Ψηλά στή Βαγγελίστρα

 evaggelistriac Χίλιες φορές τόν ἔκανε αὐτόν τόν δρόμο ἡ Βαγγελιώ, μά πρώτη φορά τῆς φάνηκε τόσο μακρινός, πρώτη φορά ἀ­τέλειωτος. Ἔτρεχε σχεδόν, ὅσο μπορεῖ κανείς νά τρέξει στήν ἀπότομη ἀνηφό­ρα, κι ὅλο νόμιζε πώς ἄκουγε βήματα ξοπίσω της κι ὅλο τρόμαζε ἀκόμα κι ἀ­πό τό φύσημα τοῦ ἀγέρα. Ἄφοβα πά­ντα ἡ Βαγγελιώ ἀνέβαινε ὁλομόναχη μέ­χρι τή Βαγ­γελίστρα, μά σήμερα ἡ ψυ­χή της ἦ­ταν γεμάτη φόβο κι ἀγωνία. Στό ἥσυχο χωριό τους δέν τρόμαξε ποτέ κανείς ἀπό τόν Τοῦρκο. Στά δεκαπέντε της χρόνια δέν ἄκουσε οὔτε μιά φορά Τοῦρ­κος νά φά­νη­κε στά μέρη τους. Μά αὐτό πού ἔ­μαθε ἄθελά της πρίν λίγη ὥρα, τήν ἀνα­στάτω­σε πολύ καί δίχως νά λογαριάσει κόπο καί τή νύχτα πού ἔπεφτε, δίχως νά ἐνημερώσει κανέναν δικό της, ἔ­τρεξε νά βρεῖ καταφύγιο στήν ἀγκαλιά τῆς Παναγιᾶς.
-Παπα-Εὐθύμη, ἄκουσε τόν πατέρα της νά λέει στόν παπά τους, καθώς ἔ­κα­νε νά μπεῖ στήν ἐκκλησία γιά τόν Ἑ­σπε­ρινό. Ἕνας περαστικός ζαπτιές εἶδε τή θυγατέρα μου καί τή θέλει γιά γυναί­κα του.
  Δέν ἔμεινε νά ἀκούσει τίποτα ἄλλο ἡ Βαγγελιώ. Ὁ πατέρας της ἄλλη θυγατέ­ρα δέν εἶχε καί τό ἔνιωθε πώς δέν ἦ­ταν εὔ­κολο νά πεῖ κανείς ὄχι σέ ἕναν ζαπτιέ.
Βγῆκε στόν δρόμο κι ἄρχισε νά τρέχει. Θά πήγαινε ἐκεῖ στό βουνό ἐπάνω στό μοναστηράκι τῆς Βαγγελίστρας. Θά ἔμενε ἐκεῖ δίχως νά τό ξέρει κανένας. Τό κελλί τῆς καλόγριας ἦταν ἄδειο ἀπό τότε πού ἐκείνη πέθανε καί κανείς δέν πείραξε τίποτα ἀπό τά πράγματά της. Θά ζητοῦ­σε ἀπό τήν Παναγιά νά τή φιλοξενήσει, ὥσπου νά περάσει ὁ κίν­δυ­νος. Πολ­­λές φορές εἶχε σκεφτεῖ ἡ Βαγ­­γελιώ πόσο κα­λά θά ἦταν νά ἀνέβαινε στή θέ­ση τῆς μοναχῆς Ἄν­νας, πού τούς ἄφη­σε σχεδόν ἑκατο­χρονίτισσα, καί νά ὑπη­ρετοῦσε αὐ­τή τή Βαγγελίστρα! Μά ποτέ δέν τόλμησε νά τό πεῖ οὔτε στόν παπα-Εὐθύμη. Ἤ­ξε­ρε πώς ἦταν μικρή ἀκόμα, ἀλλά αὐ­τή ἡ ἐπι­θυ­μία ἄναψε στήν καρδιά της ἀπό τό­τε πού μικρό κοριτσάκι τήν κάθισε στά γόνατά της ἡ καλόγρια καί τή σταύρωσε στό κεφάλι.
 Σουρούπωσε, ὅταν ἔφτασε στήν πόρ­­­­­­­­τα τῆς ἐκκλησιᾶς, καί παραξενεύτηκε πού τήν εἶδε ἀνοικτή. Μπῆκε προσεκτικά μέσα καί στό γλυκό φῶς τῶν ἀναμμένων καντηλιῶν εἶδε μιά γυναίκα γονατιστή μπροστά στό εἰκόνισμα τῆς Παναγιᾶς. Στάθηκε ἀναποφάσιστη. «Κά­ποια πού κου­βαλάει μεγάλο πόνο θά εἶ­ναι», σκέ­φτη­κε, γιατί μόνο τούς λυγμούς ἄκουγε καί τίποτα ἄλλο. Στάθηκε ὥρα πολλή στό στασίδι πίσω ἀπό τό πα­γκάρι κρυμμένη ὅσο μποροῦσε κι ἔκανε ὑπομονή ὥς τήν ὥρα πού ἡ γυναίκα σηκώθηκε καί, ἀφοῦ προσκύνησε ὅλες τίς εἰκόνες, πέρασε ἀ­πό δίπλα της. Στό λι­γο­στό πιά φῶς τή γνώρισε.
-Μάνα μου!
Ἡ κραυγή τῆς Βαγγελιῶς ἔκανε τή γυναίκα νά τιναχτεῖ τρομαγμένη καί, πρίν καλά συνέλθει, νά βρίσκεται στήν ἀγκαλιά τῆς κόρης της ἔχοντάς τα χαμένα.
-Ποῦ βρέθηκες ἐδῶ, κόρη μου; Γιατί εἶσαι ἐδῶ; τή ρώτησε ἡ μάνα της, καί κεί­νη πού κατάλαβε ποιός ἦταν ὁ πόνος τῆς γονατισμένης μπροστά στή Βαγγελίστρα γυναίκας, τῆς ἀπάντησε μέ ἕναν λυγμό πού τῆς ἔκοβε τίς λέξεις μία-μία.
-Ἦρθα γιά τόν ἴδιο λόγο πού ἦρθες κι ἐσύ, μάνα!
Κάθισαν οἱ δυό γυναῖκες καί εἶπαν, εἶ­παν δίχως νά σκεφτοῦν τή νύχτα πού ἁ­πλώθηκε ἔξω κι οὔτε τόν Λάμπρο πού τίς ἀναζητοῦσε. Μέσα στήν ἐκκλησιά μό­νες μέ τήν Παναγιά κάνανε τό σχέδιό τους.
-Ἐγώ τή μέρα πού κηδέψαμε τήν καλόγρια τακτοποίησα τό κελλί της καί ξέ­ρω πώς στό μπαοῦλο ὑπάρχει ἕνα ἀ­κό­μα ράσο διπλωμένο. Θά τό φορέσεις, κό­ρη μου, κι οὔτε πού θά καταλάβει ὁ ζαπτιές ὅτι ἡ καλόγρια εἶσαι ἐσύ. Ποῦ νά πάει ὁ νοῦς του;
-Κι ὁ πατέρας μου; ρώτησε γεμάτη ἀγωνία ἡ Βαγγελιώ.
-Τόν πατέρα σου ἄφησέ τον σέ μέ­να, παιδί μου. Μήπως φαντάστηκες ὅτι θά ἔ­στεργε ποτέ νά σέ δώσει σέ Τοῦρ­κο;
-Καί τί θά πεῖ στόν ζαπτιέ; Πῶς θά ἀ­ποφύγει τήν ὀργή του;
-Τήν ἀλήθεια! ἀπάντησε μέ ἀποφασιστικότητα ἡ μάνα της. «Ἔφυγε ἀπό τό σπί­τι καί τή χάσαμε!». Κι ἄς ψάξει νά σέ βρεῖ!
Κατά τά μεσάνυχτα ἄκουσαν τήν πόρ­τα τοῦ κελλιοῦ νά χτυπᾶ καί τή φω­νή τοῦ Λάμπρου νά τίς φωνάζει μέ τά ὀ­νόματά τους. Τοῦ ἄνοιξε ἡ Βαγγελιώ κι ὁ Λάμπρος, ὁ πατέρας της, ἔκανε ἕνα βῆ­μα πίσω.
-Λάμπρο μου, μόνον ἔτσι θά γλυτώσουμε τή θυγατέρα μας ἀπό τοῦ ζαπτιέ τά χέρια, εἶπε ἡ γυναίκα του, κι ἐκεῖνος ἄνοιξε τήν ἀγκαλιά του κι ἔκλεισε τήν κό­ρη του μέσα.
  Κανείς ἀπό τό χωριό δέν φανταζόταν ὅτι ἡ Βαγγελιώ, πού τό ἔσκασε ἀπό τό σπίτι γιά νά μήν παντρευτεῖ Τοῦρκο, βρισκότανε ντυμένη καλόγρια στό κελλί τῆς Βαγγελίστρας. Μόνον ὁ παπα-Εὐ­θύμης ἤξερε κι ἀνέβαινε ὅλο καί πιό συ­χνά στή Βαγγελίστρα. Σάν πέρασε ὁ κίν­δυνος κι ὁ ζαπτιές ἔφυγε πιά γιά τόν τό­πο του, σίγουρος ὅτι ἡ Βαγγελιώ εἶχε χαθεῖ, μέ τήν εὐχή τῶν γονιῶν της, ὁ πα­πα-Εὐ­θύμης ἀνήμερα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στό μεγάλο τους πανηγύρι ἔκανε τήν κουρά τῆς κό­ρης τοῦ Λάμπρου καί τήν ὀνόμα­σε Ἄννα μοναχή! Ἡ Βαγγελιώ, ἡ Ἄν­να πιά μονα­χή, μπροστά στό εἰκόνισμα τῆς Βαγγελίστρας ἤξερε πολύ καλά πό­σο ἀνεξε­ρεύνητες εἶναι οἱ βουλές τοῦ Ὑψίστου! Ἕ­νας τοῦρκος ζαπτιές ἔγινε ἡ αἰτία, ἐν ἀ­γνοίᾳ του, νά ἐκπληρωθεῖ ὁ πόθος τῆς ψυχῆς της.
  «Σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τὸ κεφάλαιον», ἔψαλλαν μέ κατάνυξη οἱ ψάλτες· κι ἡ καρδιά τῆς Ἄννας ὁλότελα δο­σμένη στόν Χριστό καί τήν Παναγία σκιρτοῦσε καί πανηγύριζε γιά τόν δικό της εὐ­αγγελισμό!

Ἑλένη Βασιλείου

"Ἀπολύτρωσις"

Τεῡχος Μαρτίου 2025