Ἡ σωτηρία μας ἀπό τήν ἐξουσία τῆς ἁμαρτίας, τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου εἶναι οὐσιαστικά τό ἀποτέλεσμα μιᾶς κολοσσιαίας ἀπάτης πού ὀργάνωσε ὁ ἅγιος Θεός καί Πατέρας μας εἰς βάρος τοῦ σατανᾶ, τοῦ αἰτίου ὅλων τῶν δεινῶν μας.
Ὁ Κύριος δημιούργησε τόν ἄνθρωπο θνητό μέν ἀλλά μέ προοπτική νά κατακτήσει τήν ἀθανασία. Γιά τόν σκοπό αὐτό τοῦ χάρισε γιά σπίτι του τήν Ἐδέμ, τόν πανέμορφο ἐκεῖνο κῆπο, καί προπάντων τόν χαρίτωνε συνέχεια μέ τήν ἄμεση ζωοδότρα ἐπαφή μαζί του. Ὅλα ἦταν τέλεια καί ἀνέπνεαν τό φῶς τοῦ Θεοῦ, ὥσπου παρουσιάστηκε στόν κῆπο ὁ διάβολος. Ὁ διάβολος μισεῖ τόν Θεό, ἀλλά ἐπειδή δέν μπορεῖ νά τόν βλάψει, ἐπιδιώκει νά παρασύρει στόν ὄλεθρο τά δημιουργήματά του καί κατ᾽ ἐξοχήν τόν ἄνθρωπο. Ἡ συνέχεια εἶναι γνωστή. Ὁ σατανᾶς συκοφάντησε στήν Εὔα τόν δημιουργό της καί τήν βύθισε μαζί μέ τόν Ἀδάμ στό πιό ἀδυσώπητο, ἀπαράκλητο καί ἀδιέξοδο σκοτάδι: στόν αἰώνιο τάφο.
Ἀπό τότε ἡ ἀνθρωπότητα πού ξεπήδησε ἀπό τά σπλάγχνα τοῦ Ἀδάμ εἶναι δέσμια τοῦ θανάτου, ὁ ὁποῖος σφραγίζει τήν ὑπόστασή της σάν ἀναπόδραστη κληρονομική ἀσθένεια. Πῶς θά μποροῦσε νά σωθεῖ; Πῶς θά μποροῦσε νά ξεφύγει ἀπό τή μέγγενη τοῦ ὀλέθρου καί νά ζήσει; Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶχε δυνάμεις ἱκανές νά τόν βοηθήσουν. Ὁ κόσμος του καί ὁ ἴδιος εἶχαν πλέον ἡμερομηνία λήξεως καί τίποτε δέν μποροῦσε νά τό ἀνατρέψει αὐτό. Ἕνας μόνο τρόπος ὑπῆρχε. Ἔπρεπε ὁ Θεός, ὁ μόνος ἀθάνατος, ἡ αὐτοζωή καί ὁ ζωοδότης, νά ἀναλάβει ὁ ἴδιος τήν ὑπόθεση αὐτή καί νά τήν διευθετήσει. Ἔπρεπε ὁ Κύριος τοῦ παντός νά ἀγνοήσει τήν προσβολή καί τήν ὕβρη τοῦ πλάσματός του ἀπέναντί του καί νά ἀνακαινίσει τήν ἑτοιμόρροπη ὕπαρξή του μέ δική του προσωπική ἐπέμβαση.
Καί τό ἔκανε. Πῶς; Ἔγινε ἄνθρωπος. Ὁ ἴδιος. Κι ὄχι μόνο ἔγινε ἄνθρωπος, ἀλλά ἀπό τή στιγμή τῆς σύλληψής του στά σπλάγχνα τῆς μητέρας του ὑποτάχθηκε ἑκούσια στή φθορά. Κι ἔτσι ὁ θάνατος τῶν ἀνθρώπων ἔγινε καί δικός του θάνατος. Ἀλλά ἀκριβῶς αὐτό τό γεγονός, τό ὅτι δηλαδή πέθανε ὁ ἀθάνατος, ἀνέτρεψε τήν ἐξουσία τοῦ ἅδη καί τήν ἐξαφάνισε γιά πάντα. Διότι ὅταν ὁ θάνατος ἐπιβλήθηκε στόν Ἰησοῦ πάνω στόν σταυρό, συνετρίβη στόν βράχο τῆς θεότητάς του καί ὁ Χριστός ἀναστήθηκε· ἡ ζωή του θριάμβευσε καί τό μηδέν ἔχασε πλέον κάθε δύναμή του στήν ὕπαρξή του.
Ἀλλά ὅπως εἶπα στήν ἀρχή, ὁ θάνατος τοῦ Ἰησοῦ πού προξένησε τή σωτηρία μας ἦταν ἀποτέλεσμα μιᾶς ἀπάτης. Μιᾶς ἁγίας ἀπάτης. Εἶπα ἤδη ὅτι ἀρχηγός τοῦ θανάτου πού μᾶς καταδυνάστευε ἦταν ὁ σατανᾶς, ὁ ἀρχάγγελος τοῦ σκότους. Προκειμένου λοιπόν νά πάει ὁ Χριστός στόν θάνατο, ἔπρεπε νά ἀναγκάσει μέ κάποιο τρόπο τόν διάβολο νά τοῦ ἐπιτεθεῖ καί νά τόν φονεύσει. Ἐντέλει τό τέχνασμα πού χρησιμοποίησε γιά νά τό πετύχει αὐτό, ἦταν ἡ ἀπόκρυψη τῆς ἀληθινῆς του ταυτότητας. Δέν ἐπέτρεψε δηλαδή νά καταλάβει ὁ σατανᾶς ὅτι εἶναι ὁ Θεός. Ἀντίθετα τόν ἄφησε νά νομίζει ὅτι εἶναι ἕνας κοινός ἄνθρωπος, προκαλώντας τον ὡστόσο μέ τήν παραπλανητική ἀποκάλυψη κάποιων στοιχείων τοῦ θείου προσώπου του. Ἔτσι ἐνῶ ὁ διάβολος ἀντιλαμβανόταν ὅτι ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἦταν ἕνα ἀπροσπέλαστο αἴνιγμα διότι δέν κατόρθωσε ποτέ νά τόν ἐμπλέξει στά δίχτυα τῆς ἁμαρτίας, ὅπως ὅλους τούς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους, ὁδηγήθηκε σέ πλήρη σύγχυση ὅταν τόν εἶδε νά βαπτίζεται τό βάπτισμα τῶν ἁμαρτωλῶν ἀπό τόν Ἰωάννη καί στή συνέχεια νά τόν ὀνομάζει ὁ οὐράνιος πατέρας υἱό του. Ἀπό ἐκείνη τή στιγμή τοῦ κήρυξε ἕναν ἀδυσώπητο πόλεμο ἐπιδιώκοντας νά τόν ἐξουδετερώσει ἤ ἔστω νά καταλάβει πόσο ἐπικίνδυνος ἦταν γιά τό κράτος του. Διότι ἔνιωθε, ὅπως ἦταν φυσικό, ὅτι ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος θά μποροῦσε νά ἀπειλήσει καίρια τήν ἐξουσία του. Ὅμως ὁ Ἰησοῦς δέν παγιδεύτηκε ποτέ στά βρόχια του. Οὐδέποτε τοῦ φανέρωσε τί σήμαινε τό ὅτι ἦταν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ἔτσι σιγά-σιγά ἀλλά μεθοδικά τόν παρέσυρε νά ἐπιδιώξει τήν ἐξόντωσή του μέσῳ τοῦ σταυροῦ.
Αὐτή ἡ εὐλογητή ἀπάτη τοῦ Κυρίου, πού μετέβαλε τόν τάφο του σέ πηγή ἀφθαρσίας καί ἀθανασίας γιά ὅλα τά τέκνα του, ὀνομάζεται δικαίως ἀπό τόν ἱερό ὑμνωδό «σοφία», ἡ ὁποία «ἐπλάνησε τόν πλάνον»: «Πεπλάνηται ὁ πλάνος, ὁ πλανηθεὶς λυτροῦται σοφίᾳ σῇ, Θεέ μου» (Γ΄ στάση ἐγκωμίων, ἑσπέρας Μ. Παρασκευῆς). Καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπισημαίνει: «Διδάσκουμε τή σοφία τοῦ Θεοῦ πού ἦταν μυστήριο, δηλαδή κρυμμένη, τήν ὁποία ὅρισε ὁ Θεός προαιώνια γιά τή δόξα μας καί κανείς ἀπό τούς ἄρχοντες τοῦ κόσμου αὐτοῦ δέν κατάλαβε. Διότι ἄν τήν εἶχαν καταλάβει, δέν θά σταύρωναν τόν Κύριο τῆς δόξας» (Α΄ Κο 2,7-8).
Αὐτό πού κάνουμε λοιπόν τό Πάσχα εἶναι ὅτι πανηγυρίζουμε αὐτή τή σοφία τοῦ Θεοῦ, αὐτή τήν ἁγία πλάνη, μέ τήν ὁποία ὁ Κύριος ὄχι μόνο συνέτριψε τόν σατανᾶ καί τή δύναμή του, τόν θάνατο, ἀλλά διέσυρε καί διαπόμπευσε ὁλόκληρη τή δαιμονική παράταξη (βλ. Κλ 2,15). Βέβαια πρέπει νά τό ποῦμε ξανά καί ξανά καί νά τό σπουδάζουμε συνέχεια: αὐτή ἡ περιφανής νίκη τοῦ μεγάλου Βασιλιᾶ πού δέν ἔχει ὅμοιά της, δέν ἦταν ἀναίμακτη. Βάφτηκε μέ τό πιό ἀθῶο καί ἁγνό αἷμα πού πότισε ποτέ αὐτόν τόν πλανήτη καί τό σύμπαν: μέ τό πανακήρατο καί πανάμωμο αἷμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Πρόκειται γιά μιά θυσία ἀπροσμέτρητου βάθους καί ὕψους, πού ὁ Κύριος μᾶς τήν χάρισε· δέν μᾶς τήν χρωστοῦσε. Καί ἀσφαλῶς τίποτε στόν κόσμο μας δέν μπορεῖ νά ἀντισταθμίσει τόν πλοῦτο τῆς ἀγάπης πού κρύβει.
Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας
"Ἀπολύτρωσις", Μάιος 2020