Τί σημαίνει αὐτό τό ἄγαλμα...

 katsantc «Δέν ἤξερα τί σημαίνει αὐτό τό ἄ­γαλ­μα!», ἦταν ἡ δικαιολογία τοῦ νεαροῦ, πού βεβήλωσε τόν ἀνδριάντα τοῦ ἐθνομάρτυρα Ἀντώνη Κατσαντώνη στό Κορδελιό Θεσσαλονίκης. Ἀνέβηκε στό βά­θρο, ἔ­φτυνε τό ἄγαλμα καί ἔβριζε τόν ἥρωα, ἐνῶ κάποιος ἀπό τήν παρέα βι­ντεο­σκο­ποῦσε καί «ἀνέβασε» τό ἐπαίσχυντο βί­ντεο στά μέσα κοινωνικῆς δι­κτύωσης.
Ἐκ τῶν ὑστέρων ὁ δράστης ζήτησε συγγνώμη: «Δέν εἶμαι Ἀλβανός. Ἕλληνας τσιγγάνος εἶμαι· καί δέν ἤξερα τί σημαίνει τό ἄγαλμα. Μόλις τό ἔμαθα καί ἐγώ τρελάθηκα. Λέω, θά πάω ἐκεῖ νά τό σκουπί­σω... Θά πέσω στά γόνατα καί θά ζη­τή­σω μιά ταπεινή συγγνώμη».
  Ποῦ φθάσαμε! Ἕνας νέος, πού δη­λώ­νει ἕλληνας τσιγγάνος ὁμολογεῖ ὅτι δέν ἤξερε «τί σημαίνει αὐτό τό ἄγαλμα»· δηλαδή ἀγνοεῖ τί σημαίνει ἡ φουστανέ­λα, τό γιαταγάνι, ὁ   ντουλαμάς τοῦ κλέφτη, τό ἀγέρωχο ὕφος τοῦ ἐθνομάρ­τυρα! Πο­τέ δέν διδάχθηκε ἱστορία; Ἴσως καί νά μήν πῆγε σχολεῖο. Ἀλλά καί νά πήγαινε τί θά μάθαινε γιά τόν συγκεκριμένο ἥρωα ἀπό τά βιβλία, πού διαγράφουν καί παραποιοῦν τήν ἱστορία μας; Ἐπιπλέον, τί ἀπαιτοῦμε ἀπό μιά παιδεία, πού ἔχει ἐ­νοχοποιήσει τήν ἱστορία καί δείχνει ὅτι μισεῖ τήν ἐθνική μνήμη;
  Ποιός ἦταν ὅμως ὁ Κατσαντώνης;
  Γεννήθηκε στό Βασταβέτσι (σημερινό Πετροβούνι) τῶν Ἀγράφων τό 1775. Πρω­­­τότοκος γιός τοῦ ἀρχιτσέλι­γκα Γιάννη καί τῆς Ἀρετῆς Μακρυγιάν­νη. Λέγεται πώς στήν κούνια του εὐ­­λογήθηκε ἀπό τόν Πατρο-Κοσμᾶ, γι᾽ αὐ­τό καί εἶχε βαθιά πί­στη στόν Θεό καί ἐκ­πλήρωνε τάματα στίς ἐκ­κλησιές καί στά μοναστήρια, ὅπου στρατωνιζόταν.
  Στά ἑνδέκατα γενέθλιά του, ὁ νονός του Βασίλης Δίπλας τοῦ ἔκανε δῶρο ἕ­να σπαθί. Ὁ μικρός Ἀντώνης συνήθιζε νά λέει: «Θά φύγω, θέλω νά πάω στά βουνά, θέλω νά γίνω κλέφτης». Καί ἡ μάνα του τόν συμβούλευε: «Κάτσε Ἀ­ντώ­νη μ’, κά­τσε Ἀ­ντώνη μ’». Ἀπό ἐκεῖ, σύμφωνα μέ τήν παράδοση, πῆρε τό ὄνομα Κατσα­ντώνης. Στά 25 του χρόνια ἐγκατέλειψε τόν ποιμενικό βίο καί ἔγινε κλέ­φτης. Εἶχε συλληφθεῖ ἀπό ἕνα μπου­λούκμπαση μέ ψεύτικη κατηγορία γιά ζω­οκλοπή καί ἀ­φέθηκε ἐλεύθερος, ἀφοῦ κατέβαλε πολ­λά λύτρα. Μόλις ὁ Κατσαντώνης ἀπε­- λευθερώθηκε, σκότω­σε τόν μπουλούκ­μπαση καί ὑποχρεώθη­κε ἔτσι φυγοδικώ­ντας νά στραφεῖ στήν κλέφτικη ζωή.
  Ἀρχικά ἐντάχθηκε στή δύναμη τοῦ νονοῦ του μαζί μέ τά ἀδέρφια του. Σύ­ντομα τοῦ δόθηκε διαταγή νά στρατο­λο­γή­σει πολεμιστές σέ ἕνα χωριό τῶν Τζου­­μέρκων. Τότε ὁ Κατσαντώνης κινδύνεψε νά πολιορκηθεῖ μέσα σέ ἕνα σπί­τι ἀπό Τούρκους καί Ἀλβανούς, τούς ὁποίους ὅμως διέλυσε. Ὁ Δίπλας -γέρος πιά- εἶχε βρεῖ τόν ἀντικαταστάτη του. Παράλληλα ὁ Κατσαντώνης, πολύ ὀρ­γανωτικός, ὀρ­γά­νωσε τό λεγόμενο «νταϊφά» (=σῶμα ἐ­νόπλων), τό ὁποῖο πολλοί ἱστορικοί ἔ­­χουν ἀποκαλέσει «Στρατιωτική Ἀκαδημία τοῦ Κλεφτοπολέμου». Πρωτοπαλλήκαρό του ὑπῆρξε ὁ «Ἀχιλλέας τῆς Ρωμιοσύ­νης», ὁ Καραϊσκάκης.
  Στή συνέχεια ξεκίνησε τίς ἐπιθέσεις κατά τῶν Τούρκων στά Ἄγραφα, στούς Μελισσουργούς, στά Τζουμέρκα καί στήν ἐπικράτεια τοῦ τουρκαλβανοῦ Ἀλῆ πα­σᾶ. Ὅλες οἱ ἐπιθέσεις τοῦ Ἀλῆ κατά τοῦ Κατσαντώνη ἀναδείκνυαν πά­ντα νικητή τόν ἥρωά μας, παρά τό γεγονός ὅτι ὁ Τεπελενλής αἰχμαλώτισε τούς γονεῖς του καί τούς σκότωσε μέ τρομερά βασανιστήρια, πιστεύοντας πώς ἔτσι θά τόν ἐξανα­γκάσει νά λυγίσει. Τόν χειμώνα τοῦ 1806 ὁ Κατσαντώνης βοήθησε στά Ἑπτάνησα τόν ρῶσο στρατηγό Ἀνρέπ καί τόν Ἰωάν­νη Καποδίστρια στήν ἀναχαίτιση τῆς ἀ­-πό­βασης τῶν Γάλλων στή Λευκάδα. Σύ­- ντομα ἐπέστρεψε στά Ἄγραφα, ὅπου κορυφώθηκε ἡ φήμη του.
  Τό 1808 ὁ μεγάλος πολεμιστής ἀρ­ρωσταίνει ἀπό εὐλογιά καί ἀποτραβιέται, μέχρι νά ἀναρρώσει, σέ μιά σπηλιά μέ τόν ἀδελφό του καί μερικά παλληκάρια. Οἱ Τοῦρκοι ὅμως, ὕστερα ἀπό ἐ­ντολή τοῦ Ἀλῆ πασᾶ, τούς βρῆκαν καί τούς ὁδήγησαν δεμένους στά Γιάννενα. Ἐκεῖ ὁ τύραννος τῆς Ἠπείρου ἔκανε δελεαστικές προτάσεις στόν Κατσαντώ­νη, προκειμένου νά σωθεῖ· ὁ σταυραετός τῆς κλεφτουριᾶς δέν ὑ­πέ­κυψε, γι’ αὐτό ὁ πασάς διέταξε τήν ἄμεση ἐκτέλεσή του. Τό μαρτύριό του ὑπῆρξε φρι­κτό, καθώς καί τῶν συντρόφων του. Οἱ δήμιοι τοῦ ἔ­σπασαν τά κόκκαλα χεριῶν καί ποδιῶν μέ σφυριά. Κι ὁ ἐθνομάρτυράς μας ὑπέμεινε καρτερικά ὅλα τά βασανιστήρια, παραμένοντας ἀ­λύγιστος καί τραγουδώντας -κα­τά τήν παράδοση- τραγούδια τῆς λευτε­ριᾶς.
  Γιά τήν παλληκαριά, τή λεβεντιά καί τή θυσία του ἡ λαϊκή μούσα τόν ὕμνησε πολύ μέ δημοτικά κλέφτικα τραγούδια καί μοιρολόγια. Καί ὁ ποιητής Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης συγκλονισμένος ἀπαθανατίζει τόν μαρτυρικό θάνατο τοῦ ἀετοῦ τῶν Ἀγράφων:
«Δυό γύφτοι τόν ἐστρώσανε
δεμένονε στ’ ἀμόνι
κι ἀρχίσανε μέ τό σφυρί
νά τόνε πελεκᾶνε.
Σκλῆθρες πετᾶν τά κόκαλα,
σκορ­πᾶνε τά μεδούλια,
νεῦρα, κομμένα κρέατα,
σέρνονται σάν ξεσκλίδια.
Καί κεῖνος τηράει τόν οὐρανό
καί γλυκοτραγουδάει:
Χτυπᾶτε, πελεκᾶτε με σκυλιά!
Τόν Κατσαντώνη
δέν τόν τρομάζει Ἀλήπασας,
φωτιά, σφυρί κι ἀμόνι».
  Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ Κατσαντώνης θεωρεῖται ἀπό τούς ἱστορικούς ὡς ἐφάμιλλος τοῦ Κολοκοτρώνη, τοῦ Καραϊ­σκά­κη, τοῦ Ἀνδρούτσου. Εὔστοχα ὁ συγ­χω­ρια­νός του συγγραφέας Κώστας Π. Μπου­μπουρής σημειώνει γιά τόν ἥ­ρωά μας: «Ἡ ἄφταστη παλικαριά καί ὁ φρικτός θάνατος τοῦ Κατσαντώνη καί τοῦ ἀδερφοῦ του Χασιώτη ἀπό τόν αἱ­μοσταγῆ σατράπη ἐνεργοποίησε στό ἔ­πακρο τή λαϊκή μοῦ­σα καί τούς ἔκανε τραγούδι, θρῦλο, ἀφήγημα. Ἄν καί δέν πρόφτασαν νά δοῦν τό θεριεμένο δένδρο τῆς λευτεριᾶς, πού αὐ­τοί οἱ ἴδιοι πότισαν μέ τό αἷμα τους, στάθηκαν πρωτομάρτυρες τῆς ἀπελευθέρω­σης τοῦ Γένους ἀπ᾽ τή σκλαβιά, ξεσκίζο­ντας τό μαῦρο πέπλο της μέ τ᾽ ἀντρίκιο σπαθί τους».
Συνεπῶς, δόξα καί «περισσότερη τι­μή τούς πρέπει» καί ὄχι χλεύη καί βεβή­λω­ση.

Εὐδοξία Αὐγουστίνου

Περιοδικό "Ἀπολύτρωσις"

Τεῡχος Μαρτίου 2025