1430 μ.Χ. «Πῆραν τήν πόλιν, πῆραν την! Πῆραν τή Σαλονίκη!». Ντυμένη στά μαῦρα, πικραμένη καί ἁλυσοδεμένη ἡ Νύμφη τοῦ Θερμαϊκοῦ ἀποχαιρετᾶ τή λευτεριά της καί μαζί της τά 1.100 χρόνια βυζαντινοῦ μεγαλείου καί δόξας. Ἀγαρηνοί πατοῦν τό χῶμα της καί ἀρχίζει ἡ ἀτέλειωτη νύχτα τῆς σκλαβιᾶς. Διπλώνονται οἱ σημαῖες καί καταχωνιάζονται στό σεντούκι.
Τά χρόνια περνοῦν, οἱ αἰῶνες διαβαίνουν. Ὁ προμαχώνας τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἡ Θεσσαλονίκη, ἀκόμη στενάζει. Φυτοζωεῖ. Ἀναπολεῖ τήν αἴγλη της, μά καί προσμένει τό ποθούμενο. Καταρρέει, μά ἔχει τά μάτια της ἐπίμονα στηλωμένα στόν ἄγρυπνο προστάτη της, στόν Ἅγιό της. Καί ἐλπίζει...
Ὀκτώβριος τοῦ 1912. Τήν ἐπίζηλη θέση της, στό μυχό τοῦ Θερμαϊκοῦ, ἐποφθαλμιοῦν οἱ Βούλγαροι. Μέ τό ὄνειρο τῆς Μεγάλης Βουλγαρίας γαλουχοῦνται. Ὁ ἕλληνας λοχαγός Ἀθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαΐδης γράφει στό βιβλίο του «Ἡμερολόγιον τοῦ πρώτου βαλκανικοῦ πολέμου»· «Ἐξερχόμενος τοῦ Φρουραρχείου συνήντησα τόν ἰατρόν κ. Φ. Νίκογλου, Ἕλληνα, ὑπηρετοῦντα ὡς ἔφεδρον παρά τῷ βουλγαρικῶ στρατῷ. Οὗτος πρῶτος προθυμότατα πλησιάσας μέ μοι εἶπεν ὅτι ἀπό τῆς ἀρχῆς τοῦ πολέμου ὅλαι αἱ ἐμπιστευτικαί διαταγαί συνίστων νά καταβληθῆ πᾶσα προσπάθεια, ὅπως αἱ μακεδονικαί πόλεις καί πρό πάντων ἡ Θεσσαλονίκη καταληφθῶσι πρό τῆς καταλήψεως αὐτῶν ὑπό ἑλληνικῶν στρατευμάτων. Μοί ἐπεβεβαίωσεν... ὅτι εἶδεν εἰς τό ξενοδοχεῖον, ὅπου εἶχε καταλύσει, καί στρατιώτας τῆς βασιλικῆς φρουρᾶς, ὁδηγοῦντας βασιλικήν ἅμαξαν, προωρισμένην διά τήν ἐπίσημον εἴσοδον τοῦ Διαδόχου τῆς Βουλγαρίας εἰς Θεσσαλονίκη!».
Τήν ὥρα πού οἱ βουλγαρικές δυνάμεις σπεύδουν νά πραγματώσουν ὄνειρα τοῦ παρελθόντος, ὁ πρόεδρος τῆς ἑλληνικῆς κυβερνήσεως Ἐλ.Βενιζέλος στέλνει κατεπεῖγον τηλεγράφημα πρός τόν ἀρχιστράτηγο τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ διάδοχο Κωνσταντῖνο, πού ἑδρεύει στήν ἐλεύθερη Κοζάνη· «...σπουδαῖοι πολιτικοί λόγοι ἐπιβάλλουσι νά εὑρεθῶμεν μίαν ὥραν ταχύτερον εἰς τήν Θεσσαλονίκην». Ὁ Κωνσταντῖνος διαφωνεῖ· «Ὁ στρατός δέν θά ὁδεύσει κατά τῆς Θεσσαλονίκης, ἐγώ ἔχω καθῆκον νά στραφῶ κατά τοῦ Μοναστηρίου, ἐκτός ἄν μοῦ τό ἀπαγορεύετε». Ἀλλ᾿ ὁ ἡγέτης εἶνε κάθετος· «Σᾶς τό ἀπαγορεύω».
Μέ τή νίκη τῶν δυνάμεών μας στήν περίφημη μάχη τῶν Γιαννιτσῶν (19-20 Ὀκτωβρίου 1912) ἀνοίγει ὁ δρόμος γιά τήν κατάληψη τῆς Θεσσαλονίκης. Βέβαια ἡ διάβαση τοῦ Ἀξιοῦ ποταμοῦ δέν εἶνε εὔκολη γιά τίς μεραρχίες καί τό ἱππικό μας. Ὁ Τοῦρκος ἔχει γκρεμίσει ὅλες σχεδόν τίς γέφυρες. Σέ τέτοιες ὅμως κρίσιμες στιγμές γιά τήν πατρίδα φαίνεται τό μεγαλεῖο, ἡ ἀρχοντιά τῆς φυλῆς μας, ἡ ἑνότητα καί ἡ ὁμοψυχία τοῦ λαοῦ μας. Γυναῖκες λεβέντισσες παρελαύνουν στήν αὐλαία τῆς Ἱστορίας. Εἶναι ἀπό τή Χαλάστρα (Πύργο), τή Βαλμάδα (Ἀνατολικό) καί τά γύρω χωριά. Καθώς βλέπουν πώς ἀπειλεῖται ἡ αἴσια ἔκβαση τοῦ ἀγώνα, ὑπερβαίνουν τή φύση τους κι ἀνασκουμπώνονται. Στέκονται πλάι στούς στρατιῶτες μας καί τούς βοηθοῦν νά ἐπισκευάσουν γρήγορα τίς γέφυρες, γιά νά προλάβουν...
Κι ἡ ἀγωνία κορυφώνεται. Μία βουλγαρική ταξιαρχία καί μία μεραρχία περνοῦν τόν Στρυμόνα καί κατευθύνονται ὁλοταχῶς πρός τή Θεσσαλονίκη. Ποιός ἀπό τούς δύο ἆράγε, πού ἀγωνίζονται πεισματικά στήν πολεμική κονίστρα καί βρίσκονται σέ ἀπόσταση ἀναπνοῆς ἀπό τό ἐπίμαχο σημεῖο, θά φτάσει πρῶτος στό τέρμα, θά πατήσει πρῶτος τή Θεσσαλονίκη;
Παρασκευή, 26 Ὀκτωβρίου 1912. Τήν ἐπέτειο τῆς μνήμης του διαλέγει ὁ Ἅγιος Δημήτριος γιά νά χαρίσει τή λευτεριά στούς συμπατριῶτες του, ὥστε νά γιορτάζουν στό ἑξῆς μαζί. Αὐτό πού οἱ Θεσσαλονικεῖς καρτεροῦσαν αἰῶνες, πραγματοποιεῖται ἐκείνη τή νύχτα. Ὥρα 11.30' μ.μ. Ὁ Χασάν Ταξίν πασᾶς, ταπεινωμένος, ὑπογράφει ἐνώπιον τῶν δύο ἀξιωματικῶν τοῦ ἑλληνικοῦ Γενικοῦ Στρατηγείου, τοῦ Β. Δούσμανη καί Ἰ. Μεταξᾶ, τό πρωτόκολλο παράδοσης τῆς πόλης.
Τό θριαμβευτικό γεγονός τούτης τῆς ἱστορικῆς νύχτας τό ἀξιολόγησα περισσότερο, ὅταν γνώρισα ἕναν παλαίμαχο ἐκείνων τῶν νικηφόρων Βαλκανικῶν πολέμων. Μᾶς ἐπισκέφθηκε ἀνήμερα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. Θυμᾶμαι τά δάκρυα πού ἔχυνε, καθώς μᾶς τόνιζε μία-μία τίς λέξεις· «Τέτοια μέρα, παιδιά μου, ὕστερα ἀπό 482 χρόνια, πατήσαμε τήν τουρκική σημαία. Μέ μιᾶς ξεδιπλώθηκαν οἱ ἑλληνικές σημαῖες κι ἡ Θεσσαλονίκη ντύθηκε τή γαλανόλευκη. Μισή χιλιετηρίδα στό προπύργιο τοῦ Ἑλληνισμοῦ κυμάτιζε ἡ μουσουλμανική ἡμισέληνος. Τόσα χρόνια οἱ ὀρθόδοξες ἐκκλησιές μας ἦταν τζαμιά. Κι ὅταν ξημέρωσε ἡ 28η Ὀκτωβρίου 1912, ὁ ἀρχιστράτηγος Κωνσταντῖνος καί ὁ μητροπολίτης Γεννάδιος, ὅλοι μαζί, ἐξουσία καί λαός, ψάλαμε συγκινημένοι στήν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ τή δοξολογία γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς πόλης μας, τῆς φιλτάτης μας Θεσσαλονίκης».
Ἔσκυψα τότε δακρύβρεχτη καί φίλησα εὐγνώμονα τό χέρι του. Χάρις σ᾿ αὐτούς ἡ Θεσσαλονίκη εἶναι καί πάλι ἑλληνική. Χάρις σ᾿ αὐτούς ἀναπνέω σήμερα ἐγώ τόν μυριοπόθητο ἀγέρα τῆς λευτεριᾶς.
Τά χρόνια περνοῦν, οἱ αἰῶνες διαβαίνουν. Ὁ προμαχώνας τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἡ Θεσσαλονίκη, ἀκόμη στενάζει. Φυτοζωεῖ. Ἀναπολεῖ τήν αἴγλη της, μά καί προσμένει τό ποθούμενο. Καταρρέει, μά ἔχει τά μάτια της ἐπίμονα στηλωμένα στόν ἄγρυπνο προστάτη της, στόν Ἅγιό της. Καί ἐλπίζει...
Ὀκτώβριος τοῦ 1912. Τήν ἐπίζηλη θέση της, στό μυχό τοῦ Θερμαϊκοῦ, ἐποφθαλμιοῦν οἱ Βούλγαροι. Μέ τό ὄνειρο τῆς Μεγάλης Βουλγαρίας γαλουχοῦνται. Ὁ ἕλληνας λοχαγός Ἀθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαΐδης γράφει στό βιβλίο του «Ἡμερολόγιον τοῦ πρώτου βαλκανικοῦ πολέμου»· «Ἐξερχόμενος τοῦ Φρουραρχείου συνήντησα τόν ἰατρόν κ. Φ. Νίκογλου, Ἕλληνα, ὑπηρετοῦντα ὡς ἔφεδρον παρά τῷ βουλγαρικῶ στρατῷ. Οὗτος πρῶτος προθυμότατα πλησιάσας μέ μοι εἶπεν ὅτι ἀπό τῆς ἀρχῆς τοῦ πολέμου ὅλαι αἱ ἐμπιστευτικαί διαταγαί συνίστων νά καταβληθῆ πᾶσα προσπάθεια, ὅπως αἱ μακεδονικαί πόλεις καί πρό πάντων ἡ Θεσσαλονίκη καταληφθῶσι πρό τῆς καταλήψεως αὐτῶν ὑπό ἑλληνικῶν στρατευμάτων. Μοί ἐπεβεβαίωσεν... ὅτι εἶδεν εἰς τό ξενοδοχεῖον, ὅπου εἶχε καταλύσει, καί στρατιώτας τῆς βασιλικῆς φρουρᾶς, ὁδηγοῦντας βασιλικήν ἅμαξαν, προωρισμένην διά τήν ἐπίσημον εἴσοδον τοῦ Διαδόχου τῆς Βουλγαρίας εἰς Θεσσαλονίκη!».
Τήν ὥρα πού οἱ βουλγαρικές δυνάμεις σπεύδουν νά πραγματώσουν ὄνειρα τοῦ παρελθόντος, ὁ πρόεδρος τῆς ἑλληνικῆς κυβερνήσεως Ἐλ.Βενιζέλος στέλνει κατεπεῖγον τηλεγράφημα πρός τόν ἀρχιστράτηγο τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ διάδοχο Κωνσταντῖνο, πού ἑδρεύει στήν ἐλεύθερη Κοζάνη· «...σπουδαῖοι πολιτικοί λόγοι ἐπιβάλλουσι νά εὑρεθῶμεν μίαν ὥραν ταχύτερον εἰς τήν Θεσσαλονίκην». Ὁ Κωνσταντῖνος διαφωνεῖ· «Ὁ στρατός δέν θά ὁδεύσει κατά τῆς Θεσσαλονίκης, ἐγώ ἔχω καθῆκον νά στραφῶ κατά τοῦ Μοναστηρίου, ἐκτός ἄν μοῦ τό ἀπαγορεύετε». Ἀλλ᾿ ὁ ἡγέτης εἶνε κάθετος· «Σᾶς τό ἀπαγορεύω».
Μέ τή νίκη τῶν δυνάμεών μας στήν περίφημη μάχη τῶν Γιαννιτσῶν (19-20 Ὀκτωβρίου 1912) ἀνοίγει ὁ δρόμος γιά τήν κατάληψη τῆς Θεσσαλονίκης. Βέβαια ἡ διάβαση τοῦ Ἀξιοῦ ποταμοῦ δέν εἶνε εὔκολη γιά τίς μεραρχίες καί τό ἱππικό μας. Ὁ Τοῦρκος ἔχει γκρεμίσει ὅλες σχεδόν τίς γέφυρες. Σέ τέτοιες ὅμως κρίσιμες στιγμές γιά τήν πατρίδα φαίνεται τό μεγαλεῖο, ἡ ἀρχοντιά τῆς φυλῆς μας, ἡ ἑνότητα καί ἡ ὁμοψυχία τοῦ λαοῦ μας. Γυναῖκες λεβέντισσες παρελαύνουν στήν αὐλαία τῆς Ἱστορίας. Εἶναι ἀπό τή Χαλάστρα (Πύργο), τή Βαλμάδα (Ἀνατολικό) καί τά γύρω χωριά. Καθώς βλέπουν πώς ἀπειλεῖται ἡ αἴσια ἔκβαση τοῦ ἀγώνα, ὑπερβαίνουν τή φύση τους κι ἀνασκουμπώνονται. Στέκονται πλάι στούς στρατιῶτες μας καί τούς βοηθοῦν νά ἐπισκευάσουν γρήγορα τίς γέφυρες, γιά νά προλάβουν...
Κι ἡ ἀγωνία κορυφώνεται. Μία βουλγαρική ταξιαρχία καί μία μεραρχία περνοῦν τόν Στρυμόνα καί κατευθύνονται ὁλοταχῶς πρός τή Θεσσαλονίκη. Ποιός ἀπό τούς δύο ἆράγε, πού ἀγωνίζονται πεισματικά στήν πολεμική κονίστρα καί βρίσκονται σέ ἀπόσταση ἀναπνοῆς ἀπό τό ἐπίμαχο σημεῖο, θά φτάσει πρῶτος στό τέρμα, θά πατήσει πρῶτος τή Θεσσαλονίκη;
Παρασκευή, 26 Ὀκτωβρίου 1912. Τήν ἐπέτειο τῆς μνήμης του διαλέγει ὁ Ἅγιος Δημήτριος γιά νά χαρίσει τή λευτεριά στούς συμπατριῶτες του, ὥστε νά γιορτάζουν στό ἑξῆς μαζί. Αὐτό πού οἱ Θεσσαλονικεῖς καρτεροῦσαν αἰῶνες, πραγματοποιεῖται ἐκείνη τή νύχτα. Ὥρα 11.30' μ.μ. Ὁ Χασάν Ταξίν πασᾶς, ταπεινωμένος, ὑπογράφει ἐνώπιον τῶν δύο ἀξιωματικῶν τοῦ ἑλληνικοῦ Γενικοῦ Στρατηγείου, τοῦ Β. Δούσμανη καί Ἰ. Μεταξᾶ, τό πρωτόκολλο παράδοσης τῆς πόλης.
Τό θριαμβευτικό γεγονός τούτης τῆς ἱστορικῆς νύχτας τό ἀξιολόγησα περισσότερο, ὅταν γνώρισα ἕναν παλαίμαχο ἐκείνων τῶν νικηφόρων Βαλκανικῶν πολέμων. Μᾶς ἐπισκέφθηκε ἀνήμερα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. Θυμᾶμαι τά δάκρυα πού ἔχυνε, καθώς μᾶς τόνιζε μία-μία τίς λέξεις· «Τέτοια μέρα, παιδιά μου, ὕστερα ἀπό 482 χρόνια, πατήσαμε τήν τουρκική σημαία. Μέ μιᾶς ξεδιπλώθηκαν οἱ ἑλληνικές σημαῖες κι ἡ Θεσσαλονίκη ντύθηκε τή γαλανόλευκη. Μισή χιλιετηρίδα στό προπύργιο τοῦ Ἑλληνισμοῦ κυμάτιζε ἡ μουσουλμανική ἡμισέληνος. Τόσα χρόνια οἱ ὀρθόδοξες ἐκκλησιές μας ἦταν τζαμιά. Κι ὅταν ξημέρωσε ἡ 28η Ὀκτωβρίου 1912, ὁ ἀρχιστράτηγος Κωνσταντῖνος καί ὁ μητροπολίτης Γεννάδιος, ὅλοι μαζί, ἐξουσία καί λαός, ψάλαμε συγκινημένοι στήν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ τή δοξολογία γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς πόλης μας, τῆς φιλτάτης μας Θεσσαλονίκης».
Ἔσκυψα τότε δακρύβρεχτη καί φίλησα εὐγνώμονα τό χέρι του. Χάρις σ᾿ αὐτούς ἡ Θεσσαλονίκη εἶναι καί πάλι ἑλληνική. Χάρις σ᾿ αὐτούς ἀναπνέω σήμερα ἐγώ τόν μυριοπόθητο ἀγέρα τῆς λευτεριᾶς.
Ἑλληνίς