Στήν «καινή ὠδή» τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν συναρμονίζεται μεγαλόπρεπη καί μελωδική ἡ φωνή τοῦ μεγαλομάρτυρα ἁγίου Πλάτωνα μέ κείνη «τῶν ἀκολουθούντων τῷ ἀρνίῳ» (βλ. Ἀπ 14,3-4). Στίς 18 Νοεμβρίου ἅγιοι καί ἄγγελοι μεριάζουν μπροστά στόν νεαρό γενναῖο μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ λυτρωμένη ψυχή του ψάλλει καινούργιο τραγούδι στόν ἀγαπημένο της Νυμφίο. «Τῆς αἰωνίου Βασιλείας τὸ καθαρώτατον χοροβατῶν πλάτος» ὁ εὐλογημένος ἅγιος προσκαλεῖ τίς ψυχές μας στό οὐράνιο πανηγύρι.
Ἀπό πολύ μικρός εἶχε στρέψει τά βλέμματα στήν Πολιτεία τοῦ Οὐρανοῦ. Ἡ ζωή του καθημερινά ἦταν ἕνα τραγούδι εὐγνωμοσύνης στόν Ἰησοῦ Χριστό, πού τόν ἔνιωθε Λυτρωτή καί Σωτήρα του. Στήν πόλη τῆς Ἄγκυρας, τῆς σημερινῆς πρωτεύουσας τῆς Τουρκίας, ὁ μικρός Πλάτων σκορποῦσε παντοῦ ἀπό τόν πλοῦτο τῆς εὐσέβειάς του. Ἐνέπνεε ὅλους μέ «τῶν ἀγώνων τὸ πλάτος». Ὁ πρῶτος πού ταπεινά θαύμασε τόν πολύ μικρότερό του ἀδελφό καί συντάχθηκε μαζί του ἦταν ὁ Ἀντίοχος. Ὡς γιατρός θέλησε νά διακονήσει στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ τούς ἀνθρώπους. Τά ματωμένα χνάρια τοῦ ἀδελφοῦ του τόν ὤθησαν νά ποθήσει τό μαρτύριο καί νά ἀξιωθεῖ τελικά αὐτῆς τῆς τιμῆς.
«Νεανικὴν ἐπιδεικνὺς τὴν ἔνστασιν», ἦταν ὅλος ζῆλο γιά τοῦ Χριστοῦ τήν πίστη. Εὔκολα τόν ἀνακάλυψαν οἱ εἰδωλολάτρες καί τόν κατήγγειλαν στόν ἡγεμόνα τῆς περιοχῆς Ἀγριππῖνο. Τέλος τοῦ 3ου αἰώνα μ.Χ. μέ αὐτοκράτορα τόν Διοκλητιανό, στρατιές γενναίων ὁμολογητῶν ἄφηναν τή μαρτυρική στρατευομένη ἐκκλησία, γιά νά συγκαταλεχθοῦν στή δόξα τῆς θριαμβεύουσας. Ποιός θά περίμενε ὅτι ὁ ἀνέμελος, χαρούμενος νέος της Ἄγκυρας θά βρισκόταν τόσο γρήγορα ἀνάμεσα στούς ὑποψήφιους μάρτυρες; Ποιός νά μή μείνει ἔκθαμβος ἀπό ὅλο τόν λαό πού παρακολουθοῦσε τά σκληρά δοκιμαστήρια τοῦ Πλάτωνα; Μπροστά τους ἐμφανίστηκε ὁ νέος πληγωμένος ἀπό τόν ἀλύπητο δαρμό μέσα στή φυλακή. Μέ φρίκη εἶδαν οἱ ἄνθρωποι -πιστοί καί ἄπιστοι- νά ἑτοιμάζεται στή φωτιά ἕνα σιδερένιο κρεβάτι. Ἐκεῖνος εἶχε ρίξει ἄγκυρα πίστεως στόν Οὐρανό καί δέν φοβόταν. Δέν ἔπαυσαν νά τόν χτυποῦν οἱ δήμιοι μέ ρόπαλα καί μαστίγια. «Τὰς τῶν ἀλγηδόνων στενοχωρίας ὑπήνεγκας θείᾳ πλατυνόμενος χάριτι», ἔνδοξε μάρτυρα, καί μέ ἱλαρότητα ὁμολογοῦσες: «Εἶμαι χριστιανός καί μόνο τόν Χριστό λατρεύω καί προσκυνῶ. Δέ θά Τόν ἀρνηθῶ, ὅσα μαρτύρια καί ἄν μοῦ κάνετε».
Πάνω στό πυρωμένο κρεβάτι καίγονταν οἱ σάρκες του, ἔτρεχαν τά αἵματα ἀπό τό κορμί του. Ἔβαλαν καυτές σφαῖρες στίς μασχάλες του καί στά πλευρά του. Ὅλο τό σῶμα του ἀργοψηνόταν. Καρτερικά ἐνατένιζε στή θυσία τοῦ Ἐσταυρωμένου. «Κύριε, βοήθα με!», μέ στέρεη τήν ἐλπίδα προσευχόταν. Μακάριε Πλάτωνα, «τὸ παμφάγον πῦρ οὐκ ἐδειλίασας, ἀλλὰ στερρῶς καὶ νεανικῶς τούτου ἐκαρτέρεις». Πῶς νά ἀνταποδώσεις στοῦ Ἀρνίου τήν ἑκούσια σφαγή; «Ἱερουργὸς θεῖος ἐδείχθης ὡς ἄμωμον ἱερεῖον... ὁλοκαυτῶν, μάρτυς, σεαυτόν».
Ἄρχισαν νά τόν γδέρνουν, νά βγάζουν λωρίδες ἀπό τό δέρμα του. Μέ σιδερένια νύχια ἔσχιζαν τό πρόσωπο, τά πλευρά. Ὁ Ἅγιος -παραμορφωμένος πιά- ἦταν μία ἄμορφη μάζα ἀπό σάρκες καί κόκκαλα πάνω στήν πυρωμένη κλίνη. Πονοῦσε, «ἀλλ’ ἀντεῖχε τῆς ψυχῆς ὁ τόνος δυναμούμενος τῷ τοῦ Δεσπότου φίλτρῳ καὶ βασιλείας τῷ ἔρωτι». «Χριστέ μου, Χριστέ μου», ψέλλιζε τό στόμα του καί ἡ ψυχή του ἀποζητοῦσε νά συναντήσει τόν Νυμφίο της. Καθώς δέν ὑπέκυπτε ὁ γενναῖος ὁμολογητής, δόθηκε ἡ ἐντολή νά ἀποκεφαλιστεῖ μέ ξίφος. Βρέθηκε ὁ νεαρός μάρτυς ἀπό τή στενότητα τῆς γῆς αὐτῆς στό «πλάτος» τοῦ Παραδείσου. Οἱ Χριστιανοί τῆς Ἄγκυρας τόν πολύαθλο Ἅγιό τους τόν ἔβαλαν πρότυπο καί προστάτη τους. Λάφυρό τους κράτησαν, ἐκτός ἀπό τό ἁγιασμένο λείψανό του, τό ἀκατάβλητο μαρτυρικό φρόνημά του.
Μέ τόν πλατυσμό τῆς πίστεώς του ὁ ἔνδοξος Πλάτων μᾶς ἐνθαρρύνει ὅλους -μέσα στίς προκλήσεις τῆς καθημερινότητάς μας- νά ἐπιλέγουμε ἐλεύθερα τή στενή, ἀνηφορική πορεία μαζί μέ τόν Χριστό. Τούς νέους μας, πού παλεύουν σήμερα μέ ὁρατούς καί ἀόρατους κινδύνους, ὁ μάρτυρας δυναμικά τούς πιάνει ἀπό τό χέρι καί παροτρύνει: «Μή φοβάστε τήν ἀντίσταση τῆς εὐσεβείας! Τολμῆστε την!». Τούς ἐφήβους, πού δημιουργοῦν σχέδια καί ὄνειρα γιά τή ζωή τους, ὁ «ὡραῖος νεανίας» Πλάτων φιλικά τούς συμβουλεύει: «Μή φοβάστε! Τόν δρόμο σας βάλτε μέσα στό φῶς τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ». Τά παιδιά, πού -ἀπό μικρά- τά παγώνει ὁ κόσμος μέ τούς πειρασμούς του, τά ζεσταίνει «ὅλος ἀγάπη» ὁ σοφός Ἅγιος μέ τή νουθεσία του: «Μή φοβάστε! Ντυθεῖτε μέ “τῆς σωφροσύνης τό ἱμάτιον”, πού σᾶς χαρίζει ἡ Ἐκκλησία, ἀσφάλειά σας γιά μιά ζωή!». Κι ὅταν λυγίζουμε ἀπό τό βάρος τοῦ Σταυροῦ μας, Κυρηναῖος μας γίνεται ὁ μεγαλομάρτυς, νά πορευόμαστε «ἐν πλατυσμῷ» «ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν Χριστόν» ... ἄχρι τέλους!
Οὐρανοδρόμος