἀνταρσίας. ῾Η Φραγκογιαννοῦ ἐπέλεξε τή γραμμή τῆς Εὔας πού, παρασύροντας καί τόν ᾿Αδάμ, ἀποφάσισαν νά παρακάμψουν τή μοναδική ἀπαγορευτική θεία ἐντολή. Εὔα καί Φραγκογιαννοῦ μέ τή μυωπική τους ὅραση δέν κατάλαβαν πώς σέ τελευταία ἀνάλυση εἶναι «ὄμορφη ἡ τάξη τοῦ Θεοῦ κι ἄς μήν τήνε χαλάσεις». (Χρησιμοποιῶ τό στίχο τοῦ Στρ. Μυριβήλη ἐλαφρά προσαρμοσμένο στήν περίσταση).
῾Ωστόσο, ὁ εὐαίσθητος, ὁ τρυφερός κύρ ᾿Αλέξανδρος συμπονεῖ τή δυστυχισμένη φόνισσα γιά τήν κατάντια της τήν κοινωνική, τήν ἠθική, τή θρησκευτική. Εἶναι μιά ἔρημη ψυχή πού ἐγκληματεῖ, τραβώντας ὥς τό τέλος τό μονόδρομο τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ καί τῆς ἔπαρσης -ἐδῶ ἑστιάζεται ἡ εὐθύνη της. Τελικά πάντως τήν ἀφήνει νά πνιγεῖ στό φουσκωμένο κύμα, τήν ὥρα πού τήν κυνηγοῦν ἕνας χωροφύλακας, ἕνας ἀγροφύλακας κι ἕνας στρατιώτης, «εἰς τό ἥμισυ τοῦ δρόμου μεταξύ τῆς θείας καί τῆς ἀνθρωπίνης δικαιοσύνης».
᾿Ι. ᾿Α. Νικολαΐδης