Ὁ ἄτρομος πυρπολητής

  Anemogiannis 1821cΣτόν δυτικό λιμενοβραχίονα τῆς Ναυπάκτου δεσπόζει ψηλά στόν προ­μα­χώνα ἕνα περίτεχνο μπρούτζινο ἄγαλμα. Παριστάνει ἕναν ἄνδρα μέ κορμί εὐθυ­τενές πού ὑ­ψώνει μιά δάδα. Τή μνήμη τοῦ ἐθνομάρτυρα Γεωργίου Ἀνεμο­γιάν­νη (1796-1821) ἀπό τούς Παξούς τῶν Ἑπτανήσων τιμοῦν οἱ Ναυ­πακτιῶτες. Τό γραφικό λιμάνι ζωντανεύει τή θυ­σία του πού συντελεῖται ὑπέρ τῆς ἐλευ­θε­ρίας, στόν πρῶ­το χρόνο τῆς Ἐθνεγερ­σίας τοῦ 1821.
   Ἡ Ναύπακτος, μιά παραθαλάσσια πόλη τῆς Αἰτωλοακαρνανίας μέ ἐπίζηλη στρατηγική θέση, ἀποτελεῖ ἰσχυρή στρα­τιωτική καί ναυτική βάση τῶν Τούρκων. Γιά τήν προστασία της εἶχαν κατασκευ­άσει δύο φρούρια -τά «Μικρά Δαρδα­νέλλια»-, στό Ρίο καί στό Ἀντίρριο.
  Στό μεταξύ δραστηριοποιοῦνται στή στεριά οἱ ἕλληνες ὁπλαρχηγοί Διαμα­ντῆς Χορμόβας, Κων­σταντῖνος Σιαδή­μας καί Γεώργιος Πιλάλας. Μέ 3.000 ἔνοπλους ἄνδρες ἔχουν καταλάβει θέ­σεις γύρω ἀπό τή Ναύπακτο, μέ σκοπό νά τήν πολιορκήσουν. Πα­ράλληλα, στίς 20 Μαΐου τοῦ 1821, πλοῖα ἀπό Ὕδρα, Σπέτσες καί Γαλαξίδι ἀγκυρο­βολοῦν κο­ντά στό λιμάνι τῆς Ναυπάκτου. Ὁ­πλαρ­χηγοί καί πλοί­αρ­χοι συ­σκέπτονται καί καταλήγουν νά γίνει πρῶτα ἔφο­δος κα­τά τοῦ Ἀντιρρίου.
Οἱ ἐπαναστάτες καταλαμβάνουν τή θέση Παναγιά, διακό­πτο­ντας τήν ἐπικοινω­νία μεταξύ Ναυπάκτου καί Ἀντιρρίου. Ἀρχίζει φοβερός κανο­νιοβολισμός ἀπό τήν ξηρά κι ἀπό τή θάλασσα. Οἱ Τοῦρκοι πανικοβάλλονται, καῖνε τήν πόλη κι ἀνεβαίνουν μέ τίς οἰ­κογένειές τους νά σωθοῦν στό κάστρο. Ὁ Χορμόβας ὁρμᾶ μέ τούς ἄνδρες του γιά τήν κατάληψη τοῦ Ἀ­ντιρ­ρίου. Σέ ἕνα παράτολμο ἐγχείρημα νά ἀνέβει στίς ἐ­πάλξεις τοῦ κάστρου, πέφτει κάτω νε­κρός ἀπό βόλι. Τά παλ­ληκάρια του ἀνα­γκάζονται νά ὀπισθοχωρήσουν.
Παρά τήν ἀποτυχία τους, οἱ Ἕλλη­νες ἐπιδίδο­νται σέ νέα ριψοκίνδυνη ἀ­πόπειρα. Ὁ στόλος τους ἀποφασίζει τήν πυρ­πόληση τῶν ἐχθρικῶν πλοίων. Ὁ σπετσιώτης Γεώργιος Μυρ­γιαλῆς, ὑ­ποπλοίαρχος στό πλοῖο «Ἀχιλλέας» τοῦ πλοι­οκτήτη Νικολάου Μπόταση, κα­τα­σκευάζει τό μπουρλότο. Τούς χρει­άζεται ὅμως ἕνας τολμηρός πυρπο­λη­τής, πού θά κυβερνήσει τό σκάφος καί θά τό προ­σκολλήσει στό πλοῖο τοῦ ἀντι­πά­λου. Ἀλ­λά κανένας ναύτης δέν ἔχει τέ­­τοιου εἴ­δους ἐμπειρία.
  Ὀρθώνεται τότε ἕνας λεβέντης κά­που 25 χρονῶν, ὁ Γιώργης Ἀνεμο­γιάν­νης. Εἶναι ναύ­της στό σπετσιώτικο ἐ­μπο­ρικό πλοῖο «Οἱ Σύμμαχοι». Ὁ ἱστο­ρικός Τάκης Λάπ­πας στό πόνημά του «Οἱ μπουρ­λοτιέρηδες τοῦ Εἰ­κοσιένα» παρα­θέ­τει τόν ἐνδιαφέροντα διάλογο:
«-Καπετάν Νικολάκη Μπόταση, λό­γου μου δέχομαι νάμπω καί νά κουμα­ντάρω τό μπουρλότο.
-Πῶς σέ λένε, λεβέντη μου;
-Τ’ ὄνομά μου εἶναι Γιώργης Ἀ­νε­μο­γιάννης ἀπ’ τούς Παξούς καί γι’ αὐ­τό οἱ πιό πολλοί μέ φωνάζουν Παξινό.
-Σέ ποιό καράβι εἶσαι γεμιτζής;
-Στῆς Λασκαρίνας τῆς Μπουμπου­λί­νας.
-Τί ζητᾶς γιά πλερωμή;
-Ἄν δώσει ὁ Θεός καί πετύχω, δῶσε μου δέκα τάλλαρα νά τά κάνω χάρισμα τῆς ἀρραβωνιαστικιᾶς μου».
  28 Μαΐου χαράματα, ξεκινᾶ τό πυρ­πολικό μέ τόν Γιώργη στό τιμόνι. Πίσω ἀκολουθεῖ ἡ βάρκα δεμένη στό μπουρ­λότο, πού θά τόν ἔπαιρνε μετά ἀπό τήν ἐπιχείρηση. Εἶναι μέσα ὁ Μυργιαλῆς μέ δέκα κωπηλάτες. Οἱ Τοῦρκοι μόλις ἀντι­λαμβάνονται πώς τά ἑλληνικά σκάφη εἶ­ναι ἀποφασισμένα νά μποῦν στό λι­μά­νι, ἀρχίζουν τό κανονίδι. Κι ἐνῶ οἱ σφαῖ­ρες πέφτουν βροχή γύρω ἀπ’ τό μπουρ­λότο, ὁ Παξινός τό ὁδηγεῖ ἀτάραχος ἴ­σια στόν στόχο του, πρός τά ἀραγμένα τουρ­κικά πλοῖα. Παρόλη τή δυ­σκολία οἱ Ἕλληνες πετυχαίνουν νά πλησιάσουν τήν τούρκικη φρεγάτα, ὅπου θά κολ­λοῦσαν τό μπουρ­λότο.
  Δυστυχῶς ὁ Μυργιαλῆς κάνει μιά ἄ­στοχη πρόωρη ἐνέργεια. Προτοῦ τό πυρ­­πολικό κολλήσει στό τουρκικό πλεού­μενο, ὁ Μυργια­λῆς πετᾶ τό δαδί του, ἀνάβει φω­τιά στό μπουρλότο καί κόβει τό σχοι­νί τῆς βάρ­κας. Καταλαβαίνει πώς ἡ ἀ­νά­φλε­ξη εἶναι ἄκαιρη καί τότε σ’ ἐκεῖνα τά ἱστο­ρικά νερά ἕνας ἡρωικός διάλογος ξετυλίγεται:
«-Πέσε στή θάλασσα, Γιώργη, νά σέ γλυτώσουμε. Θά σέ κάψει ἡ φωτιά!
 -Λευτεριά ζητᾶμε, ὠρέ ἀδέρφια, κι ἐ­γώ γιά τήν πίστι μας θέλ’ ἀποθάνει πρῶ­­τος, μά τήν χρυσή πατρίδα μας, ἄν διά μιᾶς καῆ ὁ φλόκος!».
Παρά τίς πολλαπλές συστάσεις νά ριχτεῖ στή θάλασσα, ὁ ἀτρόμητος Πα­ξι­νός κρατᾶ σταθερά τό τιμόνι τοῦ φλε­γό­μενου πυρπολικοῦ. Κι ὅταν ἡ πύρινη λαί­λαπα ἁπλώ­νε­ται, οἱ μανιακές φλόγες τόν τσου­ρου­φλί­ζουν, οἱ καπνοί τόν στραβώνουν καί ὁ ἴδιος γλιστρᾶ στή θάλασσα, καί τότε, παρόλη τή δυσκολία, -συνεπής στήν ἀποστολή του- γαντζώ­νε­ται στό τι­μόνι, προσπαθώντας νά τό γυ­ρίσει, ἐνῶ γύρω του σφυροκοποῦν οἱ σφαῖρες.
  Ὁ παράτολμος ἡρωισμός του παρα­πέμπει στόν ἀρχαῖο Κυναίγειρο, τόν ἀ­δελφό τοῦ ποιητῆ Αἰσχύλου· προσπά­θησε νά ἐμπο­δίσει μέ τά χέρια του μιά περσική τριήρη! Τελικά ὁ Ἀνεμογιάννης ἀφήνει τό φλε­γόμενο σκάφος καί κο­λυμπᾶ πρός τά ἑλληνικά πλοῖα. Οἱ βάρ­κες τῶν Τούρ­­κων τόν περικυ­κλώ­νουν καί τόν συλ­λαμ­βάνουν. Στό κατάστρωμα τῆς τουρκικῆς ναυαρχίδας σουβλίζεται σάν τόν Ἀθα­νάσιο Διάκο, ψήνεται σέ σιγανή φωτιά, ἐνῶ οἱ σπαραξικάρδιες κραυγές του ἀ­ντηχοῦν στόν Κορινθιακό Κόλπο καί σφαδάζουν κάθε ἑλληνική καρδιά. Τό ἀπαν­θρακω­μένο σῶμα του κρεμιέται στίς ἐπάλξεις τοῦ φρουρίου τῆς Ναυ­πά­κτου γιά ἐκ­φοβισμό.
  Ἡ λαμπρή θυσία του θά καρπο­φο­ρή­σει ἀργότερα, στόν τελευταῖο χρόνο τῆς Ἐπανά­στασης, ὅταν οἱ Τοῦρκοι, μήν ἀ­ντέ­­χοντας ἄλλο τήν πεισματική πολιορ­κία τῶν ἑλληνικῶν δυνάμεων, παρα­δίδουν τή Ναύπακτο, στίς 18 Ἀ­πρι­λίου 1829, στόν κυβερνήτη Ἰωάννη Κα­ποδί­στρια.

Ἑλληνίς

"Ἀπολύτρωσις"

Τεῡχος Μαρτίου 2025