Ἑλκύει τόν ἄνθρωπο τό καινούργιο. Ἔχει μιά γοητεία ξεχωριστή ἡ νεόκοπη ὄψη του, δίνει μιά χαρούμενη ἐλπίδα ἡ ἄφθορη λάμψη του. Ὑποταγμένοι ἐμεῖς ἀναπόφευκτα στούς νόμους τῆς φθορᾶς, μέ τό χρόνο νά περνᾶ ἀνελέητα ἀπό πάνω μας καί νά παλιώνει γύρω μας τό κάθε τι, νιώθουμε ἕνα αἴσθημα ἐλευθερίας, ἔστω πρόσκαιρης, μιά ψευδαίσθηση λυτρώσεως σέ κάθε ἀνανέωση. Νά μπορούσαμε, ἀλήθεια, νά βρίσκαμε, δίπλα στά τόσα ἄλλα καινούργια πού ἔχουμε, κι ἕναν καινούργιο ἄνθρωπο, κατακαινούργιο, μέ καρδιά, σπλάγχνα, σκέψη, νοοτροπία καινούργια, πού θά τόν κάναμε δικό μας, θά τόν φορούσαμε, θά τόν ντυνόμασταν, καί θά γινόμασταν κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ὁλόκληροι κατακαίνουργιοι! Εἶναι μιά ἐνδόμυχη, ἀλλά πολύ ἔντονη ἐπιθυμία αὐτή τοῦ ἀνθρώπου, ἰδιαίτερα κάθε φορά πού στέκεται ἐμπερίσκεπτος στήν ἀρχή ἑνός νέου χρόνου, φορτωμένος μέ τά κουρέλια τοῦ παλιοῦ καί ὅλος προσδοκίες.
Συνηθίζουμε κάθε πρωτοχρονιά νά ἀνανεώνουμε τά πράγματά μας. Καθαρίζουμε τό σπίτι, ἀγοράζουμε καινούργια ροῦχα, χαρίζουμε δῶρα στούς ἀγαπητούς. Συνήθως ἀκόμη καταστρώνουμε νέα προγράμματα -οἱ ἄρχοντες ἐπίσης κάνουν τίς προγραμματικές τους δηλώσεις-, παίρνουμε καινούριες ἀποφάσεις -μερικοί μάλιστα ἀποφασίζουν ἀλλαγή πορείας καί τακτικῆς. Ὅλα αὐτά ὅμως δέν εἶναι παρά περίβλημα, εἶναι τό τσόφλι μας, πού ἀλλάζουμε καί ἀνανεώνουμε ἁπλῶς. Ὁ πυρήνας, ἡ οὐσία τοῦ εἶναι μας, μένει μαραζωμένη, διεφθαρμένη, παλιά καί ἄσχημη. Γι΄ αὐτό καί στήν οὐσία δέν ἀλλάζει ἡ ζωή μας. Πάντοτε τά ἴδια ἐγκλήματα, τά ἴδια πάθη, συνέχεια ἡ ἴδια ἀθλιότητα, ἡ ἴδια βρωμιά. Μήπως τό νέο ἔτος θά φέρει στόν κόσμο τήν εἰρήνη καί τήν ἀγάπη πού εὐχόμαστε; Μήπως τό νέο ἔτος θά πάψουν νά μᾶς ἀπειλοῦν οἱ ποικιλόχρωμες ταξιαρχίες τῆς βίας ἤ μήπως θά ἐκλείψει ἡ μάστιγα τῶν ναρκωτικῶν; Ὁ καινούργιος ἄνθρωπος εἶναι ἀκόμη γιά τούς περισσότερους ἕνα νοσταλγικό ὄνειρο.
Κι ὅμως ἡ ἐπίσκεψη ἔγινε! Ἦλθε στή γῆ μας ἕνας ἄνθρωπος, ὄχι ἀπό τόν κόσμο τοῦ σύμπαντος, ἀλλά ἀπό τόν κόσμο τοῦ ἀπείρου, ὄχι ἀπό τή χώρα τοῦ διαστήματος, ἀλλά ἀπό τή χώρα τῆς αἰωνιότητος. Πρίν λίγες μέρες ὅλοι γιορτάσαμε λαμπρά τή γέννησή του καί τοῦ εἴπαμε χίλια τραγούδια. Τήν πρώτη μέρα τοῦ χρόνου ἀκούσαμε -ὅσοι βρήκαμε τόν καιρό μέσα στό γιορτάσι τῶν ἡμερῶν- τό ὄνομά του· ۟Ἰησοῦς. Εἶναι αὐτός ὁ καινούργιος ἄνθρωπος, ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ νέος γενάρχης μας. Ἦλθε νά ἐμβολιάσει τή φύση μας ἀπό χοϊκή σέ οὐράνια, νά μᾶς δώσει τή δυνατότητα νά ἀνανεώσουμε τόν ἐσωτερικό μας ἄνθρωπο, τόν πηρήνα τῆς ὑπάρξεώς μας. Τό δικό του δῶρο σέ μᾶς πού πολύ ἀγάπησε, εἶναι ὁ ἴδιος του ὁ ἑαυτός. Ἁπλώνει τά χέρια του καί μᾶς προσφέρει καρδιά καινούργια, τρυφερή καί καθαρή, νοῦ καινούργιο, δυνατό καί γενναῖο, σπλάγχνα, αἷμα καί σάρκα ἀκόμη καινούργια, πού ξέρουν νά συνεργάζονται καί ὄχι νά ἀντιστρατεύονται στούς πόθους τῆς ψυχῆς μας. Ἁπλώνει τά χέρια του καί μᾶς μεταφέρει ἀπό τό καθεστώς τῆς ἁμαρτίας καί τῆς πλάνης, ὅπου καί τό πιό καινούργιο ἀποπνέει τήν ὀσμή τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου, στό καθεστώς τῆς χάριτος καί τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὅπου καί τό πιό παλιό μεταποιεῖται σέ ὁλοκαίνουργιο.
Ὁ καινούργιος ἄνθρωπος ἦλθε, ἀλλά οἱ ἄνθρωποι δέν τόν δέχθηκαν. Γι΄ αὐτό ἡ φθορά ὅσο πάει καί μεγαλώνει. Ὁ πολιτισμός μας πνίγεται. Ἡ ἔλλειψη ἀγάπης κάνει στενό τό χῶρο πού ζοῦμε, καί μᾶς συνθλίβει. Ἡ ἔλλειψη εἰρήνης δημιουργεῖ μιά μπαρουτοκαπνισμένη ἀτμόσφαιρα, καί ἀσφυκτιοῦμε. Ἡ ἔλλειψη χαρᾶς φέρνει τό ἄγχος, προκαλεῖ τά ψυχικά νοσήματα, σπρώχνει σέ ὀλέθρια ὑποκατάστατα. Φανταζόμαστε U.F.O., πού μᾶς σκιάζουν ἤ μᾶς διασκεδάζουν, ἐνῶ ὁ οὐράνιος ἄνθρωπος εἶναι ἀνάμεσά μας, σκοντάφτουμε πάνω του, ἀλλά δέν τόν βλέπουμε. Δέν βλέπουμε ὅμως ἄραγε οὔτε τούς ἀνακαινισμένους ἀνθρώπους πού τόν δέχθηκαν; «Ὅσοι δέ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τό ὄνομα αὐτοῦ», γράφει ὁ Ἰωάννης. Αὐτοί «οὐκ ἐξ αἱμάτων οὐδέ ἐκ θελήματος σαρκός οὐδέ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ΄ ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν» (Ἰω 1,12-13). Μιά ὁλόκληρη Ἐκκλησία ζῆ καί ἀναπνέει δίπλα μας, χαίρεται μέ τή δική του χαρά, μιλᾶ μέ τή δική του ἀλήθεια κι εἶναι τό ζωντανό παράδειγμα τῆς ἐν Χριστῷ ἀνακαινώσεως. Ἀλλά καί ὁ πολιτισμός μας μαρτυρεῖ μέ τόν τρόπο του ὅτι στό βαθμό πού δέχθηκε τόν Χριστό, ἀνάλογα προόδευσε, στό βαθμό πού τόν ἀρνήθηκε, τόσο κατέρρευσε καί καταρρέει.
Ξεκινᾶμε, λοιπόν, γιά τό νέον ἔτος. Ζωντανή πρόκληση μπροστά μας ὁ καινούργιος ἄνθρωπος Χριστός. Ἀλλά καί «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» τῆς ζωῆς μας καί κριτής τῆς στάσεως πού θά πάρουμε ἀπέναντί του. Ἄν θέλουμε εὐλογημένη τήν καινούργια χρονιά, μᾶς χρειάζεται μιά καινούργια καρδιά, αὐτή πού προσφέρει ὁ Κύριος.
Στέργιος Ν. Σάκκος