Ἡ ἀνθρώπινη σκέψη ἀδυνατεῖ νά συλλάβει πῶς ὁ Θεός μπῆκε στή διάσταση τοῦ κτιστοῦ. Ἀλλά ἀπό τή στιγμή πού συνέβη, ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὡς ἱστορικό πρόσωπο προσφέρεται γιά ἔρευνα καί μελέτη, ἐνῶ ὡς Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ πού ἔγινε ἄνθρωπος δέν μπορεῖ παρά νά φέρει μοναδικά χαρακτηριστικά. Ἀπό τίς ὑπάρχουσες μαρτυρίες εἶναι δυνατόν, πράγματι, νά μελετήσουμε τή μοναδικότητα τοῦ Χριστοῦ μας ὄχι ὡς Θεοῦ καί Κυρίου τοῦ κόσμου, ἀλλά ὡς ἁπλοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ ἀνεπανάληπτη ἱστορική προσωπικότητα ἀνάμεσα σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους πού πέρασαν ἤ θά περάσουν ἀπό τόν πλανήτη μας. Μπορεῖ ἡ μοναδικότητά Του, ὅπως ὁ ἴδιος τό θέλησε, νά εἶναι καλά κρυμμένη καί νά φαίνεται σάν ἕνας ἄνθρωπος ἀνάμεσα στούς πολλούς, ὡστόσο γίνεται πολύ εὐδιάκριτη στόν φιλόπονο «κυνηγό τῆς ἀλήθειας». Σημειώνω τρία μόνο σημεῖα αὐτῆς τῆς μοναδικότητας.
Κατ’ ἀρχάς ὁ Κύριός μας εἶναι τό μοναδικό πρόσωπο στήν ἱστορία, τοῦ ὁποίου τό πρόσωπο καί ἡ ζωή συνδέονται μέ τόν δημόσιο λόγο καί τή δράση τῶν προφητῶν, δηλαδή ἀνθρώπων πού ἔζησαν καί ἔδρασαν στήν ἐπίγεια πατρίδα τοῦ Κυρίου, στό Ἰσραήλ, σέ προηγούμενη ἀπό ἐκεῖνον ἐποχή, ἡ ὁποία μπορεῖ νά ἀπέχει καί ἀρκετούς αἰῶνες. Γιά ὅλα τά ἄλλα ἱστορικά πρόσωπα ἀνεξαιρέτως μπορεῖ κανείς νά βρεῖ διηγήσεις γιά τό παρόν καί γιά τό μέλλον τους. Αὐτό συμβαίνει καί μέ τόν Κύριό μας: Τό παρόν του διηγοῦνται τά Εὐαγγέλια, τό μέλλον του οἱ Πράξεις καί οἱ Ἐπιστολές τῶν ἀποστόλων καί κατόπιν οἱ ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὅμως εἶναι τό ἀπολύτως μοναδικό πρόσωπο πού διεκδικεῖ τούς λόγους τῶν προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Κι αὐτό διότι ἀναφέρονται στόν ἴδιο καί περιγράφουν μέ λεπτομέρεια τό πρόσωπο, τό ἔργο του καί τήν ἐποχή του, παρά τό ὅτι διατυπώθηκαν σέ πολύ προγενέστερο χρόνο. Συνεπῶς, μόνον ὁ Χριστός ἔχει καί παρελθόν. Ἀκόμη καί ἄν θά μποροῦσε νά ἀμφισβητηθεῖ ὅτι οἱ λόγοι τῶν προφητῶν τοῦ Ἰσραήλ ἀναφέρονται στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, δέν μπορεῖ νά ἀμφισβητηθεῖ τό γεγονός ὅτι μοναδικά καί ἀνεπανάληπτα στήν ἱστορία τοῦ κόσμου διατυπώθηκε αὐτός ὁ ἰσχυρισμός μόνο γιά τόν Ἰησοῦ.
Τό δεύτερο σημεῖο εἶναι ὅτι μόνον ὁ Κύριός μας ὄχι ἁπλῶς διεκδίκησε γιά τόν ἑαυτό του τήν ἰσότητα μέ τόν Θεό, ἀλλά ταύτισε τόν ἑαυτό του μέ τόν Θεό. Αὐτό ἦταν ἀδιανόητο γιά τούς Ἑβραίους, γιά τούς ὁποίους ὁ Θεός Γιαχβέ εἶναι ὁ ἀπολύτως Ὕψιστος καί ἀπρόσιτος σέ καθετί γήινο. Ἀποτελοῦσε βλασφημία πού ἐπέσυρε τήν ποινή τοῦ θανάτου (βλ. Ἰω 5,18). Καί ὅμως ὁ ἰσχυρισμός του ἔγινε πιστευτός μέ ἀποτέλεσμα μόνον αὐτός ὁ συγκεκριμένος ἄνθρωπος Ἰησοῦς νά προσκυνεῖται ὡς Θεός ἀπό ἑκατομμύρια ἀνθρώπους στόν κόσμο μέχρι σήμερα. Σέ καμία ἄλλη θρησκευτική παράδοση δέν παρατηρεῖται αὐτό τό φαινόμενο. Οὔτε ἀκόμη γιά τούς ἱδρυτές τῶν διαφόρων θρησκειῶν, ὅπου ὅλοι τους εἶναι ἀπεσταλμένοι τῶν θεῶν ἤ ἄνθρωποι πού πέτυχαν κάποιου εἴδους θέωση. Κανείς τους οὔτε θεωρεῖται οὔτε λατρεύεται ὡς θεός. Ὅτι ἔτσι συμβαίνει μόνο μέ τόν Χριστό καί τόν Χριστιανισμό γίνεται φανερό ἀπό τό γεγονός ὅτι ἰδιαίτερα τά τελευταῖα χρόνια ἑκατοντάδες χιλιάδες χριστιανῶν σφαγιάστηκαν στή Μέση Ἀνατολή μέ τήν κατηγορία τῆς «εἰδωλολατρίας», ἀκριβῶς διότι -κατά τούς δημίους- λάτρευαν ἕνα κτίσμα ὡς Ὕψιστο Θεό.
Καί τό τρίτο σημεῖο εἶναι ὅτι μόνον ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς. Ὄχι ἁπλῶς ἀναβίωσε ἤ ἀνάρρωσε ἀπό μία θανατηφόρο κατάσταση, ἀλλά ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς, ἀφοῦ πρῶτα θανατώθηκε καί θάφτηκε. Ὁ θάνατός του ἔγινε δημόσια καί ἐπιβεβαιώθηκε ἀπό τίς ἐπίσημες κρατικές ἀρχές, τάφηκε κανονικά ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά βγῆκε ζωντανός καί πάλι ἀπό τόν τάφο του. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ἀπολύτως ὁ μοναδικός ἄνθρωπος τοῦ ὁποίου ὁ προσωπικός τάφος εἶναι ἄδειος, ὄχι διότι συλήθηκε ἤ ἐκκενώθηκε γιά νά φιλοξενήσει ἄλλους, ἀλλά διότι ἐγκαταλείφθηκε οἰκειοθελῶς ἀπό τόν ἔνοικό του, καθώς Ἐκεῖνος ἐπέστρεψε πάλι στόν κόσμο τῶν ζωντανῶν καί ξανάζησε μέ τούς δικούς του ἀνθρώπους σχεδόν μέ τόν ἴδιο γνώριμο τρόπο. Ὁ ἄδειος τάφος του ὄχι ἁπλῶς σώζεται μέχρι σήμερα ὡς πόλος ἕλξης ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων ἀπό ὅλο τόν κόσμο, ἀλλά εἶναι καί ὁ ἴδιος «ζωντανός», κατά τή μαρτυρία ὅσων ἐργάστηκαν γιά τή συντήρησή του. Διότι ἦταν ἀρκετό πού φιλοξένησε τήν Αὐτοζωή ἔστω καί ἅπαξ, ἔστω καί γιά λίγο.
Σέ αὐτή τήν Ἀνάσταση καλεῖ ὁ μοναδικός καί ἀνεπανάληπτος Κύριός μας κάθε ἄνθρωπο ξεχωριστά, γιά νά τήν ἀπολαύσει μέχρι τό τελευταῖο του κύτταρο. Ἀκριβῶς, διότι νωρίτερα προσέλαβε μέ τήν ἐνσάρκωσή του ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη φύση, ὥστε, κατά τόν Γρηγόριο τόν Θεολόγο, νά μήν ἀπομείνει τίποτε ἀπό αὐτήν «ἀπρόσληπτον καὶ ἀθεράπευτον».
Ἀθανάσιος Παπαρνάκης
"Ἀπολύτρωσις",
Τεῡχος Νοεμβρίου 2024