Ὁ δικαστής πού δικάστηκε
Ἡ ἅγια πολιτεία ἦταν ἀνάστατη ἐκείνη τή νύχτα τῆς Πέμπτης. Ἀποφασίζει γιά τόν ψευτομεσσία πού πλάνεψε τό λαό. Τό Συνέδριο τόν ἔχει καταδικάσει, ἀλλά ἡ καταδίκη του πρέπει νά ἐγκριθεῖ κι ἀπό τόν ρωμαῖο διοικητή τῆς περιοχῆς. Στίς ἑπτά, τό πρωί τῆς Παρασκευῆς, ὅλοι, ὄχλος καί ἀρχιερεῖς, μπροστά στό πραιτώριο τοῦ Πιλάτου. Κι ἀνάμεσά τους ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου γιά νά δικαστεῖ. Αὐτόν τόν ὄχλο πού ἔχει στριμωχτεῖ ἔξω ἀπό τό πραιτώριο ὁ Πιλᾶτος τόν σιχαίνεται καί τοῦ φέρθηκε πάντα μέ προκλητικότητα καί περιφρόνηση. Μά τώρα εἶναι ὑποχρεωμένος, παρόλη τήν ἀηδία ἀπ’ τήν ὁποία κυριαρχεῖται, νά συνεξετάσει καί νά δικάσει μαζί τους τόν ἄνθρωπο πού ἔφεραν μπροστά του. Ἡ δίκη πού διεξάγεται εἶναι γεμάτη ἔνταση καί κίνηση. Κι ἀκόμη, μ’ ἕναν τρόπο παράξενο, ἀντιστρέφει τό ρόλο αὐτῶν πού παίρνουν μέρος σ’ αὐτήν. Οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ μάρτυρες κατηγορίας, μέσα ἀπ’ τά βέλη τους καί τίς κατηγορίες τους αὐτοκατηγοροῦνται καί αὐτοκαταδικάζονται αἰώνια. Ὁ Πιλᾶτος ὁ κριτής, ἐξωτερικά μόνο εἶναι ὁ κριτής τοῦ Ἰησοῦ. Ἐσωτερικά κρίνεται ἀπό τόν Ἰησοῦ αὐτή τή μοναδική ὥρα τῆς ζωῆς του. Καί ὁ κρινόμενος Χριστός, τήν ὥρα αὐτή εἶναι ὁ εὐαγγελιζόμενος στό ρωμαῖο ἐπίτροπο.
Σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς δίκης ὁ Πιλᾶτος ἔζησε μιά δυνατή ἀμηχανία. Ἔμπαινε κι ἔβγαινε ἀπό τό πραιτώριο. Ρωτοῦσε ἐπίμονα, διαλεγόταν ἄτακτα πότε μέ τόν Ἰησοῦ καί πότε μέ τούς Ἰουδαίους, διέκοπτε ἀπότομα, ἔκανε ἄθλιες ὑπεκφυγές. Κι ὅλα αὐτά γιατί ἀπ’ τήν ἀρχή κατάλαβε ὅτι ὁ δικαζόμενος ἦταν ἀθῶος. Πλάι στό «ἀθῶος», τό τρομερό ὄνειρο τῆς γυναίκας του συμπλήρωσε «καί δίκαιος». Ἀθῶος καί δίκαιος. Γι’ αὐτό ὁ Πιλᾶτος ζῆ αὐτήν τήν ἀμηχανία, πού στό τέλος τοῦ ἔγινε ἐφιάλτης.
Θέλει νά τόν σώσει τόν Ἰησοῦ, ἀλλά χωρίς νά χάσει τίποτα ὁ ἴδιος· οὔτε κἄν τήν ἀξιοπρέπειά του. Κάνει πολλά βήματα γιά νά μήν καταδικάσει τόν Ἀθῶο. Πρότεινε νά τόν πάρει πάλι τό Συνέδριο καί νά τόν κρίνει, γιατί αὐτό δέν εἶχε τό δικαίωμα νά ἐπιβάλει θανατική ποινή· τόν ἔστειλε στόν Ἡρώδη, ὁμολόγησε στούς Ἰουδαίους πώς ὁ ἴδιος δέν βρίσκει καμιά ἐνοχή στόν κατηγορούμενο, ἔφτασε ἀκόμη καί νά τόν μαστιγώσει γιά νά ξεθυμάνει τό μῖσος τους. Πολλά καί καλά βήματα πού δέν στοίχησαν, βέβαια, τίποτα στόν ἴδιο. Ἁπλῶς ὅμως βήματα. Τό ἅλμα πού ἀπαιτοῦσε ἡ περίσταση τό ἔπνιξε τό εἴδωλό του, ὁ θρόνος του, καί ἡ δειλία του μπρός σέ κεῖνον τόν μαινόμενο ὄχλο.
Τόν φοβόταν αὐτόν τό λαό ὁ Πιλᾶτος, γιατί τόν βάραινε μεγάλη ἐνοχή ἀπέναντί του. Ἀπό τή θύμηση τοῦ ἡγεμόνα περνοῦν τώρα σκληρά περιστατικά. Νεοφερμένος διοικητής στήν περιοχή γύρω στά 26, κουβάλησε ὁ ἴδιος –καί τό ἐπέτρεψε καί στούς στρατιῶτες του– εἰδωλολατρικά, αὐτοκρατορικά ἐμβλήματα παροξύνοντας ἔτσι τούς Ἰουδαίους. Ὁ ἴδιος ὄχλος, πού οὔρλιαζε τώρα μπρός στό πραιτώριο, ἦταν πού τότε περικύκλωσε τό ἀνάκτορό του στήν Καισάρεια καί διαμαρτυρήθηκε ἀπειλητικά, ἀδιαφορώντας ἀκόμα καί μπροστά στούς ροπαλοφόρους στρατιῶτες του. Αὐτόν τόν ὄχλο τόν εἶχε ἐξαπατήσει καταχρώμενος τά ἱερά χρήματα τοῦ κορβανᾶ, μέ τό πρόσχημα νά χτίσει ὑδραγωγεῖο· στήν διαμαρτυρία καί τήν ἐξέγερση τοῦ λαοῦ πού ἀκολούθησε, ὁ Πιλᾶτος ἀπάντησε ὕπουλα φονεύοντας πολλούς. Καί σέ ἄλλη περίπτωση κατέσφαξε Γαλιλαίους, ἐνῶ πρόσφεραν θυσίες, καί ἀνακάτεψε τό αἷμα τους μέ τό αἷμα θυσιῶν.
Φέρθηκε πάντα στούς Ἰουδαίους ὕπουλα, κενόδοξα, προκλητικά. Τούς εἶχε φορτίσει μέ πολλά παράπονα καί ἐκδικητικότητα ἐναντίον του. Πῶς νά τούς ἀντισταθεῖ τώρα πού κραύγαζαν «ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν»; Ἡ ἐνοχή του τόν ἔκανε ἄνανδρο. Ποιός ξέρει; Ἦταν πολύ πιθανό μέσα σ’ αὐτόν τόν μανιασμένο ὄχλο νά κρύβονται καταγγελεῖς πού καραδοκοῦσαν καί τήν μικρότερη εὐκαιρία καί ἀφορμή γιά νά τόν ἐκδικηθοῦν διαβάλλοντάς τον στόν Τιβέριο, τόν ἄγριο καί μισάνθρωπο αὐτοκράτορα. Ἔνιωθε νά γλιστράει μέσα ἀπό τά χέρια του ἡ ἡγεμονία ἡ στηριγμένη σέ τόσες δωροδοκίες, δολιότητες, ἁρπαγές καί φόνους. Στό τέλος πανικοβλήθηκε καί παρέλυσε μ' ἐκεῖνο τό «οὐκ εἶ φίλος τοῦ Καίσαρος».
Κι ἔτσι «παρέδωκεν αὐτόν ἵνα σταυρωθῇ». Πρωτύτερα ὅμως ἔπλυνε τά χέρια του, γιά νά δείξει πώς αὐτός εἶναι ἀθῶος γιά τό αἷμα τοῦ Ἀθώου, πού θά χυνόταν μετά ἀπό λίγο.
Ἡ ἡγεμονική του θέση καί ἡ δειλία του ἔγιναν ἀγκάθια καί ἔπνιξαν τό σπόρο τῆς πίστεως, πού θά μποροῦσε νά βλαστήσει μέσα του γιά κεῖνον πού δίκασε καί καταδίκασε. Θόλωσαν τά μάτια του, γιά νά μήν μπορέσει νά δεῖ πίσω ἀπό κεῖνον τόν μελλοθάνατο τόν αἰώνιο Θεό. Ἔφραξαν τήν ἀκοή του καί βιαστικά ὁδήγησαν τά βήματά του ἔξω ἀπ’ τό πραιτώριο μήν τυχόν κι ἄκουγε τί εἶναι ἀλήθεια κι ἀνασταινόταν… Τό ἅλμα πού τοῦ ζητήθηκε δέν τό 'κανε, γιατί θά τοῦ στοίχιζε τήν ἡγεμονία. Ἔκανε ὑπολογιστικά καί μετρημένα βήματα πού τοῦ στοίχισαν τήν αἰωνιότητα.
Ἡ δίκη αὐτή ἔκανε τό ὄνομα τοῦ Πιλάτου ἀθάνατο, συνώνυμο τῆς δειλίας καί τῆς εὐτέλειας. Ἀθάνατο, ἀλλά ἔξω ἀπό τό βιβλίο τῆς ζωῆς. Ὁ Ἰησοῦς ἔκανε τά πάντα σ’ αὐτή τή δίκη γιά νά τοῦ ἀποκαλυφθεῖ καί νά γράψει τό ὄνομά του σ’ αὐτό τό βιβλίο. Ὁ ἴδιος δέν θέλησε. Τό δέλεαρ τῆς ἡγεμονικῆς θέσης του τόν συγκράτησε. Αὐτό τό δέλεαρ ὅμως μετά ἀπό μερικά χρόνια θά μετατραπεῖ σέ βαρύ τίμημα. Τήν ἔχασε τή θέση του· κι ἐξορίστηκε κιόλας, στή Γαλατία. Καί στήν ἐξορία αὐτοκτόνησε πέφτοντας σέ μιά ἀφρισμένη λίμνη. Σάν νά 'θελε τώρα νά πλυθεῖ ὁλόκληρος, ὅπως κάποτε ἔπλυνε τά χέρια του…
Ἄν ἤθελε θά μποροῦσε νά 'ναι προνομιοῦχος, δεχόμενος τήν Ἀλήθεια πού πέρασε σαρκωμένη ἀπό πλάι του. Δέν θέλησε. Κι εἶναι ἀναπολόγητος γι’ αὐτό, γιατί λίγο μετά στόν Κρανίου τόπο ἕνας ληστής ἀναγνωρίζει, πίσω ἀπ’ τόν καταδικασμένο ἀπό τόν ἴδιο καί σταυρωμένο πιά Ἰησοῦ, τόν κρυπτόμενο Θεό. Ὁ ἡγεμόνας ἦταν σέ πλεονεκτικότερη θέση νά Τόν ἀναγνωρίσει. Ἄν ἤθελε θά μποροῦσε νά ἦταν ὁ προτελευταῖος πιστός πού θά ἔσωζε ὁ μελλοθάνατος Θεάνθρωπος.
Ζωή Γούλα
Φιλόλογος
Φιλόλογος