Ἀπό τά βάθη τῆς ἐρήμου, ὅπου πέρασε τή ζωή του, κι ἀπό τήν ἀπόσταση τῶν δεκαπέντε αἰώνων, πού μᾶς χωρίζουν ἀπό τήν ἐποχή τοῦ ἀσκητικοῦ γέροντα, μοιάζει ξέμακρη ἡ φωνή του. Μά εἶναι τόσο σοφή καί πρακτική ἡ διδασκαλία του, τόσο ἀναγκαία καί ἐπίκαιρη, πού ἀξίζει νά μᾶς ἀπευθύνει αὐτός τό μήνυμα τῆς περιόδου αὐτῆς, ὁ ἅγιος Ἰωάννης συγγραφέας τῆς Κλίμακος (525-600 μ.Χ.), τόν ὁποῖο τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας τήν τέταρτη Κυριακή τῶν νηστειῶν.
Ἐπί σαράντα χρόνια στή μόνωση τῆς ἐρήμου, ὅπου ἀπό τά δεκαέξι του εἶχε καταφύγει, καί κατόπιν, ἐπί μία εἰκοσαετία περίπου, ὡς ἡγούμενος τῆς μονῆς Σινᾶ, μελέτησε σέ βάθος τήν ἀνθρώπινη ψυχή καί γνώρισε τά μυστικά τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα. Αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας του τό ἀπόσταγμα περιλαμβάνει στό σοφό βιβλίο του «Κλῖμαξ». Σ᾿ αὐτό, μέσα σέ τριάντα λόγους (ὅσα ἦταν τά χρόνια τοῦ Κυρίου, ὅταν ἄρχισε τή δημόσια δράση του), ταξινομεῖ πρακτικά διδάγματα γιά τή μοναχική ζωή ἀλλά καί γενικότερα γιά τήν πνευματική ζωή τῶν πιστῶν. Ἄν καί ἀσκητής ὁ ἴδιος καί πρός ἀσκητές ἀπευθυνόμενος, δέν περιορίζεται σέ ἐντολές πού ἀφοροῦν στή σωματική ἄσκηση. «Δέν ἔχω νηστέψει, δέν ἔχω ἀγρυπνήσει, δέν κοιμήθηκα στό χῶμα, ἀλλά ταπεινώθηκα καί μέ ἔσωσε ὁ Κύριος», γράφει χαρακτηριστικά στόν 25ο λόγο.
Τό γνώρισμα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, πού κυρίως τονίζει ὁ θεοφώτιστος διδάσκαλος, εἶναι ὁ συνεχής ἀγώνας γιά τήν πνευματική ἀναβάθμιση τοῦ πιστοῦ. Παρουσιάζει τήν πνευματική ζωή ὡς μία κλίμακα. Τό χρέος τοῦ καθενός εἶναι νά ἀγωνίζεται, ὅσο περισσότερο μπορεῖ, ν᾿ ἀνεβαίνει στήν κλίμακα. «Κλίμακα ἀναβάσεως πεπελέκηκα (=ἔχω καταρτίσει)», γράφει στόν 27ο λόγο, «ἕκαστος, λοιπόν, βλεπέτω ἐν ποίᾳ βαθμίδι ἕστηκεν». Τήν ἀναγκαιότητα τῆς ἀναβάθμισης τονίζει ἐπιγραμματικά καί στήν κατακλείδα τοῦ βιβλίου παροτρύνοντας τούς ἀναγνῶστες: «Ἀναβαίνετε, ἀναβαίνετε, ἀδελφοί, ἀναβάσεις προθύμως ἐν καρδίᾳ διαθέμενοι (=ἐπιθυμώντας ὁλόψυχα τίς ἀναβάσεις)».
Πόσο σοφός ὁ λόγος τοῦ ἁγίου καθηγητῆ τῆς ἐρήμου καί πόσο ἀναγκαῖος καί γιά ὅλους ἐμᾶς, πού μέσα στήν ἐρημία τῶν πόλεων, στίς τόσες μέριμνες τῆς καθημερινότητας, δέν παύουμε ν᾿ ἀτενίζουμε μέ λαχτάρα τόν οὐρανό καί νά ζητοῦμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιά τήν κατάκτησή του! Αὐτή τή λαχτάρα ἐπιθυμώντας νά τονώσει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, μᾶς προετοιμάζει σ᾿ ὅλη τήν περίοδο τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, καθώς βῆμα-βῆμα μᾶς χειραγωγεῖ στό θρόνο τῆς χάριτος τοῦ Κυρίου, στόν ζωοποιό σταυρό του, γιά νά ἀξιωθοῦμε καί τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεώς του.
Ἡ ὅλη πορεία τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς εἶναι μία ἀνάβαση. Τή βιώνει ὁ πιστός σέ προσωπικό ἐπίπεδο μέ τή μετάνοια καί τήν ἐξομολόγησή του. Ἄν σέ πρώτη φάση ἡ μετάνοια εἶναι ἀλλαγή φρονήματος καί πορείας, στή συνέχεια προσδιορίζεται ὡς ἀλλαγή ἐπιπέδου. Κερδίζουμε ὕψος κάθε φορά πού μέ συναίσθηση καί συντριβή ἐπιστρέφουμε στόν Κύριο κι ἐξαγορευόμαστε τά κρίματά μας στό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως. «Ἰδού, ἀναβαίνομεν εἰς Ἰεροσόλυμα», θά ψάλουμε στήν ἀρχή τῆς Μ. Ἑβδομάδας. Θά εμαστε, ἄραγε, ὅλοι ἕτοιμοι γιά τήν ἀνάβαση αὐτή; Θά ἔχει προηγηθεῖ ἡ εἰλικρινής ἐξομολόγησή μας; Ὁ Θεός νά δώσει!
Ἐπί σαράντα χρόνια στή μόνωση τῆς ἐρήμου, ὅπου ἀπό τά δεκαέξι του εἶχε καταφύγει, καί κατόπιν, ἐπί μία εἰκοσαετία περίπου, ὡς ἡγούμενος τῆς μονῆς Σινᾶ, μελέτησε σέ βάθος τήν ἀνθρώπινη ψυχή καί γνώρισε τά μυστικά τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα. Αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας του τό ἀπόσταγμα περιλαμβάνει στό σοφό βιβλίο του «Κλῖμαξ». Σ᾿ αὐτό, μέσα σέ τριάντα λόγους (ὅσα ἦταν τά χρόνια τοῦ Κυρίου, ὅταν ἄρχισε τή δημόσια δράση του), ταξινομεῖ πρακτικά διδάγματα γιά τή μοναχική ζωή ἀλλά καί γενικότερα γιά τήν πνευματική ζωή τῶν πιστῶν. Ἄν καί ἀσκητής ὁ ἴδιος καί πρός ἀσκητές ἀπευθυνόμενος, δέν περιορίζεται σέ ἐντολές πού ἀφοροῦν στή σωματική ἄσκηση. «Δέν ἔχω νηστέψει, δέν ἔχω ἀγρυπνήσει, δέν κοιμήθηκα στό χῶμα, ἀλλά ταπεινώθηκα καί μέ ἔσωσε ὁ Κύριος», γράφει χαρακτηριστικά στόν 25ο λόγο.
Τό γνώρισμα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, πού κυρίως τονίζει ὁ θεοφώτιστος διδάσκαλος, εἶναι ὁ συνεχής ἀγώνας γιά τήν πνευματική ἀναβάθμιση τοῦ πιστοῦ. Παρουσιάζει τήν πνευματική ζωή ὡς μία κλίμακα. Τό χρέος τοῦ καθενός εἶναι νά ἀγωνίζεται, ὅσο περισσότερο μπορεῖ, ν᾿ ἀνεβαίνει στήν κλίμακα. «Κλίμακα ἀναβάσεως πεπελέκηκα (=ἔχω καταρτίσει)», γράφει στόν 27ο λόγο, «ἕκαστος, λοιπόν, βλεπέτω ἐν ποίᾳ βαθμίδι ἕστηκεν». Τήν ἀναγκαιότητα τῆς ἀναβάθμισης τονίζει ἐπιγραμματικά καί στήν κατακλείδα τοῦ βιβλίου παροτρύνοντας τούς ἀναγνῶστες: «Ἀναβαίνετε, ἀναβαίνετε, ἀδελφοί, ἀναβάσεις προθύμως ἐν καρδίᾳ διαθέμενοι (=ἐπιθυμώντας ὁλόψυχα τίς ἀναβάσεις)».
Πόσο σοφός ὁ λόγος τοῦ ἁγίου καθηγητῆ τῆς ἐρήμου καί πόσο ἀναγκαῖος καί γιά ὅλους ἐμᾶς, πού μέσα στήν ἐρημία τῶν πόλεων, στίς τόσες μέριμνες τῆς καθημερινότητας, δέν παύουμε ν᾿ ἀτενίζουμε μέ λαχτάρα τόν οὐρανό καί νά ζητοῦμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιά τήν κατάκτησή του! Αὐτή τή λαχτάρα ἐπιθυμώντας νά τονώσει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, μᾶς προετοιμάζει σ᾿ ὅλη τήν περίοδο τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, καθώς βῆμα-βῆμα μᾶς χειραγωγεῖ στό θρόνο τῆς χάριτος τοῦ Κυρίου, στόν ζωοποιό σταυρό του, γιά νά ἀξιωθοῦμε καί τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεώς του.
Ἡ ὅλη πορεία τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς εἶναι μία ἀνάβαση. Τή βιώνει ὁ πιστός σέ προσωπικό ἐπίπεδο μέ τή μετάνοια καί τήν ἐξομολόγησή του. Ἄν σέ πρώτη φάση ἡ μετάνοια εἶναι ἀλλαγή φρονήματος καί πορείας, στή συνέχεια προσδιορίζεται ὡς ἀλλαγή ἐπιπέδου. Κερδίζουμε ὕψος κάθε φορά πού μέ συναίσθηση καί συντριβή ἐπιστρέφουμε στόν Κύριο κι ἐξαγορευόμαστε τά κρίματά μας στό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως. «Ἰδού, ἀναβαίνομεν εἰς Ἰεροσόλυμα», θά ψάλουμε στήν ἀρχή τῆς Μ. Ἑβδομάδας. Θά εμαστε, ἄραγε, ὅλοι ἕτοιμοι γιά τήν ἀνάβαση αὐτή; Θά ἔχει προηγηθεῖ ἡ εἰλικρινής ἐξομολόγησή μας; Ὁ Θεός νά δώσει!
Στέργιος Ν. Σάκκος