Ὁ πόθος γιά τή νίκη ἀτσάλωνε τά γυμνασμένα σώματα, καί τά ἄγρια ἄλογα ἔπαιρναν φτερά. Σ᾿ ὁλόκληρη τήν Καππαδοκία ἦταν ὀνομαστά γιά τήν ἱκανότητά τους στήν ἱππασία τοῦτα τά τρίδυμα ἀδέλφια: Πεύσιππος, Ἐλάσιππος, Μέσιππος. Τά ἴδια τά ὀνόματά τους, δοσμένα ἀπό τόν πετυχημένο ἱππέα πατέρα τους, διαλαλοῦσαν τήν ἐκπληκτική τους δεξιοτεχνία στήν τιθάσευση τῶν ἵππων. Κι αὐτοί οἱ ἀγῶνες τούς χάρισαν τή νίκη καί τό κλαδί τῆς ἐλιᾶς, πού στόλισε τά περήφανα νεανικά τους πρόσωπα. Ὁ δρόμος γιά τούς περίφημους Ὀλυμπιακούς ἀγῶνες ἄνοιγε πιά γι᾿ αὐτούς. Ποιά εὐτυχία νά ζητήσουν μεγαλύτερη;
Μά ἦταν κάποια ἄλλη θύρα πού ἄνοιξε μπροστά τους ἐκείνη τή στιγμή, στόν τρελό τῆς νιότης καλπασμό, γιά νά τούς ὁδηγήσει στήν ἀληθινή εὐτυχία καί μακαριότητα. Ἡ γιαγιά Νεονίλλα, ἡ γνωστή γιάτρισσα τῆς περιοχῆς, εἶχε ἀναλάβει ὑπό τήν προστασία της τά τρία παιδιά μετά τήν πλήρη ὀρφάνια τους. Ἡ γεροντική καρδιά τούτης τῆς σεβάσμιας γυναίκας εἶχε φωτιστεῖ μέ τῆς ἀληθινῆς πίστης τό φῶς. Κι ἕνα βραδινό στάθηκε μπροστά στά τρία ἐγγόνια της καί τούς μίλησε μέ παρρησία καί σταθερότητα. Στά κατάπληκτα μάτια, στίς διψασμένες νεανικές καρδιές ἄφησε νά ξετυλιχτεῖ τό θαυμάσιο σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας, ἡ ἐνανθρώπηση καί ἡ θυσία τοῦ Σωτήρα Χριστοῦ.
Εὐλογημένη ὥρα, ἀθώρητη στά μάτια τοῦ κόσμου, γραμμένη ἀνεξίτηλα στό βιβλίο τοῦ οὐρανοῦ. Ὁ λυτρωτικός σπόρος μπαίνει βαθιά στίς νεανικές καρδιές καί δημιουργεῖ ἀληθινή κοσμογονία. Γκρεμίζει θεούς καί θεές, συντρίβει εἴδωλα, ἐξαφανίζει βωμούς. Ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης λάμπει στίς ψυχές τους· τό πνεῦμα τῆς θείας δύναμης τούς κατακλύζει καί ὁμολογοῦν τήν πίστη στόν Ἰησοῦ Χριστό.
Τό νέο ἀντιλαλεῖ στήν Καππαδοκία, τότε, στό τέλος τοῦ 2ου αἰώνα. Τό μαθαίνουν ὅλοι ἐκεῖνοι πού τούς ζητωκραύγαζαν στούς ἱππικούς ἀγῶνες, πού τούς καταχειροκροτοῦσαν στίς νίκες τους. Κι εἶναι ἡ ἀντίδρασή τους σφοδρή, ὅπως φοβερή ἦταν καί ἡ ἥττα τοῦ πονηροῦ πού ἔχανε τίς ψυχές, τίς ὁποῖες εἶχε κατακτήσει ὁλοκληρωτικά πιά ὁ Ναζωραῖος. «Θά σᾶς κάψουμε ζωντανούς!», ἀντιλαλεῖ ἡ ἀπειλή. Καί οἱ νικητές τοῦ ἱππόδρομου καλπάζουν τώρα γιά μιά ἄλλη νίκη. «Κἄν ὦσιν ἱππεῖς, κλήσεων σημασίᾳ, πεζοί τρέχουσι τρίδυμοι τρεῖς πρός φλόγα», σημειώνει ὁ συναξαριστής τή μέρα τῆς μνήμης τους, στίς 16 Ἰανουαρίου. Ἡ φλόγα πού πυρώνει τίς καρδιές νικᾶ τό φόβο γιά τίς πύρινες φλόγες. Τό σῶμα λειώνει στήν καταλύτρα φωτιά, μά ἡ ψυχή σάν τό χρυσάφι στό καμίνι καλλύνεται, λαμπρύνεται γιά νά εἰσέλθει στή Βασιλεία τῆς αἰώνιας δόξας.
Συγκλονιστική στ᾿ ἀλήθεια καί τούτη ἡ σελίδα ἀπό τό μαρτυρολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας. Γραμμένη μέ αἷμα καί φωτιά φλογίζει τίς ψυχές ὅσων μποροῦν νά τή διαβάζουν μέ καρδιά πού ἀναζητᾶ τήν ἀλήθεια καί ποθεῖ τό αἰώνιο.
Ἰχνηλάτης
Ἀπολύτρωσις 57 (2002) 17-18