Γεγονός ἀναντίρρητο καί θεμελιακό γιά τήν πίστη μας ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀκτινοβολεῖ τήν ἐλπίδα, θεμελιώνει στήν ἀνθρωπότητα τήν πραγματική ἀλλαγή. Εἶναι ἡ συντριβή καί ἐξουθένωση τοῦ πιό φοβεροῦ κινδύνου, τοῦ πιό ἀδυσώπητου ἐχθροῦ ἀπ᾿ ὅσους λυμαίνονται τόν ἄνθρωπο, τοῦ θανάτου. Ἀνασταίνει τούς πόθους καί τίς προσδοκίες κάθε ψυχῆς, ὑπόσχεται καί ἐγγυᾶται τήν «ἄλλη βιοτή», τήν ἀπαλλαγμένη ἀπό τό φόβο τοῦ θανάτου, τή ζυμωμένη μέ τή χαρά καί μυρωμένη μέ τήν ἀγάπη. Καί εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀγάπη τό δῶρο τῆς Ἀνάστασης πού χαρακτηρίζει τήν ποιότητα τοῦ ἀναστημένου ἀνθρώπου.
Τήν ἀγάπη τήν πρωτοφανέρωσε στόν κόσμο ὡς «καινή ἐντολή» ὁ Χριστός. Ἐκεῖνος καθόρισε τίς διαστάσεις της μέ τή σταυρική του θυσία καί ἀναστημένος τήν προσέφερε ὡς χάρισμα στή διχασμένη ἀνθρωπότητα, ἡμερώνοντας τήν ἀγριεμένη ἀπό τό μίσος καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Μέσα στήν Ἐκκλησία, στό χῶρο ὅπου ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός, χαιρόμαστε τό σπάνιο ἀγαθό τῆς ἀγάπης, διότι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν» (Α΄ Ἰω 4,8). Ἡ ἀγάπη συνιστᾶ τήν διά τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Εὔλογα, λοιπόν, ἀποτελεῖ μυστήριο γιά τό ἀνθρώπινο μυαλό.
Ἐντούτοις, αὐτό πού δέν μποροῦν νά προσεγγίσουν οἱ διανοητικές μας δυνάμεις, τό βιώνει ἡ καρδιά μας στήν καθημερινή πράξη. Ἀρκεῖ νά ἀποδεχθεῖ τήν καθοδήγηση τοῦ θείου λόγου. Τό διατυπώνει ἁπλά, πλήν σαφέστατα, ὁ «μαθητής τῆς ἀγάπης» Ἰωάννης· «ἐάν τις εἶπῃ ὅτι ἀγαπῶ τόν Θεόν, καί τόν ἀδελφόν αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν· ὁ γάρ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν ὅν ἑώρακε, τόν Θεόν ὅν οὐχ ἑώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν;» (Α΄ Ἰω 4,20). Ἔτσι ἡ πρός τόν ἀδελφό ἀγάπη γίνεται ἡ συγκεκριμένη πράξη, γιά νά εὐαρεστήσουμε τόν ἐπουράνιο Θεό· τό σκαλοπάτι, γιά νά ἀνεβοῦμε στόν οὐρανό. Ὁπωσδήποτε πάντως, δέν μποροῦμε νά διαδηλώνουμε αἰσθήματα λατρείας καί ἀφοσίωσης πρός τόν ἀόρατο Θεό, ὅταν ἡ ζωή μας ἀποκαλύπτει αἰσθήματα ἀποστροφῆς γιά τόν ὁρατό ἀδελφό, τόν ὁποιονδήποτε.
Πολλές οἱ παράμετροι πού κρίνουν καί διακρίνουν τή γνησιότητα τῆς ἀγάπης μας πρός τόν Θεό, ἐνῶ παράλληλα ρυθμίζουν τή σχέση μας μέ τόν ἀδελφό. Δύο ἀπ᾿ αὐτές εἶναι ἡ συγχώρηση ὡς ἐσωτερική κίνηση καί ἡ φιλανθρωπία ὡς ἐξωτερική ἔκφραση. Δέν εἶναι εὔκολα αὐτά τά δυό, οὔτε κατορθώνονται μέ ἀνθρώπινες δυνάμεις. Προϋποθέτουν τήν ὑπέρβαση τοῦ «ἐγώ», δηλαδή τήν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου, καί τήν πρόσβαση στό χῶρο τῆς ἀνάστασης, στό χῶρο τοῦ Θεοῦ.
Τόν ἄρρηκτο σύνδεσμο συγχώρησης, φιλανθρωπίας καί ἀγάπης διαδηλώνει ἔμπρακτα ἡ Ἐκκλησία μας μέ δύο ἀκολουθίες, τόν Ἑσπερινό τῆς συγχωρήσεως καί τόν Ἑσπερινό τῆς ἀγάπης. Ὁ πρῶτος ἀποτελεῖ τήν ἀφετηρία γιά τή συμπόρευση τῶν πιστῶν πρός τό Πάθος καί τήν Ἀνάσταση. Ὁ δεύτερος σηματοδοτεῖ τό ἀποκορύφωμα αὐτῆς τῆς πορείας. Ἡ συγχωρητικότητα ἀποτελεῖ τό κατεξοχήν ἀγώνισμα τῆς ἁγίας καί μεγάλης Τεσσαρακοστῆς· «λῦε πάντα σύνδεσμον ἀδικίας» (Ἠσ 58,6), παραγγέλλει ὁ προφήτης. Ἡ φιλανθρωπία ἐντάσσεται στούς σκοπούς τῆς τεσσαρακονθήμερης νηστείας· «νηστεύσωμεν, ἵνα ἐλεήσωμεν», συνιστᾶ ἡ Ἐκκλησία.
Ἀλλά ἡ φιλανθρωπία ἐκφράζεται σέ δύο ἐπίπεδα, στό ὑλικό καί στό πνευματικό. Εἶναι ὁπωσδήποτε ἔκφραση ἀγάπης ἡ μετοχή στίς ὑλικές ἀνάγκες τοῦ ἄλλου. Καί εἶναι τόσο πολλές αὐτές οἱ ἀνάγκες μάλιστα σήμερα, πού ὅλο καί περισσότεροι ἄνθρωποι κατατρύχονται ἀπό τή φτώχεια. Ἀποτελεῖ ὅμως ὕψιστο ἔργο ἀγάπης καί ἡ προσφορά τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν, τό νά μοιρασθεῖς τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως μέ τόσες ψυχές πού κυριολεκτικά λιμοκτονοῦν πνευματικά. Αὐτό ἀκριβῶς δηλώνει τό γεγονός ὅτι στόν Ἑσπερινό τῆς ἀγάπης, τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, διαβάζεται τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα σέ διάφορες γλῶσσες. Εἶναι θέμα ἀγάπης ἡ διάδοση τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος στούς λαούς. «Τίποτε ἄλλο δέν ἀποτελεῖ τόσο σπουδαῖο γνώρισμα καί χαρακτηριστικό γιά τόν πιστό πού ἀγαπᾶ τόν Χριστό, ὅσο τό νά φροντίζει γιά τούς ἀδελφούς του καί νά καταβάλλει κάθε προσπάθεια γιά τή σωτηρία τους», ἀποφαίνεται ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος μαζί μέ ὅλα τά ἄλλα ἔργα του εἶχε ὀργανώσει καί θαυμάσιες ἱεραποστολές.
Ἀπό τά χρόνια τοῦ Χριστοῦ ἀκόμη, οἱ ἀπόστολοι καί στή συνέχεια οἱ ἱεραπόστολοι ἀνά τούς αἰῶνες ὑποβάλλονται σέ κόπους καί θυσίες, γιά νά φέρουν τό μήνυμα τοῦ Χριστοῦ, τό ἄγγελμα τῆς Ἀνάστασης καί τό παράγγελμα τῆς μετάνοιας σέ κάθε ψυχή. Καί μετέχουν στό ἔργο αὐτό ὅλοι οἱ πιστοί, ὅσο καί ὅπως ὁ καθένας δύναται· πάντως ὅλοι μέ τήν προσευχή καί τό ἐνδιαφέρον τους γιά τή διάδοση τῆς εὐαγγελικῆς ἀλήθειας.
Συγχωρητικότητα καί ἀγάπη ἔμπρακτη πρός τόν ἀδελφό ἐγγυῶνται τήν εἰλικρίνεια τῶν πρός τόν Θεό αἰσθημάτων μας. Καί εἶναι αὐτά τά δια πού καλλιεργοῦν, ἀνυψώνουν, πυροδοτοῦν, τρέφουν καί δυναμώνουν τήν ἀγάπη μας στόν Θεό καί ἐγκαθιστοῦν στή γῆ τή βασιλεία του.
Ὁ σημερινός ἄνθρωπος, ἀποκαμωμένος μέσα στή σκληρή ζωή πού τοῦ ἔμαθε τήν ἀπογοήτευση καί τοῦ δίδαξε τήν ἐπιφυλακτικότητα καί τήν ἐχθρότητα, τίποτε δέν λαχταρᾶ τόσο ὅσο τήν ἀγάπη. Ἀκόμη καί ὅταν παριστάνει τόν «σκληρό» ἤ τόν ἀδιάφορο, καί ὅταν ἐπαναστατεῖ, καί ὅταν καμώνεται τόν ἱκανοποιημένο μέσα στήν ἐγωιστική του ἀπομόνωση, διψᾶ γιά ἀγάπη. Ὅσοι εἴδαμε νά φωτίζει τόν ὁρίζοντα τῆς ζωῆς μας τό «Χριστός ἀνέστη» δέν ἔχουμε δικαίωμα νά θάψουμε αὐτό τό φῶς μές στόν ἐγωισμό καί τή μικροψυχία. Χρέος μας εἶναι νά τό μεταλαμπαδεύσουμε καί σέ ἄλλες ψυχές, ὄχι τόσο ὡς λεκτικό μήνυμα ὅσο ὡς ἔμπρακτη ἀγάπη. Μέ τήν μεγαλόψυχη προσφορά συγγνώμης πρός ἐκείνους πού μᾶς ἔχουν πικράνει καί μέ τή μετοχή στίς ὑλικές καί πνευματικές ἀνάγκες τοῦ ἀδελφοῦ, νά ἀφήσουμε νά ξεχυθεῖ ἀπό τήν καρδιά μας ἡ ἀγάπη, τό μύρο πού ἀναβλύζει ἀπό τόν ἄδειο τάφο τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. Εἶναι τό σίγουρο θεμέλιο γιά μία πιό θεάρεστη ἀλλά καί πιό ἀνθρώπινη ζωή· ἡ ἀδιαμφισβήτητη μαρτυρία ὅτι «ἀληθῶς ἀνέστη» ὁ Κύριος!