Ἡ σπουδαία μαμά

  mama spoudcἈθέατη κι ἀπαρατήρητη στό τελευταῖο θρανίο ἡ Ἀγγελική ἔδινε τήν ἐντύπωση ὅτι τίποτα τό ἐντυπωσιακό δέν μποροῦσε νά περιμένει κανείς ἀπό αὐ­τήν. Ὥς τή στιγμή πού οἱ καθηγητές της δίχως κἄν νά τό ὑποπτεύονται ἔ­παιρναν τά πρῶτα της γραπτά κι ἔτριβαν τά μάτια τους. Οἱ παλιοί τό ἤξεραν, ὅπως ἐπίσης τό ἤξεραν καί οἱ συμμαθητές καί οἱ συμμαθήτριές της, μά οἱ καινούργιοι καθηγητές πάντα ἔλεγαν πώς τούς ξάφνιασε τό κοριτσάκι τοῦ Γ2 πού κάθεται στό τελευταῖο θρανίο.
  Στά τρία χρόνια πού ἦταν σ᾽ αὐτό τό Γυμνάσιο κανένας καθηγητής δέν εἶχε δεῖ κάποιον δικό της νά ἔρχεται στό σχολεῖο γιά νά ρωτήσει γι’ αὐτήν. Οἱ πληροφορίες πού εἶχε ὁ διευθυντής ἦταν ὅτι ζοῦσε μέ τή μητέρα της κι ὅτι πατέρας δέν ὑπῆρχε στή ζωή της. Ὅτι ἦρθαν πρίν τρία χρόνια ἀπό τήν Ἀθήνα ἄγνωστο γιά ποιό λόγο στήν πόλη τους. Τίποτα παραπάνω...
  Ἡ θεολόγος μπῆκε ὅπως πάντα κεφάτη γιά μάθημα καί γεμάτη ἐνθουσιασμό στό Γ2. Τούς κοίταξε μέ κεῖνο τό βλέμμα πού τό ἤξεραν πιά τά παιδιά καί τό διάβαζαν δίχως νά κάνουν λάθος.
«Σήμερα, παιδιά μου, δέν θά κάνουμε τή συνέχεια τοῦ μαθήματος», αὐτό ἔλεγε ἐκεῖνο τό βλέμμα. «Σήμερα ἔχω κάτι ἐπίκαιρο καί σπουδαῖο νά σᾶς πῶ!».
  Πόσο ἄρεσαν στά παιδιά αὐτά τά ἐπίκαιρα καί σπουδαῖα πού τούς ἔλεγε ἡ κυρία τους! Καί τῆς Ἀγγελικῆς τῆς ἄρεζαν πολύ, μά δέν τό ἐξέφρασε ποτέ της.
-Λοιπόν, παιδιά μου, σήμερα ἔχουμε δύο τοῦ Φλεβάρη κι ἡ Ἐκκλησία μας γιορτάζει τήν Ὑπαπαντή τοῦ Χριστοῦ μας... Ἄρχισε ἁπλά καί παραστατικά νά τούς παρουσιάζει τό γεγονός. Ὄχι πού δέν τούς τά ἔλεγε ὡραῖα, ὄχι πού δέν τούς τράβηξε τό ἐνδιαφέρον μέ ὅσα ἔ­λε­γε, μά νιώσανε μιά ἀπογοήτευση γιατί πέσανε ἔξω στήν ἑρμηνεία τοῦ βλέμματος τῆς κυρίας τους. Μάθημα κανονικό τούς ἔ­κανε! Ἔφτασε κάπου στή μέση ἡ ὥρα καί τότε ἡ κυρία ξαναπῆρε ἐκεῖνο τό ὕ­φος πού ἔλεγε «καί τώρα ἑτοιμαστεῖτε!».
-Σήμερα, λοιπόν, παιδιά μου, εἶναι ἡ γιορτή τῆς μητέρας...
  Τινάχτηκαν ἀπό τή θέση τους κάποια πολύ αὐθόρμητα παιδιά, μά δέν ξαφνιάστηκε ἡ κυρία τους.
-Ναί, ξέρω, τούς εἶπε, ἡ μητέρα γιορτάζει τόν Μάιο. Ἡ Ἐκκλησία μας ὅ­μως τή γιορτάζει σήμερα μαζί μέ τή μητέρα τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι καί μητέρα ὅλων μας.
  Κι εἶπε, καί τί δέν εἶπε γιά τή μητέρα καί τό μεγαλεῖο της! Εἶπε καί τί δέν εἶπε γιά τή χρυσή μανούλα πού τά ἔφερε στόν κόσμο! Καί ρουφοῦσαν τά παιδιά τήν κάθε της λέξη. Κι ὅταν ὁ λυγμός σέ κάποια στιγμή ἔσπασε τή φωνή τῆς κυρίας τους, ἀντιλήφθηκαν ὅτι καί τά δικά τους μάτια ἦταν δακρυσμένα. Μά ἐκείνη πού ἔκλαιγε μέ λυγμούς ἦταν ἡ Ἀγγελική τοῦ τελευταίου θρανίου. Τό ἀνέκφραστο κορίτσι ἔγειρε μπρούμυτα στό θρανίο καί ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητα. Γιά πρώτη φορά τά παιδιά εἶδαν τήν κυρία τους ἀμήχανη ἔστω καί γιά λίγες στιγμές. Τό κουδούνι πού κτύπησε τό τέλος τῆς ὥρας σήμανε καί τό τέλος τῆς ἀμηχανίας τῆς κυρίας τους. Τούς ἔκανε νόημα νά βγοῦν ὅλοι ἔξω καί πλησίασε τό θρανίο τῆς Ἀγγελι­κῆς.
-Ἀγγελική μου, τῆς εἶπε στοργικά, σέ πλήγωσα σέ κάτι;
-Ὄχι, ὄχι ἐσεῖς, κυρία! Ἐγώ, ἐγώ πλήγωσα καί πληγώνω τή μανούλα μου, εἶπε καί κοίταξε μέ πονεμένο ὕφος τήν κυρία της.
-Δέν διορθώνεται; ρώτησε ἡ κυρία.
-Δέν ξέρω, εἶπε συλλογισμένη ἡ Ἀγ­γε­λική. Ἄν μέ βοηθήσετε καί ἐσεῖς, μπορεῖ καί νά διορθώνεται.
-Μίλα, παιδί μου, πές μου, εἶπε ἡ κυ­ρία κι ἡ Ἀγγελική χαμήλωσε τό κεφάλι.
-Ντρεπόμουν ἀφάνταστα γιά τή μητέρα μου. Ὅταν ἤμουν στό νηπιαγωγεῖο ἕνα κοριτσάκι εἶπε «τί ἄσχημη πού εἶναι ἡ μαμά τῆς Ἀγγελικῆς!», κι ὅλα τά παιδιά γέλασαν κι ἄρχισαν νά κοροϊδεύουν τή μαμά. Ἀπό τότε ντρεπόμουν νά βγῶ ἔξω μέ τή μαμά. Νόμιζα πώς ὅλος ὁ κόσμος πού μᾶς ἔβλεπε ἔλεγε «τί ἄσχημη μαμά ἔχει αὐτό τό κοριτσάκι!». Ξέρετε, ἐξήγη­σε ἡ Ἀγγελική, στό δυστύχημα πού ἔ­χασα τόν πατέρα μου ἦταν κι ἡ μητέρα μου πού ἦταν ἔγκυος σέ μένα. Κτύπησε ἄ­σχημα στό κεφάλι καί οἱ γιατροί σώσανε τό μω­ρό, δηλαδή ἐμένα, μά ἡ μαμά ἔ­μει­νε πολύ καιρό στό νοσοκομεῖο. Ὅσο καί νά προσπάθησαν οἱ γιατροί, ἡ μαμά βγῆ­κε μέ πρόσωπο πολύ στραπατσαρισμέ­νο. Ἐγώ φυσικά δέν τό καταλάβαινα ὅσο ἤμουν μωρό. Ἦταν ἡ μαμά μου καί τή λάτρευα, μά ὅταν ἄκουσα τό παιδάκι στό νηπιαγωγεῖο νά τό λέει αὐτό...
-Γι᾽ αὐτό δέν ἦρθε ποτέ στό σχολεῖο νά ρωτήσει γιά σένα; τή διέκοψε ἡ κυρία της.
-Τῆς τό ἀπαγόρεψα! εἶπε καί τά δάκρυα αὐλάκωσαν καί πάλι τό πρόσωπό της. Καμιά χαρά δέν τῆς ἔδωσα. Μόνον ὅταν εἶμαι μόνη στό σπίτι μαζί της τήν ἀγκαλιάζω καί τή φιλάω κι ἐκείνη κουρνιάζει σάν πουλάκι στήν ἀγκαλιά μου δί­χως ποτέ νά μοῦ κάνει τό παραμικρό πα­ράπονο. Ἔχω, κυρία, ὄχι ἁπλά μιά σπουδαία μάνα, ἔχω μιά ἁγία μάνα!
  Τά παιδιά πού μπῆκαν στήν τάξη γιά τήν ἑπόμενη ὥρα βρῆκαν τή θεολόγο τους νά μιλάει ἀκόμα μέ τήν Ἀγγελική καί στάθηκαν σιωπηλά μέ σεβασμό στήν πόρ­τα.
-Περάστε, παιδιά μου, μέσα καί κα­θί­στε, τούς εἶπε ἡ κυρία τους. Τό μάθη­μα θά μᾶς τό ὁλοκληρώσει ἡ Ἀγγελική. Ἡ φιλόλογος πού μπῆκε φορτωμένη μέ τά βιβλία της στάθηκε ἀναποφάσιστη στήν πόρτα.
-Ἐλᾶτε κι ἐσεῖς, κυρία Ἀλεξιάδου, ἡ Ἀγγελική θέλει κάτι νά μᾶς πεῖ.
-Σήμερα πού γιορτάζουν ὅλες οἱ μητέρες τοῦ κόσμου καί γιορτάζει κι ἡ δική μου, θέλω νά σᾶς καλέσω στό σπίτι μου νά τή γιορτάσουμε καί νά τή γνωρίσετε. Ἔχω..., ἔχω μιά σπουδαία μαμά! εἶπε ἡ Ἀγγελική καί τό πρόσωπό της ἔλαμπε ἀπό χαρά.
  Ὕστερα ἡ θεολόγος τούς διηγήθηκε τήν ἱστορία τῆς Ἀγγελικῆς καί ἡ φιλό­λογος χρειάστηκε νά διαθέσει ὅλη τήν ὥρα της, γιά νά προετοιμάσουν τήν ἐπίσκεψη τοῦ τμήματος στό σπίτι τῆς Ἀγ­γε­λικῆς.
«Ἔχω σπουδαία μαμά!», ἀντηχοῦσε στά ἀφτιά τοῦ κάθε παιδιοῦ ἡ φωνή τῆς Ἀγγελικῆς καί στά μάτια τους μπροστά βλέπανε τή μορφή τῆς δικῆς τους μά­νας. Κι ὅλα εἶχαν σκοπό σήμερα μόλις θά ἔ­φταναν στό σπίτι νά τῆς ποῦν: «Μαμά μου, εἶσαι σπουδαία!».

Ἑλένη Βασιλείου

Περιοδικό ῾Ἀπολύτρωσις῾῾,

Τεῦχος Φεβρουαρίου 2025