Ἡ λέξη "φῶς" γιά τόν πιό ἁπλό ἄνθρωπο ἀλλά καί γιά τόν μεγάλο φιλόσοφο εἶναι μιά ἀγαπητή, πλούσια καί πολυχρησιμοποιημένη λέξη. Ὅ,τι πιό ὄμορφο ἔχουμε νά ἐκφράσουμε, ὅ,τι πιό ἀγαπητό, πιό χαρούμενο, πιό ἐπιθυμητό, μποροῦμε νά τό ποῦμε μέ τρία γράμματα: φ ῶ ς. Οἱ μανάδες στίς τρυφερές τους ἐκφράσεις πρός τά παιδιά τους συμπεριλαμβάνουν κι αὐτή τή λέξη: "Φῶς μου". Ἡ γνώση, ἡ ἔμπνευση, ἡ εὐτυχία, ὁ πλουτισμός καί ὁ πλατυσμός, ἀκόμη κι αὐτή ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς μπορεῖ νά ὀνομαστεῖ "φῶς". Ἀκοῦμε τόν μεγάλο Γκαῖτε νά ἀναφωνεῖ στίς τελευταῖες του στιγμές: "Φῶς, περισσότερο φῶς". Ἀφουγκραζόμαστε τήν ἀναζήτηση τοῦ καθημερινοῦ ὁδοιπόρου τῆς ζωῆς: "Φῶς ζητᾶμε, φῶς διαβάτη". Ἔτσι κατανοοῦμε πώς ἡ ψυχοσωματική ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου διψᾶ τό φῶς. Κι αὐτό ἴσως ἔχει τήν ἐξήγησή του στό ὅτι προέρχεται ἀπό τό κατεξοχήν φωτεινό ὄν, τόν Θεό -"ὁ Θεός φῶς ἐστι" (Α' Ἰω 1,5)-, γι᾿ αὐτό ζητώντας τό φῶς του τείνει πρός τόν Θεό. Βαθειά ἡ ἀπογοήτευση ἀλλά κι ἀληθινή ἡ διαπίστωση τοῦ καταπονημένου ἀναζητητοῦ: "Ἦταν φῶτα, χίλια φῶτα, μά δέν ἤτανε τό φῶς", γιατί τό φῶς εἶναι μόνο ὁ Θεός.
Στό πρῶτο βιβλίο τῆς ἁγίας Γραφῆς ἡ ἐμφάνιση τοῦ φωτός σηματοδοτεῖ τήν ἀρχή τῆς ὑλικῆς δημιουργίας (Γε 1,3). Στήν Ἀποκάλυψη, στό τελευταῖο βιβλίο τῆς ἁγίας Γραφῆς, ὁ Χριστός ἀποκαλεῖται "ἀστήρ πρωϊνός" (2,28). Εἶναι τό προμήνυμα τῆς αἰώνιας ἡμέρας, εἶναι τό φῶς πού δίνει μιά ἄλλη φωτεινή διάσταση στόν καθημερινό κύκλο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Κάθε μέρα αὐτός ὁ "πρωινός ἀστέρας" μᾶς δίνει μιά καινούργια ὑπόσχεση, μιά καινούργια εὐκαιρία νά γίνουμε κι ἐμεῖς, περπατώντας κάτω ἀπ᾿ τό δικό του φῶς, καινούργιοι ἄνθρωποι. Κι εἶναι ὄμορφο νά κοιτάζουμε τήν κάθε αὐγή, ὄχι μέ τήν αἴσθηση μιᾶς ἀκόμη ἀγγαρείας, ἀλλά μέ τή χαρά μιᾶς ἀκόμη εὐκαιρίας.
Ὁ Χριστός δέν εἶναι γιά μᾶς μόνο τό πρωινό φῶς τῆς ἡμέρας, ἀλλά τό "φῶς τοῦ κόσμου" (Ἰω 8,12) πού καταυγάζει ὅλη τή γῆ. Εἶναι ἐκεῖνο τό ἐκτυφλωτικό ἀστραφτερό φῶς τοῦ μεσημεριοῦ. Στήν ἀνατολή, ἄν θελήσει κανείς καί καταφέρει νά στρέψει τή ματιά του στόν ἡλιακό δίσκο τήν ὥρα πού μεσουρανεῖ, θά δεῖ στό κέντρο του ἕνα κατάλευκο φῶς, πού προκαλεῖ πόνο στά μάτια κι ἡ παράστασή του μένει ἀποτυπωμένη ἀκόμη κι ἄν κλείσει τά βλέφαρα. Ἴσως θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς ὅτι αὐτή εἶναι ἡ πιό καθαρή καί δυνατή ὀπτική παράσταση αὐτοῦ πού λέμε· ὁ Χριστός εἶναι τό φῶς τοῦ κόσμου. Αὐτό τό φῶς, πού εἰσδύει μέχρι τά ἔγκατα τῆς γῆς καί κατακαίει καθετί σάπιο κι ἐπιβλαβές, θερμαίνει καί ἀναζωογονεῖ θαμμένες δυνάμεις. Αὐτό τό φῶς διαπερνᾶ τά ἀντικείμενα πού συναντᾶ καί διαχέεται στήν ἀτμόσφαιρα πιό ἤπιο, πιό εὐπρόσδεκτο στό μάτι. Ἔτσι συμβαίνει καί μέ τό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ζεσταίνει τίς καρδιές πού τό ἀντέχουν καί τό ἀποδέχονται, τίς μεταμορφώνει καί μέσα ἀπ᾿ αὐτές μεταδίδεται καί στούς ὑπόλοιπους σάν χαρά, ἀγάπη, εἰρήνη.
Αὐτό τό ἴδιο ἐκτυφλωτικό φῶς γίνεται "φῶς ἱλαρόν", γιά νά σκεπάσει τήν πλάση μέ τή γαλήνη τοῦ δειλινοῦ λίγο πρίν τό σκοτάδι. Τό γλυκό, ἱλαρό φῶς τοῦ Χριστοῦ, πού παρηγορεῖ κι ἐνισχύει τίς καρδιές μας, μένει μαζί μας καί τίς σκοτεινές ὧρες τῆς ζωῆς καί χαρίζει τή δική του εἰρήνη στίς πολυτάραχες ψυχές μας.
Ὁ πρωινός ἀστέρας, τό ἐκτυφλωτικό φῶς τοῦ κόσμου, τό φωτεινό στήριγμα τοῦ δειλινοῦ τῆς ζωῆς μας, τύλιξε τή λάμψη καί τή δόξα του σέ μιά σάρκινη ἁλουργίδα κι ἔτσι ἔγινε προσιτό στά σκοτεινά μας μάτια. Ἡ Ἐκκλησία, μέσα στήν κατανυκτική ἀτμόσφαιρα τῆς Σαρακοστῆς καί μέ τό ἑσπερινό φῶς τῆς θείας Λειτουργίας τῶν προηγιασμένων δώρων, σαλπίζει: "Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι"! Ἡ λαμπάδα -λειτουργικό σύμβολο τοῦ Χριστοῦ- φωτίζει τό μισοσκόταδο κι ὁ Χριστός καταυγάζει τίς ψυχές, πού μέ τή μετάνοια ἀνοίγουν τίς θυρίδες τους στήν πρόκληση τοῦ μοναδικοῦ, τοῦ ἀληθινοῦ, τοῦ αἰωνίου φωτός.
Στό πρῶτο βιβλίο τῆς ἁγίας Γραφῆς ἡ ἐμφάνιση τοῦ φωτός σηματοδοτεῖ τήν ἀρχή τῆς ὑλικῆς δημιουργίας (Γε 1,3). Στήν Ἀποκάλυψη, στό τελευταῖο βιβλίο τῆς ἁγίας Γραφῆς, ὁ Χριστός ἀποκαλεῖται "ἀστήρ πρωϊνός" (2,28). Εἶναι τό προμήνυμα τῆς αἰώνιας ἡμέρας, εἶναι τό φῶς πού δίνει μιά ἄλλη φωτεινή διάσταση στόν καθημερινό κύκλο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Κάθε μέρα αὐτός ὁ "πρωινός ἀστέρας" μᾶς δίνει μιά καινούργια ὑπόσχεση, μιά καινούργια εὐκαιρία νά γίνουμε κι ἐμεῖς, περπατώντας κάτω ἀπ᾿ τό δικό του φῶς, καινούργιοι ἄνθρωποι. Κι εἶναι ὄμορφο νά κοιτάζουμε τήν κάθε αὐγή, ὄχι μέ τήν αἴσθηση μιᾶς ἀκόμη ἀγγαρείας, ἀλλά μέ τή χαρά μιᾶς ἀκόμη εὐκαιρίας.
Ὁ Χριστός δέν εἶναι γιά μᾶς μόνο τό πρωινό φῶς τῆς ἡμέρας, ἀλλά τό "φῶς τοῦ κόσμου" (Ἰω 8,12) πού καταυγάζει ὅλη τή γῆ. Εἶναι ἐκεῖνο τό ἐκτυφλωτικό ἀστραφτερό φῶς τοῦ μεσημεριοῦ. Στήν ἀνατολή, ἄν θελήσει κανείς καί καταφέρει νά στρέψει τή ματιά του στόν ἡλιακό δίσκο τήν ὥρα πού μεσουρανεῖ, θά δεῖ στό κέντρο του ἕνα κατάλευκο φῶς, πού προκαλεῖ πόνο στά μάτια κι ἡ παράστασή του μένει ἀποτυπωμένη ἀκόμη κι ἄν κλείσει τά βλέφαρα. Ἴσως θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς ὅτι αὐτή εἶναι ἡ πιό καθαρή καί δυνατή ὀπτική παράσταση αὐτοῦ πού λέμε· ὁ Χριστός εἶναι τό φῶς τοῦ κόσμου. Αὐτό τό φῶς, πού εἰσδύει μέχρι τά ἔγκατα τῆς γῆς καί κατακαίει καθετί σάπιο κι ἐπιβλαβές, θερμαίνει καί ἀναζωογονεῖ θαμμένες δυνάμεις. Αὐτό τό φῶς διαπερνᾶ τά ἀντικείμενα πού συναντᾶ καί διαχέεται στήν ἀτμόσφαιρα πιό ἤπιο, πιό εὐπρόσδεκτο στό μάτι. Ἔτσι συμβαίνει καί μέ τό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ζεσταίνει τίς καρδιές πού τό ἀντέχουν καί τό ἀποδέχονται, τίς μεταμορφώνει καί μέσα ἀπ᾿ αὐτές μεταδίδεται καί στούς ὑπόλοιπους σάν χαρά, ἀγάπη, εἰρήνη.
Αὐτό τό ἴδιο ἐκτυφλωτικό φῶς γίνεται "φῶς ἱλαρόν", γιά νά σκεπάσει τήν πλάση μέ τή γαλήνη τοῦ δειλινοῦ λίγο πρίν τό σκοτάδι. Τό γλυκό, ἱλαρό φῶς τοῦ Χριστοῦ, πού παρηγορεῖ κι ἐνισχύει τίς καρδιές μας, μένει μαζί μας καί τίς σκοτεινές ὧρες τῆς ζωῆς καί χαρίζει τή δική του εἰρήνη στίς πολυτάραχες ψυχές μας.
Ὁ πρωινός ἀστέρας, τό ἐκτυφλωτικό φῶς τοῦ κόσμου, τό φωτεινό στήριγμα τοῦ δειλινοῦ τῆς ζωῆς μας, τύλιξε τή λάμψη καί τή δόξα του σέ μιά σάρκινη ἁλουργίδα κι ἔτσι ἔγινε προσιτό στά σκοτεινά μας μάτια. Ἡ Ἐκκλησία, μέσα στήν κατανυκτική ἀτμόσφαιρα τῆς Σαρακοστῆς καί μέ τό ἑσπερινό φῶς τῆς θείας Λειτουργίας τῶν προηγιασμένων δώρων, σαλπίζει: "Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι"! Ἡ λαμπάδα -λειτουργικό σύμβολο τοῦ Χριστοῦ- φωτίζει τό μισοσκόταδο κι ὁ Χριστός καταυγάζει τίς ψυχές, πού μέ τή μετάνοια ἀνοίγουν τίς θυρίδες τους στήν πρόκληση τοῦ μοναδικοῦ, τοῦ ἀληθινοῦ, τοῦ αἰωνίου φωτός.