Ἡ ἀπορία
Στήν ἀρχή τοῦ 12ου κεφαλαίου τῆς πρός Ἑβραίους Ἐπιστολῆς ὁ ἀπόστολος προτρέπει τούς πιστούς νά ἀτενίζουν πρός τόν «ἀρχηγόν καί τελειωτήν τῆς πίστεως Ἰησοῦν Χριστόν». Ἐκεῖνος εἶναι ἡ πηγή τῆς δυνάμεως καί τῆς ἐμπνεύσεως γιά τόν ἀγώνα αὐτῆς τῆς ζωῆς πού τερματίζεται στόν οὐρανό. Ἐκεῖ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς περιμένει καθήμενος στά δεξιά τοῦ Πατρός. Ὑπάρχουν ὅμως δύο ἐμπόδια πού παρεμβάλλονται σ᾿ αὐτή τήν πορεία καί πρέπει νά ξεπερασθοῦν. Γι᾿ αὐτό ὁ ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ: «ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καί τήν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν» (Ἑβ 12,1). Ἀντιλαμβανόμαστε, βέβαια, ὅτι ἡ ἁμαρτία ἀποτελεῖ σημαντικό ἐμπόδιο στήν πνευματική πορεία τοῦ πιστοῦ. Γιατί ὅμως χαρακτηρίζεται ὡς «εὐπερίστατος»; Ἐπιπλέον, ποιός εἶναι ὁ «ὄγκος», τόν ὁποῖο ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος, καί πῶς αὐτός ἐμποδίζει τήν πνευματική ζωή; Προϋποθέσεις ἀνυψώσεως
Στό ἀμέσως προηγούμενο κεφάλαιο, τό 11ο τῆς Ἐπιστολῆς, γίνεται ἀναφορά στήν πίστη. Μνημονεύεται ἐπίσης ἕνας μεγάλος ἀριθμός ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ, πού διακρίθηκαν γιά τήν πίστη τους. Ὅλοι αὐτοί ἀποτελοῦν τό «περικείμενον νέφος μαρτύρων», ἕνα σύννεφο πού μᾶς περιβάλλει καί μᾶς ἀνυψώνει ἀπό τή γῆ στά οὐράνια. Γιά τήν ἀνύψωση ὅμως αὐτή ἀπαιτεῖται καί ἡ συνεργασία τοῦ πιστοῦ. Αὐτή συνίσταται σέ δύο πράγματα: α) Νά εἶναι ἀνάλαφρος, χωρίς κάποιο βάρος πού νά τόν καθηλώνει στή γῆ, καί β) νά παραμένει ἀδέσμευτος ἀπό τίς παγίδες πού τόν ρίχνουν στό χῶμα. Βάρος στήν περίπτωσή μας εἶναι ὁ ὄγκος καί παγίδες ἡ ἁμαρτία, ἡ ὁποία μάλιστα χαρακτηρίζεται εὐπερίστατος, διότι εὔκολα μᾶς περιβάλλει καί μᾶς καταβάλλει. Σάν τόν ἀετό
Ποιός δέν γνωρίζει πόσο εὔκολα «τά μάτια δελεάζονται, τ᾿ αὐτιά καταθέλγονται, ἡ ἁφή γαργαλίζεται, ἡ γλώσσα γλιστρᾶ κι ὁ λογισμός ἔχει ἔντονη τή ροπή πρός τό κακό», ὅπως σχολιάζει ὁ Θεοδώρητος; Πολλοί παθαίνουν συχνά τό πάθημα τοῦ ἀετοῦ: Τό δυνατό πουλί διέκρινε στόν ποταμό ἕνα ψοφίμι. Ὅρμησε, λοιπόν, ἔμπηξε τά νύχια του στή λεία καί ἐπιδόθηκε στήν ἀπόλαυση τοῦ φαγητοῦ, χωρίς νά νοιάζεται πού παρασύρεται ἀπό τό ρεῦμα. Εἶχε ἐμπιστοσύνη στά δυνατά φτερά του. Πολλές φορές χάρη σ᾿ αὐτά ἀπομακρύνθηκε ἀπό τόν κίνδυνο. Πράγματι, τό ρεῦμα πλησίασε στούς καταρράκτες μεταφέροντας στήν ὁρμή του τόν ἀετό προσηλωμένο στό ψοφίμι. Μόλις τό ἀντιλήφθηκε ἐκεῖνος, ἄνοιξε διάπλατα τίς φτεροῦγες του, γιά νά πετάξει ψηλά, ὅπως συνήθιζε. Τοῦ κάκου, ὅμως! Μπηγμένα στό πτῶμα τά νύχια του εἶχαν παγώσει κι εἶχαν συνδεθεῖ ἀναπόσπαστα μαζί του. Ἔτσι, ἀκολούθησε τήν πορεία τοῦ πτώματος· συντρίφθηκε στήν ὁρμή τοῦ καταρράκτη. Πόσες ψυχές δέν συντρίβονται καθημερινά περιπλεγμένες στά δίχτυα τῆς εὐπερίστατης ἁμαρτίας, πού ἑλκύει καί δελεάζει τά θύματά της, γιά νά τά ὁδηγήσει τελικά στόν πνευματικό θάνατο!
Ἐπιτυχίες καί καυχήματα
Τό ἄλλο ἐμπόδιο, τό ὁποῖο ἐπισημαίνει ὁ ἀπόστολος, εἶναι ὁ ὄγκος. Ἔτσι ὀνομάζει τό βάρος τῶν βιοτικῶν πραγμάτων καί φροντίδων, πού χαυνώνουν τήν ψυχή καί τήν παραδίδουν στή ραθυμία. Μιλᾶ μάλιστα γιά «πάντα ὄγκον». Εἶναι, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «πάντα τά ἀνθρώπινα», ὅλα τά κατορθώματα καί καυχήματα πού δίνουν στόν ἄνθρωπο μία κακῶς νοουμένη αὐτοπεποίθηση καί τόν γεμίζουν μέ ὑπερηφάνεια καί ἔπαρση.Ἀσφαλῶς οἱ ἑβραῖοι παραλῆπτες τῆς Ἐπιστολῆς ἀντιμετώπιζαν ἄμεσα τήν ἀπειλή τοῦ ὄγκου. Καθώς προέρχονταν ἀπό τόν ἐκλεκτό καί περιούσιο λαό τοῦ Θεοῦ, νόμισαν ὅτι μποροῦν νά μεταλλάξουν τή θεϊκή δωρεά σέ ἐθνικό τους προνόμιο. Συμπεριφέρονταν σάν «χαϊδεμένα παιδιά» τοῦ Θεοῦ. Καμάρωναν καί καυχῶνταν μέ τή συνείδηση πώς αὐτοί εἶναι οἱ ἐκλεκτοί κι ὅλοι οἱ ἄλλοι δέν ἀξίζουν τίποτε. Αὐτή τή φαρισαϊκή νοοτροπία ἤλεγξε σκληρά καί ὁ Κύριος, ἀποκαλύπτοντας ὅτι οὔτε οἱ ἴδιοι ἀξιοποιοῦσαν τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τούς ἄλλους ἐμπόδιζαν νά τίς ἀποκτήσουν.
Δέν ἀποτελεῖ, λοιπόν, μόνο ἡ ἁμαρτία καί ἡ πτώση ἐμπόδιο γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἐμπόδιο μεγάλο καί ὕπουλο εἶναι καί οἱ ἐπιτυχίες, τά κατορθώματα, τά προνόμια καί τά θετικά στοιχεῖα, πού μπορεῖ κάποιος νά διαθέτει. Ἐφόσον αὐτονομεῖται ἀπό τόν Θεό ὁ ἄνθρωπος, ἐφόσον θεωρεῖ καί προβάλλει ὡς προσωπικά του ἐπιτεύγματα τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ, κινδυνεύει νά καταπλακωθεῖ κάτω ἀπό τό βάρος τοῦ ὄγκου.
Σοφά οἱ ἅγιοι πατέρες ἐπισημαίνουν ὅτι, ἐνῶ ὅλα τά ἁμαρτήματα μᾶς καταβάλλουν ὅταν ἀμελοῦμε τόν πνευματικό ἀγώνα, ἡ ὑπερηφάνεια μᾶς προσβάλλει ὅταν ἐπιτυγχάνουμε καί προοδεύουμε. Γι᾿ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας πάντοτε, καί μάλιστα στήν περίοδο τοῦ Τριωδίου καί τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἐφιστᾶ τήν προσοχή μας στόν κίνδυνο τῆς ἐπάρσεως καί μᾶς προτρέπει νά ταπεινοφρονοῦμε. Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ μόνη ἀσφαλής ὁδός γιά τή σωτηρία.
Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 60 (2005) 114-115