«῾Ο Κύριος βεβαίως γνωρίζει τίς ἁμαρτίες μας κι ἐμεῖς τοῦ ζητοῦμε τήν ἄφεση, π.χ. διά τῆς προσευχῆς. Δέν εἶναι αὐτό ἀρκετό; Κι ἔπειτα, ὅποιος ἐξομολογηθεῖ στόν πνευματικό καί μετά ἀπό λίγο κάνει πάλι τά ἴδια, τί κερδίζει ἀπό τέτοια ἐξομολόγηση;»
«Θεραπευτικό ἰατρεῖο τῆς ἁμαρτίας» ἀποκαλεῖ τή μετάνοια ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος. «Δέν ἀπορρίπτει», λέγει, «τόν πόρνο, δέν διώχνει τόν μοιχό, δέν ἀποστρέφεται τόν μέθυσο, δέν σιχαίνεται τόν εἰδωλολάτρη, δέν ἀπομακρύνει τόν κακολόγο, δέν διώχνει τόν βλάσφημο οὔτε τόν ἀλαζόνα, ἀλλά ὅλους τούς ἀλλάζει, διότι ἡ μετάνοια εἶναι χωνευτήρι τῆς ἁμαρτίας» (ΕΠΕ 30,241).
᾿Αλλά δέν ἐπιτυγχάνει μόνη της ἡ μετάνοια αὐτό τό θαῦμα. Τό κατορθώνει σέ συνεργασία μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ. «῎Αν ἦταν μόνη ἡ μετάνοια, θά εἶχες δίκιο νά φοβᾶσαι. ᾿Επειδή ὅμως μέ τή μετάνοια ἀναμιγνύεται καί ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ἔχε θάρρος» (ΕΠΕ 30,287-289), ἐνθαρρύνει τόν χριστιανό ὁ ἅγιος πατέρας. Καί ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ προσφέρεται στόν πιστό μέ τό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως. ῾Ο μοναδικός, λοιπόν, τρόπος ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν προϋποθέτει τήν ἐξαγόρευση καί ὁμολογία, πού ἐλεύθερα καί ὑπεύθυνα θά κάνει ὁ ἐξομολογούμενος ἐνώπιον τοῦ πνευματικοῦ τῆς ᾿Εκκλησίας.
῎Ηδη στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀπαιτεῖ τήν ἐξαγόρευση τῶν ἁμαρτημάτων ὡς ἔνδειξη τῆς ἀληθινῆς μετάνοιας (βλ. Λε 5,5· ᾿Αρ 5,7· Ψα 31,5· ᾿Ησ 43,26). Στήν Καινή Διαθήκη καθιερώνεται τό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως. Δέν ἀρκεῖ νά μετανοήσουμε γιά τίς ἁμαρτίες μας οὔτε νά τίς ὁμολογήσουμε στήν προσευχή μας μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Πρέπει καί νά τίς ἐξομολογηθοῦμε στόν πνευματικό πατέρα, διότι μόνο ὁ πνευματικός ἔχει τή δυνατότητα νά συγχωρεῖ ἁμαρτίες.
Ποιός δίνει αὐτή τήν ἐξουσία στόν πνευματικό; ῾Ο ἴδιος ὁ Κύριός μας ᾿Ιησοῦς Χριστός. Τά ἱερά Εὐαγγέλια ἱστοροῦν πῶς ὁ Κύριος ἀνέθεσε στούς μαθητές του αὐτό τό ἔργο διαβεβαιώνοντάς τους ὅτι· «ὅσα ἐάν δήσητε ἐπί τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καί ὅσα ἐάν λύσητε ἐπί τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ» (Μθ 18,18· πρβλ. 16,18· ᾿Ιω 20,23). Θαυμάζοντας αὐτή τήν ἐξουσία ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἀναφωνεῖ· «Μεγάλη ἡ τῶν ἱερέων ἀξία»! ᾿Ακριβέστερα, δέν εἶναι ὁ ἱερέας πού ἐπιτελεῖ τό θαῦμα τῆς ἀφέσεως ἀλλά ἡ ἁγία Τριάδα. ῾Ο ἱερέας μόνο δανείζει τή γλώσσα του καί προσφέρει τό χέρι του, γιά νά δώσει μ᾿ αὐτό τή χάρη τοῦ Θεοῦ στόν ἁμαρτωλό πού μετανοεῖ.
᾿Εγγύηση, λοιπόν, γιά τήν προσφορά τῆς θείας χάριτος εἶναι ὁ πνευματικός. Μπορεῖ καί κάποιος ἄλλος, φίλος μου ἤ γιατρός, ν᾿ ἀκούσει τό πρόβλημά μου, νά μέ παρηγορήσει καί νά μέ συμβουλεύσει. Κανείς ὅμως ἄλλος δέν μπορεῖ νά μοῦ δώσει τήν ἄφεση, νά θεραπεύσει τῆς ψυχῆς μου τά τραύματα, παρά μόνο ὁ πνευματικός. «῾Η ἐξαγόρευση τῶν ἁμαρτημάτων πρέπει νά γίνεται σ᾿ αὐτούς πού ἔχουν τή δύναμη νά θεραπεύσουν», συνιστᾶ ὁ Μ. Βασίλειος (ΕΠΕ 9,275). ῞Οπως ὁ ἄρρωστος δείχνει μόνο στόν γιατρό τά κρυφά του τραύματα γιά νά τόν θεραπεύσει ἔτσι κι ὁ ἁμαρτωλός φανερώνει τά μυστικά τῆς ψυχῆς του μόνο σ᾿ αὐτόν πού μπορεῖ νά τά συγχωρήσει καί μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ νά τά ἐξαλείψει.
᾿Εδῶ πρέπει νά θυμηθοῦμε αὐτό πού γράψαμε στό πρῶτο μέρος τῆς ἀπαντήσεώς μας, πού δημοσιεύθηκε στό προηγούμενο τεῦχος· ἡ ἐξομολήγηση εἶναι μυστήριο τῆς ᾿Εκκλησίας. ῞Οπως ὁ ἄνθρωπος πού βαπτίζεται ἀπό τόν ἱερέα φωτίζεται μέ τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἔτσι καί αὐτός πού ἐξομολογεῖται μέ εἰλικρινῆ μετάνοια παίρνει τή χάρη τῆς ἀφέσεως πού δίνει ὁ Κύριος διαμέσου τοῦ ἱερέα. Δέν μπορεῖ μόνος του ὁ χριστιανός νά λάβει τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, ὅπως δέν μπορεῖ μόνος του νά βαπτισθεῖ ἤ νά τελέσει τό μυστήριο τοῦ γάμου. Μέσα στήν ᾿Εκκλησία καί μόνο ἀπό τόν ἐκπρόσωπο τῆς ᾿Εκκλησίας θά δεχθεῖ τή θεία χάρη, διότι αὐτή εἶναι ἡ «ταμιοῦχος τῆς χάριτος».
Μέ τή βοήθεια τῆς θείας χάριτος θά σταθεροποιηθεῖ καί ἡ ἀπόφαση τοῦ χριστιανοῦ νά μήν ἐπαναλάβει τά ἴδια ἁμαρτήματα. «Πληγές πού φανερώνονται δέν χειροτερεύουν· θεραπεύονται», γράφει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης τῆς Κλίμακος (ΕΠΕ 16,85). «Τήν ψυχή πού συνηθίζει νά ἐξομολογεῖται», συνεχίζει ὁ ἴδιος, «ἡ σκέψη τῆς ἐξομολογήσεως τή συγκρατεῖ σάν χαλινάρι καί δέν τήν ἀφήνει νά ἁμαρτήσει. ᾿Αντίθετα, τίς ἁμαρτίες πού δέν σκέπτεται νά τίς ἐξομολογηθεῖ κανείς, συνεχῶς τίς διαπράττει ἄφοβα, σάν νά βρίσκεται στό σκοτάδι» (ΕΠΕ 16,119).
᾿Αλλά κι ὅταν, παρά τή θέλησή του, ὁ πιστός ἐπαναλάβει τό ἁμάρτημα πού ἐξομολογήθηκε, δέν σημαίνει ὅτι ἦταν μάταιη ἡ ἐξομολόγησή του. Θά μετανοήσει καί πάλι γιά τήν πτώση του. Θά πάρει τήν ἀπόφαση νά ἀγωνισθεῖ σκληρότερα ἐναντίον τοῦ πάθους του κι ἔπειτα μέ κατάνυξη, συντριβή καί ταπείνωση θά τό ἐξομολογηθεῖ καί πάλι. «῎Επεσες; Σήκω ἀμέσως! Ξανάπεσες; Θά ξανασηκωθεῖς. ῞Οσες φορές πέφτεις τόσες θά σηκωθεῖς».
Εἶναι ἐντελῶς ἄτοπο καί ἀδικαιολόγητο νά ἀρνεῖται ὁ πιστός νά προσέλθει στό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως, μέ τήν πρόφαση ὅτι ντρέπεται νά ξαναπεῖ στόν πνευματικό τά ἴδια παραπτώματα. «Εἶναι ἀδύνατο νά ἀπαλλαγεῖς ἀπό τήν ντροπή (τῆς πτώσεώς σου), ἄν δέν νιώσεις μέσα σου ντροπή (ὁμολογώντας τό σφάλμα σου)», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης συγγραφέας τῆς Κλίμακος (ΕΠΕ 16, 123). Κι ἕνας σπουδαῖος διανοούμενος τοῦ 17ου αἰώνα σημειώνει· «Πόσο ἄδικος καί παράλογος εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὅταν δυσφορεῖ ἐπειδή ἡ πίστη τόν ὑποχρεώνει νά πεῖ σ᾿ ἕναν μόνο ἄνθρωπο (τόν ἱερέα) ὅσα ἦταν δίκαιο νά πεῖ ἐνώπιον ὅλων τῶν ἀνθρώπων»!
Βέβαια, δέν εἶναι δυνατό νά ἐξομολογεῖται κανείς κάθε φορά πού πρόκειται νά κοινωνήσει, δεδομένου ὅτι ὁ πιστός προσέρχεται συχνά στό μυστήριο τῆς θείας Κοινωνίας. ῾Η μετάνοια θά εἶναι καθημερινή, συνεχής καί ἀδιάλειπτη. ῾Η ἐξομολόγηση θά γίνεται σέ τακτά διαστήματα, ὅπως ὁρίζει ὁ πνευματικός κατά περίπτωση, ὥστε νά μπορεῖ ὁ χριστιανός νά προσέρχεται ἀπρόσκοπτα στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καί νά ἀνανεώνει τόν πνευματικό του ἀγώνα.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 56 (2001) 250-251