Ἡ κατάνυξη εἶναι τό ἰδιαίτερο γνώρισμα πού χαρακτηρίζει τίς Ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Ἡ λέξη «κατάνυξις» παράγεται ἀπό τό ρῆμα «κατανύσσω», πού σημαίνει «κεντῶ καί σχίζω κάτι μέ ὀξύ ὄργανο», κατ᾽ ἐπέκταση «συγκινῶ ὑπερβολικά». Στή μέση φωνή, «κατανύσσομαι», σημαίνει «συγκινοῦμαι, λυποῦμαι, θαμπώνομαι, ἡσυχάζω». Αὐτήν τή σημασία ἔχει ὡς ἐπί τό πλεῖστον στήν ἁγία Γραφή.
Κατά τούς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ κατάνυξη εἶναι δῶρο Θεοῦ. Ἔτσι τή χαρακτηρίζει ὁ φωστήρας τῆς Καισαρείας Βασίλειος ὁ Μέγας. Ὁ δέ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης, ὁ ποιητής τοῦ Μεγάλου Κανόνος, γράφει: «Καὶ ὡς εὔσπλαγχνός μοι δὸς δάκρυα κατανύξεως». Εἶναι ὄντως ἡ κατάνυξη δωρεά τοῦ Θεοῦ, διότι, ἄν ὁ Κύριος δέν ἀνοίξει καί δέν συντρίψει τήν ἀναίσθητη καρδιά μας, αὐτή δέν μπορεῖ νά δεχθεῖ πλουσιοπάροχα τή δωρεά τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Βεβαίως ἡ γνώμη τῶν πατέρων δέν ἀποκλείει τή συνεισφορά τοῦ ἀνθρώπινου παράγοντα, ἀλλ᾽ ἀπονέμει τήν πρώτη αἰτία στόν θεῖο παράγοντα. Χρειάζεται πρωτίστως ἡ εὐδοκία τοῦ Θεοῦ, νά δίνει ὁ Θεός ἀκόμη καί τή συντριβή, τή μετάνοια καί τά δάκρυα.
Τί εἶναι ὅμως ἡ κατάνυξη; Πῶς ὁρίζεται; Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης τήν ὁρίζει ὅτι εἶναι ὁ διαρκής βασανισμός τῆς συνειδήσεως, ὁ ὁποῖος μέ τή νοερά ἐξομολόγηση ἐπιτυγχάνει νά δροσίζει τήν πυρωμένη καρδιά. Ἡ κατάνυξη εἶναι τό νά πονᾶ σταθερά ἡ ψυχή, νά μήν παρηγορεῖται μέ τίποτε, κάθε ὥρα νά ἀναλογίζεται τήν ἀναχώρησή της καί νά προσμένει τήν παρηγοριά καί στήριξη τοῦ Θεοῦ, πού μόνον αὐτός δίνει. Ἡ συνεχής καί ἀδυσώπητη ἀνάκριση τῆς συνειδήσεως, ὁ σταθερός πόνος τῆς ψυχῆς γιά τήν ἁμαρτία, ἡ μνήμη τοῦ θανάτου καί ἡ λαχτάρα τοῦ Κυρίου ὡς τῆς μόνης παρηγοριᾶς, νά τί εἶναι ἡ κατάνυξη τῆς ψυχῆς.
Μέ ποιά μέσα μπορεῖ νά δημιουργηθεῖ ἡ κατάνυξη; Στό ἐρώτημα αὐτό ὁ ἅγιος Χρυσόστομος μᾶς συνιστᾶ:
*Νά θυμόμαστε πάντα τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός μᾶς εὐεργετεῖ καθημερινά ἐμφανῶς καί ἀφανῶς. Προπαντός μᾶς εὐεργέτησε μέ τή σωτηρία πού μᾶς χάρισε καί μέ τό ὅτι μᾶς ἔχει μέσα στήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία μᾶς ἁγιάζει καί μᾶς ἀσφαλίζει γιά τή σωτηρία.
*Νά μή θυμόμαστε ὅσα κατορθώνουμε, ἀλλά νά ἔχουμε συναίσθηση τῆς μηδαμινότητάς μας. Ὅσα καί ἄν κάνουμε, πρέπει νά θυμόμαστε ὅτι εἴμαστε ἀχρεῖοι δοῦλοι (βλ. Λκ 17,10).
*Νά ἐξετάζουμε μέ μεγάλη ἀκρίβεια ἀκόμη καί τά μικρά πλημμελήματά μας. Συνηθίζουμε νά θεωροῦμε ἐπικίνδυνα μόνο τά μεγάλα ἁμαρτήματα καί δέν δίνουμε στά μικρά τή δέουσα προσοχή, ἐνῶ στήν οὐσία μποροῦν νά ἐξελιχθοῦν καί νά γίνουν ἐπικίνδυνα.
*Νά συγκρίνουμε τόν ἑαυτό μας μέ τούς μεγάλους ἄνδρες πού εὐηρέστησαν στόν Θεό, γιά νά ἀναμετροῦμε τό μικρό μας ἀνάστημα.
*Νά ἀναλογιζόμαστε ὅτι τό μέλλον εἶναι ἄγνωστο καί γι᾽ αὐτό πρέπει νά εἴμαστε ἕτοιμοι κάθε στιγμή.
*Νά μή λησμονοῦμε πόσο γρήγορα ρέπουμε πρός τήν πτώση καί τήν ἁμαρτία. Αὐτή ἡ ροπή εἶναι στή φύση μας. Ἄς μήν τό λησμονοῦμε, γιά νά φυλαγόμαστε καλύτερα ἀπό τήν πτώση στήν ἁμαρτία.
Στήν κατάνυξη συντελεῖ τά μέγιστα καί τό ὅλο πνεῦμα πού διέπει τίς Ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἡ ἀτμόσφαιρά της δημιουργεῖ τό κλίμα πού εἶναι πρόσφορο γιά τήν κατάνυξη. Ἄλλωστε αὐτός εἶναι ὁ σκοπός αὐτῆς τῆς περιόδου: Μέ αὐτό τό πνεῦμα ἑτοίμαζε ἡ πρώτη Ἐκκλησία τούς κατηχουμένους, ὥστε νά λάβουν τό ἅγιο Βάπτισμα τό Μέγα Σάββατο. Τώρα πού δέν ἔχουμε τίς τάξεις τῶν κατηχουμένων, καλούμαστε ὅλοι οἱ πιστοί, μέ τή λατρεία καί τά κατανυκτικά τροπάρια, νά θυμηθοῦμε πόσες φορές μολύναμε τόν χιτώνα τοῦ Βαπτίσματός μας καί νά ἀναβαπτι- σθοῦμε στά δάκρυα τῆς μετανοίας. Μέσα μας ἔχουμε κρυμμένη τήν πείνα καί τή δίψα γιά τόν Θεό. Μέ τή Σαρακοστή μποροῦμε νά φέρουμε στήν ἐπιφάνεια αὐτές τίς κρυφές ἀναζητήσεις μας. Ἡ καρδιά μας, πού σκλήρυνε μέσα στήν ἁμαρτία καί στήν ἀμετανοησία, μαλακώνει καί εἶναι ἕτοιμη νά ἀνοίξει τά μυριόφυλλά της, γιά νά δεχθεῖ τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
Καθώς ὁ πιστός εἰσέρχεται στόν Ναό, αἰσθάνεται νά θωπεύει τήν ψυχή του ἡ αὔρα τῆς κατανύξεως. Ὅλα γύρω του ἀποπνέουν αὐτήν τήν αὔρα: Τά περιεχόμενα τῶν ὕμνων -καί δή τῆς Λειτουργίας τῶν Προηγιασμένων Δώρων, τοῦ Μεγάλου Κανόνος, τῶν κατανυκτικῶν Ἑσπερινῶν καί τοῦ Μεγάλου Ἀποδείπνου-, οἱ μετάνοιες πού κάθε τόσο γίνονται. Θά ἀναρωτηθεῖ ἴσως κάποιος: Γιατί ὅλα αὐτά; Πρός τί τό πνεῦμα τονισμοῦ τῆς ἁμαρτωλότητος; Ἔχουν τόν ἅγιο σκοπό τους: νά μᾶς προκαλέσουν τούς νυγμούς τῆς μετανοίας. Σάν τόν ἀναίσθητο πού προσπαθοῦμε νά τόν κάνουμε νά ἀνακτήσει τίς αἰσθήσεις του καί γι᾽ αὐτό τόν κεντᾶμε μέ αἰχμηρό ἀντικείμενο, ἔτσι καί ἐμεῖς, γιά νά συνέλθουμε ἀπό τήν πνευματική ἀναισθησία, χρειάζεται νά αἰσθανθοῦμε τούς νυγμούς τῆς μετανοίας καί νά συναισθανθοῦμε τό βάρος τῆς ἁμαρτίας πού μᾶς συνέχει.
Τά τροπάρια, πού συνέγραψαν καί μελοποίησαν ἐπιφανεῖς ὑμνογράφοι, μᾶς δημιουργοῦν τήν κατάνυξη, τή γλυκύτητα τοῦ πόνου γιά τήν ἁμαρτία· μᾶς προκαλοῦν τή «χαρμολύπη», πού εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς Σαρακοστῆς· δηλαδή, θλίψη γιά τήν ἁμαρτία καί τήν ἀπομάκρυνσή μας ἀπό τόν Πατέρα, ἀλλά καί χαρά, διότι ἐπιστρέφουμε σέ αὐτόν.
π. Εἰρηναῖος
Περιοδικό "Ἀπολύτρωσις"
Τεῡχος Μαρτίου 2025