Τή γραφική κωμόπολη τῆς Προποντίδας, τήν Τρίγλια, ἐπισκέπτεται στά 1868 ὁ μητροπολίτης Προύσης Νικόδημος. ᾿Από τό πλῆθος πού τόν ὑποδέχεται ξεχωρίζει μία μητέρα μ᾿ ἕνα βρέφος στήν ἀγκαλιά. Καθώς ὁ ἀρχιερέας εὐλογεῖ τό τρυφερό βλαστάρι της, ἡ εὐσεβής μάνα δέχεται τίς εὐχές τῶν συμπατριωτῶν της νά τό καμαρώσει κάποτε Δεσπότη.
«᾿Εν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ καί ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ θά ὑπηρετήσω τήν ᾿Εκκλησίαν καί τό Γένος καί ἡ μίτρα τήν ὁποίαν αἱ ἅγιαι χεῖρες σας ἐναπέθεσαν ἐπί τῆς κεφαλῆς μου, ἐάν πέπρωται νά ἀπολέσῃ ποτέ τήν λαμπηδόνα τῶν λίθων της, θά μεταβληθῇ εἰς ἀκάνθινον στέφανον μάρτυρος ῾Ιεράρχου». Τοῦτα τά προφητικά λόγια ξεστομίζει ὁ γιός τῆς εὐλαβικῆς ἐκείνης γυναίκας, ὁ 35χρονος Χρυσόστομος Καλαφάτης, ὁ ἀριστοῦχος σπουδαστής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης, ὅταν τό Μάιο τοῦ 1902 χειροτονεῖται ἀπό τόν Πατριάρχη ᾿Ιωακείμ Γ' μητροπολίτης Δράμας. Πραγματικά, ὅπως σημειώνει ὁ Χρ. Σολομωνίδης, «ἀπό τότε πού φόρεσε τό ράσο, ὁ φωτοστέφανος τοῦ μαρτυρίου του ἀχνοφώτιζε στό θεῖο του μέτωπο».
Σέ δύσκολα ὅμως χρόνια γιά τό ῎Εθνος διακονεῖ τό ποίμνιό του. Οἱ Βούλγαροι κομιτατζῆδες μέ τό σύνθημα «ἡ Μακεδονία στούς Μακεδόνες» σφάζουν ἀνελέητα καί βάφουν στό αἷμα πόλεις καί χωριά. Γι᾿ αὐτό οἱ κάτοικοι τῆς Δράμας προσβλέπουν στό πρόσωπο τοῦ νέου ῾Ιεράρχου τους. Κι αὐτός δέν διαψεύδει τίς ἐλπίδες τους. ᾿Ανύστακτος κι ἀδίστακτος ἐπιδίδεται σέ ἔργα εὐποιΐας. Μέ μιᾶς ναοί, σχολεῖα, οἰκοτροφεῖα, γηροκομεῖα, ὀρφανοτροφεῖα, φιλόπτωχες ἀδελφότητες, ἀναγνωστήρια, γυμναστήρια διακοσμοῦν καί ζωντανεύουν τή μητρόπολή του. ᾿Αλλ᾿ ἡ πνευματική, κοινωνική καί πατριωτική δράση τοῦ Δεσπότου ἐντείνει τή βουλγαρική θηριωδία.
Γνωρίζει ὁ Χρυσόστομος πώς εἶναι στό στόχαστρο τοῦ ἐχθροῦ, γι᾿ αὐτό γράφει στίς 16 Μαΐου 1907 πρός τόν ἐπιτετραμμένο τῆς ῾Ελλάδας καί ἀργότερα Γενικό Πρόξενο στή Σμύρνη ᾿Αρμάνδο Ποτέν· «... Περιεκυκλώθην ὑπό πληθύος κυνῶν καί σπεῖρα κακῶν ζητεῖ τήν κεφαλήν μου... ᾿Εν περιπτώσει καθ᾿ ἥν τό πᾶν ἤθελε ἀπολεσθεῖ δι᾿ ἐμέ, ὅσον ἀφορᾷ τήν Δράμαν, ἐνεργήσατε ἵνα μετατεθῶ εἰς ᾿Αδριανούπολιν, ὅπως τοὐλάχιστον δυνηθῶ νά ἀγωνισθῶ ἐκ νέου ἐν τῇ πρώτῃ γραμμῇ τοῦ πυρός, καί ἐν ᾗ περιπτώσει ἤθελον πέσει, νά πέσω τοὐλάχιστον ὡς ἀετός καί οὐχί νά ἀποθάνω ὡς ὄρνις ἔν τινι ὀρνιθῶνι τῆς ᾿Ανατολῆς ἤ ἀλλαχοῦ! ᾿Εννοεῖτε, ἀγαπητέ μου, τί σᾶς ζητῶ; ῞Ενα σταυρόν, ἀλλ᾿ ἕνα μεγάλον σταυρόν, ἐπί τοῦ ὁποίου θά δοκιμάσω εὐχαρίστησιν καθηλούμενος καί μή ἔχων ἕτερόν τι νά δώσω πρός σωτηρίαν τῆς ἡμετέρας λατρευτῆς πατρίδος, ἄς δώσω τό αἷμα μου. Οὕτως ἐννοῶ τό ἐπ᾿ ἐμοί τήν ζωήν καί τήν ἀρχιερωσύνην».
᾿Ανένδοτη ἡ ῾Υψηλή Πύλη ζητᾶ τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τή Δράμα ὡς ταραξία. Δακρύβρεχτο τό ποίμνιο κατακλύζει στίς 30 Αὐγούστου 1907 τόν μητροπολιτικό ναό, γιά ν᾿ ἀποχαιρετίσει γιά πάντα τόν Ποιμένα του. Κι ἐκεῖνος πνιγμένος στό κλάμα ἀπευθύνει τόν ὕστατο πατρικό λόγο· «᾿Εβαπτίσθην εἰς τό θεῖον νᾶμα τῶν δακρύων σας, ἡ δέ ὑπόκρουσις τῶν λόγων μου διά τῶν λυγμῶν σας μαρτυρεῖ ὅτι ὁ σπόρος ἔπεσεν εἰς ἀγαθήν γῆν καί θά ἀποδώσῃ εὔχυμον βλάστημα καί πλουσίους καρπούς... ᾿Αγάλλομαι αἰσθανόμενος τήν ὥραν αὐτήν ὅτι ποιμήν καί ποίμνιον ἀποτελοῦμεν μίαν καί ἀδιαχώριστον χριστιανικήν ψυχήν». Καθώς τό τραῖνο σφυρίζει, παραλαμβάνοντας τό καύχημα τῶν Δραμινῶν, ἕνας δημογέροντας φωνάζει· «Δέσποτα, μᾶς παρέλαβες λαγούς καί μᾶς ἔκανες λεοντάρια».
Κι ὁ ἀετός τῆς Δράμας στίς 10 Μαΐου 1910 ἁπλώνει τίς φτεροῦγες του γιά τή μεγάλη ἰωνική πολιτεία, τή Σμύρνη, τήν ἐπισκοπή τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου. Τί πρῶτο καί τί δεύτερο ἀπό τήν ἀκάματη δραστηριότητά του ν᾿ ἀπαριθμήσει κανείς; Τήν ἵδρυση τοῦ ἑβδομαδιαίου εἰκονογραφημένου περιοδικοῦ «῾Ιερός Πολύκαρπος», τή συνεργασία του μέ τή χριστιανική ἀδελφότητα «Εὐσέβεια» γιά τήν ὀργάνωση κατηχητικῶν σχολείων, τό ἀμείωτο ἐνδιαφέρον του ν᾿ ἀποκτήσει ἡ ἀδελφότητα αὐτή μεγάλη αἴθουσα ὁμιλιῶν γιά τή διάδοση τοῦ θείου λόγου, τήν ἀγωνία του γιά τήν ἀναβάθμιση τοῦ κλήρου καί τῶν σχολείων, τό μέλημά του γιά τό κτίσιμο ποικίλων ἀσύλων, τή θέρμη τῆς ἀγάπης του γιά τή δημιουργία συσσιτίων ὅπου τρέφονταν δωρεάν ὄχι μόνον οἱ ἄποροι Σμυρναῖοι, ἀλλά -κατά τήν ἀνάκτηση τῆς Σμύρνης ἀπό τούς ῞Ελληνες- καί Τοῦρκοι αἰχμάλωτοι καί φυλακισμένοι;
Μά ἔρχονται «χρόνια δίσεκτα καί μῆνες ὀργισμένοι», ἡ τραγωδία τοῦ 1922. Λυγίζει κι ὀπισθοχωρεῖ ἡ γραμμή τοῦ ἑλληνικοῦ μετώπου. Οἱ Τσέτες ἀλαφιασμένοι κυνηγοῦν τούς ῞Ελληνες κι ἐπιδίδονται σέ ἀνελέητες πράξεις εἰς βάρος τους. Τά μαντάτα φτάνουν καί στή Σμύρνη. ῾Ο ᾿Αμερικανός πρόξενος, ὁ Γάλλος πρόξενος, ὁ ᾿Αρχιεπίσκοπος τῶν Καθολικῶν καί ἄλλοι ἐπώνυμοι ἐπιμένουν στόν «ἄγγελο» τῆς ἐκκλησίας τῆς Σμύρνης νά φύγει, νά σωθεῖ. ᾿Αλλ᾿ ἐκεῖνος στέκεται στό ὕψος τῶν περιστάσεων καί τούς λέει· «Παράδοσις τοῦ ἑλληνικοῦ κλήρου, ἀλλά καί καθῆκον τοῦ καλοῦ ποιμένος εἶναι νά παραμένῃ μέ τό ποίμνιόν του». Τελεῖ γιά τελευταία φορά τή θεία Λειτουργία στόν ἀγαπημένο του ναό τῆς ἁγίας Φωτεινῆς. «Εἰς τάς μεγάλας δοκιμασίας του ἀναδεικνύεται ὁ καλός χριστιανός. Προσεύχεσθε... θαρρεῖτε...», συμβουλεύει τό σκιαγμένο του ποίμνιο.
Καταφθάνουν στό μητροπολιτικό μέγαρο, γιά νά τόν συλλάβουν. ῎Εχει ἀνοιχτή τήν Καινή του Διαθήκη στό κατά ᾿Ιωάννην εὐαγγέλιο· «Τότε οὖν ἔλαβεν ὁ Πιλᾶτος τόν ᾿Ιησοῦν καί ἐμαστίγωσε...». ῾Ο Τοῦρκος ὑπαστυνόμος τόν διατάσσει νά τόν ἀκολουθήσει. ῾Ο Χρυσόστομος ἔχει στραμμένα τά μάτια του στήν ἐπιβλητική ἐλαιογραφία τοῦ Συνοδικοῦ, πού παριστάνει τό μαρτύριο τοῦ ἐπισκόπου καί πολιούχου τῆς Σμύρνης ἱεροῦ Πολυκάρπου. ῎Αραγε, τί συλλογίζεται; Στό Διοικητήριο ὁδηγεῖται μπροστά στόν στρατιωτικό διοικητή Νουρεντίν. Κι αὐτός τόν παραδίδει στόν λυσσαλέο τουρκικό ὄχλο πού καραδοκεῖ νά τόν λυντσάρει. «῾Ο ὄχλος ἅρπασε τό μητροπολίτη καί τόν ὡδήγησε μπρός στό κουρεῖο τοῦ ᾿Ισμαήλ. Τοῦ ἔβαλαν τή λευκή μπλούζα τοῦ κουρέα. ῾Ο ὄχλος ἄρχισε νά γρονθοκοπᾶ τό Δεσπότη, νά τόν φτύνη. Τόν μαχαίρωσαν, τοῦ ἔβγαλαν τά μάτια, τοῦ ἔκοψαν τή μύτη καί τ᾿ αὐτιά. Χάσαμε ἔπειτα τό μητροπολίτη ἀπό τά μάτια μας, πού τόν ἀποτέλειωσαν λίγο παρακάτω», καταθέτει ὁ Γάλλος συγγραφέας René Puaux.
Στίς 9 Σεπτεμβρίου 1922 (ν. ἡμερ.) ἡ καρδιά τοῦ τελευταίου ἐπισκόπου τῆς Σμύρνης, πυρακτωμένη ἀπό τό θάλπος τῆς ἀγάπης στόν Χριστό καί στά πλάσματά του, σταματᾶ νά χτυπᾶ.
Αἰωνία ἡ μνήμη σου, ἀκατάβλητε ῾Ιεράρχα, ἐθνομάρτυρα τοῦ μικρασιατικοῦ ἑλληνισμοῦ, πού κράτησες μέχρι τό τέλος τῶν ἰδανικῶν τή σημαία ὑψωμένη.
«᾿Εν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ καί ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ θά ὑπηρετήσω τήν ᾿Εκκλησίαν καί τό Γένος καί ἡ μίτρα τήν ὁποίαν αἱ ἅγιαι χεῖρες σας ἐναπέθεσαν ἐπί τῆς κεφαλῆς μου, ἐάν πέπρωται νά ἀπολέσῃ ποτέ τήν λαμπηδόνα τῶν λίθων της, θά μεταβληθῇ εἰς ἀκάνθινον στέφανον μάρτυρος ῾Ιεράρχου». Τοῦτα τά προφητικά λόγια ξεστομίζει ὁ γιός τῆς εὐλαβικῆς ἐκείνης γυναίκας, ὁ 35χρονος Χρυσόστομος Καλαφάτης, ὁ ἀριστοῦχος σπουδαστής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης, ὅταν τό Μάιο τοῦ 1902 χειροτονεῖται ἀπό τόν Πατριάρχη ᾿Ιωακείμ Γ' μητροπολίτης Δράμας. Πραγματικά, ὅπως σημειώνει ὁ Χρ. Σολομωνίδης, «ἀπό τότε πού φόρεσε τό ράσο, ὁ φωτοστέφανος τοῦ μαρτυρίου του ἀχνοφώτιζε στό θεῖο του μέτωπο».
Σέ δύσκολα ὅμως χρόνια γιά τό ῎Εθνος διακονεῖ τό ποίμνιό του. Οἱ Βούλγαροι κομιτατζῆδες μέ τό σύνθημα «ἡ Μακεδονία στούς Μακεδόνες» σφάζουν ἀνελέητα καί βάφουν στό αἷμα πόλεις καί χωριά. Γι᾿ αὐτό οἱ κάτοικοι τῆς Δράμας προσβλέπουν στό πρόσωπο τοῦ νέου ῾Ιεράρχου τους. Κι αὐτός δέν διαψεύδει τίς ἐλπίδες τους. ᾿Ανύστακτος κι ἀδίστακτος ἐπιδίδεται σέ ἔργα εὐποιΐας. Μέ μιᾶς ναοί, σχολεῖα, οἰκοτροφεῖα, γηροκομεῖα, ὀρφανοτροφεῖα, φιλόπτωχες ἀδελφότητες, ἀναγνωστήρια, γυμναστήρια διακοσμοῦν καί ζωντανεύουν τή μητρόπολή του. ᾿Αλλ᾿ ἡ πνευματική, κοινωνική καί πατριωτική δράση τοῦ Δεσπότου ἐντείνει τή βουλγαρική θηριωδία.
Γνωρίζει ὁ Χρυσόστομος πώς εἶναι στό στόχαστρο τοῦ ἐχθροῦ, γι᾿ αὐτό γράφει στίς 16 Μαΐου 1907 πρός τόν ἐπιτετραμμένο τῆς ῾Ελλάδας καί ἀργότερα Γενικό Πρόξενο στή Σμύρνη ᾿Αρμάνδο Ποτέν· «... Περιεκυκλώθην ὑπό πληθύος κυνῶν καί σπεῖρα κακῶν ζητεῖ τήν κεφαλήν μου... ᾿Εν περιπτώσει καθ᾿ ἥν τό πᾶν ἤθελε ἀπολεσθεῖ δι᾿ ἐμέ, ὅσον ἀφορᾷ τήν Δράμαν, ἐνεργήσατε ἵνα μετατεθῶ εἰς ᾿Αδριανούπολιν, ὅπως τοὐλάχιστον δυνηθῶ νά ἀγωνισθῶ ἐκ νέου ἐν τῇ πρώτῃ γραμμῇ τοῦ πυρός, καί ἐν ᾗ περιπτώσει ἤθελον πέσει, νά πέσω τοὐλάχιστον ὡς ἀετός καί οὐχί νά ἀποθάνω ὡς ὄρνις ἔν τινι ὀρνιθῶνι τῆς ᾿Ανατολῆς ἤ ἀλλαχοῦ! ᾿Εννοεῖτε, ἀγαπητέ μου, τί σᾶς ζητῶ; ῞Ενα σταυρόν, ἀλλ᾿ ἕνα μεγάλον σταυρόν, ἐπί τοῦ ὁποίου θά δοκιμάσω εὐχαρίστησιν καθηλούμενος καί μή ἔχων ἕτερόν τι νά δώσω πρός σωτηρίαν τῆς ἡμετέρας λατρευτῆς πατρίδος, ἄς δώσω τό αἷμα μου. Οὕτως ἐννοῶ τό ἐπ᾿ ἐμοί τήν ζωήν καί τήν ἀρχιερωσύνην».
᾿Ανένδοτη ἡ ῾Υψηλή Πύλη ζητᾶ τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τή Δράμα ὡς ταραξία. Δακρύβρεχτο τό ποίμνιο κατακλύζει στίς 30 Αὐγούστου 1907 τόν μητροπολιτικό ναό, γιά ν᾿ ἀποχαιρετίσει γιά πάντα τόν Ποιμένα του. Κι ἐκεῖνος πνιγμένος στό κλάμα ἀπευθύνει τόν ὕστατο πατρικό λόγο· «᾿Εβαπτίσθην εἰς τό θεῖον νᾶμα τῶν δακρύων σας, ἡ δέ ὑπόκρουσις τῶν λόγων μου διά τῶν λυγμῶν σας μαρτυρεῖ ὅτι ὁ σπόρος ἔπεσεν εἰς ἀγαθήν γῆν καί θά ἀποδώσῃ εὔχυμον βλάστημα καί πλουσίους καρπούς... ᾿Αγάλλομαι αἰσθανόμενος τήν ὥραν αὐτήν ὅτι ποιμήν καί ποίμνιον ἀποτελοῦμεν μίαν καί ἀδιαχώριστον χριστιανικήν ψυχήν». Καθώς τό τραῖνο σφυρίζει, παραλαμβάνοντας τό καύχημα τῶν Δραμινῶν, ἕνας δημογέροντας φωνάζει· «Δέσποτα, μᾶς παρέλαβες λαγούς καί μᾶς ἔκανες λεοντάρια».
Κι ὁ ἀετός τῆς Δράμας στίς 10 Μαΐου 1910 ἁπλώνει τίς φτεροῦγες του γιά τή μεγάλη ἰωνική πολιτεία, τή Σμύρνη, τήν ἐπισκοπή τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου. Τί πρῶτο καί τί δεύτερο ἀπό τήν ἀκάματη δραστηριότητά του ν᾿ ἀπαριθμήσει κανείς; Τήν ἵδρυση τοῦ ἑβδομαδιαίου εἰκονογραφημένου περιοδικοῦ «῾Ιερός Πολύκαρπος», τή συνεργασία του μέ τή χριστιανική ἀδελφότητα «Εὐσέβεια» γιά τήν ὀργάνωση κατηχητικῶν σχολείων, τό ἀμείωτο ἐνδιαφέρον του ν᾿ ἀποκτήσει ἡ ἀδελφότητα αὐτή μεγάλη αἴθουσα ὁμιλιῶν γιά τή διάδοση τοῦ θείου λόγου, τήν ἀγωνία του γιά τήν ἀναβάθμιση τοῦ κλήρου καί τῶν σχολείων, τό μέλημά του γιά τό κτίσιμο ποικίλων ἀσύλων, τή θέρμη τῆς ἀγάπης του γιά τή δημιουργία συσσιτίων ὅπου τρέφονταν δωρεάν ὄχι μόνον οἱ ἄποροι Σμυρναῖοι, ἀλλά -κατά τήν ἀνάκτηση τῆς Σμύρνης ἀπό τούς ῞Ελληνες- καί Τοῦρκοι αἰχμάλωτοι καί φυλακισμένοι;
Μά ἔρχονται «χρόνια δίσεκτα καί μῆνες ὀργισμένοι», ἡ τραγωδία τοῦ 1922. Λυγίζει κι ὀπισθοχωρεῖ ἡ γραμμή τοῦ ἑλληνικοῦ μετώπου. Οἱ Τσέτες ἀλαφιασμένοι κυνηγοῦν τούς ῞Ελληνες κι ἐπιδίδονται σέ ἀνελέητες πράξεις εἰς βάρος τους. Τά μαντάτα φτάνουν καί στή Σμύρνη. ῾Ο ᾿Αμερικανός πρόξενος, ὁ Γάλλος πρόξενος, ὁ ᾿Αρχιεπίσκοπος τῶν Καθολικῶν καί ἄλλοι ἐπώνυμοι ἐπιμένουν στόν «ἄγγελο» τῆς ἐκκλησίας τῆς Σμύρνης νά φύγει, νά σωθεῖ. ᾿Αλλ᾿ ἐκεῖνος στέκεται στό ὕψος τῶν περιστάσεων καί τούς λέει· «Παράδοσις τοῦ ἑλληνικοῦ κλήρου, ἀλλά καί καθῆκον τοῦ καλοῦ ποιμένος εἶναι νά παραμένῃ μέ τό ποίμνιόν του». Τελεῖ γιά τελευταία φορά τή θεία Λειτουργία στόν ἀγαπημένο του ναό τῆς ἁγίας Φωτεινῆς. «Εἰς τάς μεγάλας δοκιμασίας του ἀναδεικνύεται ὁ καλός χριστιανός. Προσεύχεσθε... θαρρεῖτε...», συμβουλεύει τό σκιαγμένο του ποίμνιο.
Καταφθάνουν στό μητροπολιτικό μέγαρο, γιά νά τόν συλλάβουν. ῎Εχει ἀνοιχτή τήν Καινή του Διαθήκη στό κατά ᾿Ιωάννην εὐαγγέλιο· «Τότε οὖν ἔλαβεν ὁ Πιλᾶτος τόν ᾿Ιησοῦν καί ἐμαστίγωσε...». ῾Ο Τοῦρκος ὑπαστυνόμος τόν διατάσσει νά τόν ἀκολουθήσει. ῾Ο Χρυσόστομος ἔχει στραμμένα τά μάτια του στήν ἐπιβλητική ἐλαιογραφία τοῦ Συνοδικοῦ, πού παριστάνει τό μαρτύριο τοῦ ἐπισκόπου καί πολιούχου τῆς Σμύρνης ἱεροῦ Πολυκάρπου. ῎Αραγε, τί συλλογίζεται; Στό Διοικητήριο ὁδηγεῖται μπροστά στόν στρατιωτικό διοικητή Νουρεντίν. Κι αὐτός τόν παραδίδει στόν λυσσαλέο τουρκικό ὄχλο πού καραδοκεῖ νά τόν λυντσάρει. «῾Ο ὄχλος ἅρπασε τό μητροπολίτη καί τόν ὡδήγησε μπρός στό κουρεῖο τοῦ ᾿Ισμαήλ. Τοῦ ἔβαλαν τή λευκή μπλούζα τοῦ κουρέα. ῾Ο ὄχλος ἄρχισε νά γρονθοκοπᾶ τό Δεσπότη, νά τόν φτύνη. Τόν μαχαίρωσαν, τοῦ ἔβγαλαν τά μάτια, τοῦ ἔκοψαν τή μύτη καί τ᾿ αὐτιά. Χάσαμε ἔπειτα τό μητροπολίτη ἀπό τά μάτια μας, πού τόν ἀποτέλειωσαν λίγο παρακάτω», καταθέτει ὁ Γάλλος συγγραφέας René Puaux.
Στίς 9 Σεπτεμβρίου 1922 (ν. ἡμερ.) ἡ καρδιά τοῦ τελευταίου ἐπισκόπου τῆς Σμύρνης, πυρακτωμένη ἀπό τό θάλπος τῆς ἀγάπης στόν Χριστό καί στά πλάσματά του, σταματᾶ νά χτυπᾶ.
Αἰωνία ἡ μνήμη σου, ἀκατάβλητε ῾Ιεράρχα, ἐθνομάρτυρα τοῦ μικρασιατικοῦ ἑλληνισμοῦ, πού κράτησες μέχρι τό τέλος τῶν ἰδανικῶν τή σημαία ὑψωμένη.
῾Ελληνίς