῾Η ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ εἶναι μία ἱστορική ἀγγελία, τό σπουδαιότερο ἄγγελμα πού ἀκούστηκε στήν ἱστορία. ᾿Αναγγέλλει τό μεγαλύτερο γεγονός πού συνέβη στήν ἀνθρωπότητα καί συνδέεται μέ τό πιό καίριο παράγγελμα πού ἄκουσε ποτέ ὁ ἄνθρωπος, τή μετάνοια.
᾿Εδῶ ἀκριβῶς, στή μετάνοια, ἔγκειται ἡ βίωση τοῦ μηνύματος τῆς ᾿Ανάστασης ἀπό τόν ἄνθρωπο σέ προσωπικό ἐπίπεδο. Διότι ἡ μετάνοια, γεγονός ἀποκλειστικά καί ἀπόλυτα προσωπικό τοῦ πιστοῦ, ἀποδεικνύει ὅτι αὐτός ἀποδέχεται καί προσυπογράφει τό ἄγγελμα τῆς ᾿Ανάστασης. ῾Η πρακτική εἶναι μεγαλειώδης, καθότι μυστηριακή, ἀλλά καί ἁπλή, προσεγγίσιμη ἀπό τόν καθένα· Μετανοώντας ὁ χριστιανός ἀφήνεται στή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία τόν ἀνασταίνει ἀπό τά μνήματα τῶν παθῶν καί τῶν κακῶν ἐπιθυμιῶν. Καί γίνεται αὐτή ἡ πνευματική ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου μία ἀσάλευτη καί ἀξιόπιστη μαρτυρία τῆς ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ.
Τόν θεῖο καί σωτήριο συνδυασμό τῶν δύο γεγονότων, τῆς ἀνάστασης τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί τῆς προσωπικῆς ἀνάστασης τοῦ ἀνθρώπου πού μετανοεῖ, ἐκφράζει καί ἐπαγγέλλεται στόν κόσμο ἡ ᾿Εκκλησία καί συγκεκριμένα ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία. Καί ἡ μέν πραγμάτωση τῆς μετάνοιας ἐπαφίεται στόν ἄνθρωπο, ἐνῶ ἡ ἀγγελία τῆς ἀνάστασης εἶναι τό ἴδιο τό περιεχόμενο τῆς ᾿Ορθοδοξίας θεολογικά, ἱστορικά ἀλλά καί πρακτικά.
Τό περιεχόμενο τῆς ᾿Ορθοδοξίας
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι τό χρυσόδετο ἅγιο Εὐαγγέλιο, πού βρίσκεται πάνω στήν ἁγία Τράπεζα κάθε ὀρθοδόξου ναοῦ, εἰκονίζει στή μία ὄψη του τήν σταύρωση τοῦ ᾿Ιησοῦ καί στήν ἄλλη τήν ἀνάστασή του. Συμβολίζεται ἔτσι πολύ παραστατικά ἡ θεμελιακή θεολογική ἀλήθεια τῆς πίστης μας ὅτι ὁ σταυρός καί ἡ ᾿Ανάσταση ἀποτελοῦν ἕνα καί τό αὐτό γεγονός.
῾Η δισχιλιετής πορεία τῆς ᾿Ορθοδοξίας στήν ἱστορία εἶναι τό πιό εὔγλωττο ὑπόμνημα στήν ᾿Ανάσταση, ἡ συγκλονιστική λιτάνευση τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ ἀνά τούς αἰῶνες. Καί μόνον ἡ διατήρηση τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος ἐν μέσῳ τῶν παντοδαπῶν ἐπιθέσεων πού δέχθηκε αὐτό ἀπό τήν ποικιλώνυμη αἵρεση καί τήν πολύμορφη πλάνη, ἀπ᾿ ἀρχῆς μέχρι σήμερα, ἐπιβεβαιώνει περίτρανα τήν ᾿Ανάσταση.
᾿Αλλά καί ἡ πράξη τῆς ᾿Ορθοδοξίας συμπλέκεται μέ τήν ᾿Ανάσταση, καθώς ἡ ᾿Ορθοδοξία γίνεται τό «φίλημα τῆς ζωῆς» γιά τόν πεπτωκότα ἄνθρωπο, γιά τή γηράσκουσα καί φθίνουσα ἀνθρωπότητα. ῎Ηδη μνημόνευσα τή μετάνοια, τήν ὁποία ἡ ᾿Ορθοδοξία διασώζει στήν ἀρχική μυστηριακή της βάση. Κρατώντας τήν ἀρχική παράδοση ἡ ᾿Ορθοδοξία ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν ὑπέρβαση. Κι εἶναι ἀσφαλῶς μία ὑπέρβαση ἡ μετάνοια· ὁ πιστός ἀποδέχεται καί ὁμολογεῖ τήν ἁμαρτία καί τήν ἀθλιότητά του, ἀλλά καί τή δύναμη τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, πού τόν λυτρώνει, αὐτόν τόν ἁμαρτωλό, τόν ἀνακαινίζει, τόν ἀνασταίνει καί τόν καθιστᾶ παιδί ἀγαπημένο τοῦ Θεοῦ, μέτοχο τῆς ἐπουράνιας βασιλείας.
Διά τοῦ σταυροῦ ἡ χαρά
Εἶναι βέβαια ὀδυνηρό ν᾿ ἀντικρύσεις κατάματα τόν ἁμαρτωλό ἑαυτό σου, νά ὁμολογήσεις τήν ἐνοχή σου. Εἶναι ἕνας σταυρός. ᾿Αλλά ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία συμφιλιώνει τόν ἄνθρωπο μέ τόν σταυρό, τόν κάθε εἴδους σταυρό, δηλαδή μέ τόν πόνο, τήν ταπείνωση, τήν ἑκούσια στέρηση, τήν ἄσκηση. Φωτίζει τό σταυρό μέ τό φῶς τῆς ᾿Ανάστασης. Τό βίωμα καί τό μήνυμά της εἶναι· «ἰδού γάρ ἦλθε διά τοῦ σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ».
῾Ο σταυροαναστάσιμος χαρακτήρας προσιδιάζει στήν ᾿Ορθοδοξία. ᾿Αγνοεῖται ἀπό τίς λεγόμενες χριστιανικές ὁμολογίες· τόσο ἀπό τίς προτεσταντικές, πού ἐν ὀνόματι τῆς ἐλευθερίας ἔχουν καταλύσει τά μυστήρια καί καταργήσει τήν ἱερά παράδοση, ὅσο καί ἀπό τόν ὁμόλογό τους Παπισμό, πού ἀπό τήν καθέδρα τῆς αὐθεντίας ἀλλοίωσε τήν ἱερά παράδοση καί νόθευσε τά μυστήρια. Καί οἱ δύο παρατάξεις τῆς Δύσης συμπλέοντας μέ τό πνεῦμα τῆς ἄνεσης καί τοῦ εὐδαιμονισμοῦ πού χαρακτηρίζει τήν ἐποχή μας ἔχουν ἐξορίσει τήν ἄσκηση καί τό σταυρό ἀπό τή ζωή. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά ἀλλοτριωθοῦν καί ἀπό τήν ᾿Ανάσταση.
῾Η ἀλλοτρίωση αὐτή εἶναι ἔκδηλη στή λατρεία καί στίς γιορτές τους. ῾Η φαντασμαγορία καί ὁ θόρυβος πού χαρακτηρίζει τή γιορτή τῶν Χριστουγέννων στή Δύση, μέ τό παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο δένδρο καί τά χρυσοστόλιστα λαμπιόνια, ὑποβοηθεῖται ἀπό τό ἀνθρώπινο στοιχεῖο καί αὐτό ὑπερτονίζει ἀγνοώντας παντελῶς τό μυστήριο τῆς κενώσεως τοῦ Θεοῦ. Τό Πάσχα, ὅπου κυριαρχεῖ τό ἑκούσιο Πάθος καί ἡ σταυροαναστάσιμη δόξα τοῦ Θεανθρώπου, στοιχεῖα καθαρά ὑπερβατικά, ἐλάχιστα ὑπολογίζονται ἀπό τούς δυτικούς. Παρατηρεῖται βέβαια κάποια συναισθηματική κυρίως συγκίνηση τή Μεγάλη Παρασκευή ἀλλά μόνο αὐτό, τίποτε περισσότερο. Παραμένει ἄγνωστο τό μυστήριο, ἀνύπαρκτη ἡ μέθεξη τοῦ πιστοῦ σ᾿ αὐτό, ἀπρόσιτη ἡ χαρά καί ἡ δόξα τῆς ᾿Ανάστασης.
Κέντρο ἡ ᾿Ανάσταση
῾Υστερεῖ σαφῶς ἡ λατρεία τῆς Δύσης, καθώς οἱ προτεστάντες τήν ἀπογυμνώνουν ἀπό τόν μυστηριακό της χαρακτήρα καί οἱ παπικοί τήν κατεβάζουν στό ἐπίπεδο τοῦ φεστιβάλ. ᾿Αντίθετα ἡ ᾿Ορθοδοξία, στή σωστή της -ἐννοεῖται- ἔκφραση, βιώνει τή λατρεία ἐν μυστηρίῳ, μέ κατάνυξη, δάκρυα, ἀλλά καί ἀγαλλίαση. ῎Εχει τή λογική, ἀέναη λατρεία, πού σημαδεύεται ἀπό τή χαρμολύπη τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, κορυφώνεται στήν ἀκολουθία τῶν Σεπτῶν Παθῶν κατά τή Μεγάλη ῾Εβδομάδα, γιά νά ὁλοκληρωθεῖ στό θρίαμβο τῆς ᾿Ανάστασης.
Καί δέν σταματᾶ ἐκεῖ. ῾Η ᾿Ανάσταση ἁπλώνεται σ᾿ ὅλη τή Διακαινίσιμη ῾Εβδομάδα, καταυγάζει τό χαρμόσυνο Πεντηκοστάριο, συνέχει καί διαποτίζει ὅλο τόν ἡμερολογιακό κύκλο. Μέ τή νηστεία τῆς Τετάρτης, ἡμέρας τῆς προδοσίας καί παράδοσης τοῦ Κυρίου, καί τῆς Παρασκευῆς, ἡμέρας τῆς σταύρωσής του, κοινωνοῦμε στόν σταυρό καί στά τίμια πάθη του, ἐνῶ μέ τήν ἀναστάσιμη χαρά τῆς Κυριακῆς μετέχουμε στήν ἁγία του ἀνάσταση καί τήν καταγγέλλουμε στόν κόσμο. Καί μόνο τό ὄνομα τῆς μέρας αὐτῆς μέ τή μυστική ἔννοιά της ὡς ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου, πού θά μποροῦσε νά ὀνομάζεται καί ᾿Αναστάσιμη, ἡμέρα τοῦ ἀναστημένου Κυρίου, εἶναι μία κραυγαλέα μαρτυρία τῆς ᾿Ανάστασης.
῾Η ᾿Ορθοδοξία δέν εἶναι ἕνας κλάδος τοῦ χριστιανισμοῦ. Εἶναι ὅλος ὁ Χριστιανισμός, διότι εἶναι ὅλη ἡ ᾿Εκκλησία, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἀναστημένος καί ζῶν ἐν μέσῳ ἡμῶν «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» (Μρ 16,12). Εἶναι κυρίως ὁ ἐπιζῶν μάρτυρας τῆς ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ ἀγρυπνοῦσα καί ἀναμένουσα νύμφη, ἡ ἐπισπεύδουσα τόν ἐρχομό τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ, πού νικητής τοῦ θανάτου βγῆκε ἀπό τόν τάφο καί χάρισε στήν ᾿Εκκλησία καί δι᾿ αὐτῆς στόν κόσμο ὅλο τή βεβαιότητα τῆς ᾿Ανάστασης.
᾿Ορθοδοξία = ᾿Ανάσταση
῾Η ὀρθόδοξη θεία Λειτουργία κέντρο της ἔχει τήν ἀναίμακτη θυσία τοῦ Κυρίου, ὅπως ἐκεῖνος τήν παρέδωσε κατά τό Μυστικό Δεῖπνο. Αὐθεντικά τό διατυπώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν Α´ πρός Κορινθίους ᾿Επιστολή (11,23-26). Εἶναι δέ χαρακτηριστικό ὅτι ὁ ἀπόστολος, λίγο παρακάτω στήν ἴδια ᾿Επιστολή (15,3), καταθέτοντας τή μαρτυρία τῆς ἀνάστασης τοῦ Κυρίου χρησιμοποιεῖ καί ἐκεῖ τά ἴδια ρήματα «παρέλαβον καί παρέδωκα», μέ τά ὁποῖα ἀναφέρθηκε στό Μυστήριο. ῾Υπογραμμίζει ἔτσι τόν ἄρρηκτο δεσμό θείας λατρείας καί ᾿Ανάστασης. ῾Ο ἴδιος δεσμός εἶναι ἐμφανής καί στήν ἀρχέγονη θεία λειτουργία πού ἀποδίδεται στόν ἀδελφόθεο ᾿Ιάκωβο καί στήν ὁποία ψάλλεται· «τόν θάνατόν σου καταγγέλλομεν, Κύριε, καί τήν ἀνάστασίν σου ὁμολογοῦμεν».
᾿Αλλά καί τά συγγράμματα καί οἱ λόγοι τῶν πατέρων καί ὁ ὑμνολογικός μας πλοῦτος, ὅλα πηγάζουν, ἐμπνέονται καί τροφοδοτοῦνται ἀπό τήν ᾿Ανάσταση. Εἶναι δέ χαρακτηριστικό ὅτι στούς ἐκκλησιαστικούς ὕμνους μας κυριαρχεῖ ὁ λόγος γιά τό φῶς. Καί φῶς εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, ὁ σταυρωθείς καί ἀναστάς. Αὐτός πού σπάζοντας τά κλεῖθρα τοῦ ἅδη φώτισε τό σκοτεινό μνῆμα «θανάτῳ θάνατον πατήσας» καί διά τοῦ ἁγίου Πνεύματος παραμένει ζωντανός καί κυρίαρχος στήν ᾿Εκκλησία.
Μεταξύ ᾿Ορθοδοξίας καί ᾿Ανάστασης ὑπάρχει ὄχι ἁπλῶς στενή καί ἀδιάρρηκτη σχέση, ἀλλά οὐσιαστική καί ἀπόλυτη ταύτιση. ᾿Ορθοδοξία εἶναι ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Νά γιατί εἶναι μοναδική, ἀνεπανάληπτη καί ἀνυπέρβλητη στόν κόσμο ἡ ᾿Ορθοδοξία. Νά γιατί μόνο αὐτή μπορεῖ νά ἀνασταίνει ψυχές ἀπό τά μνήματα τῶν παθῶν καί νά τίς ὁδηγεῖ στή λύτρωση. Διότι εἶναι ὁ αὐθεντικός καί ἀδιάψευστος μάρτυρας τῆς ᾿Ανάστασης τοῦ Κυρίου της ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Λυτρωτοῦ μας.