Δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος πού νά μή στάθηκε μέ δέος καί φόβο μπροστά στόν θάνατο. Πού νά μή συνόδεψε στό κοιμητήριο συντετριμμένος οἰκεῖο ἤ φίλο.
Πόσο φοβερός εἶναι ὁ θάνατος! Διαλύει τά πάντα. Καταργεῖ μέσα σέ μιά στιγμή ἀγαπημένους, σχέδια, ἐπιδιώξεις, ὄνειρα, κι ὅλα αὐτά τόσο καταλυτικά! Δέν εἶναι ἁπλά μιά καταστροφή. Εἶναι ἐκμηδενισμός∙ εἶναι τό τέλος. Ἐνώπιόν του ὁ νοῦς ἰλιγγιᾶ. Ἡ σκέψη καί μόνο ὅτι κάποτε ἡ ζωή θα ὑποχωρήσει μπροστά στήν δύναμή του καί θ᾽ ἀπομείνουν ἀπό τόν ἄνθρωπο ἕνα κρανίο καί λίγα κόκκαλα, τόν συγκλονίζει.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος χαρακτηρίζει τόν θάνατο ὡς τόν «ἔσχατον» ἐχθρό τοῦ ἀνθρώπου (Α΄ Κο 15,26). Αὐτό τό «ἔσχατος» δέν σημαίνει μόνο τελευταῖος, ἀλλά καί ὁ πιό τρομερός, ὁ κορυφαῖος. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι στήν ἁγία Γραφή οἱ περιπτώσεις πού ἀναφέρεται ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἔκλαψε εἶναι δύο. Ἡ πρώτη ἦταν ὅταν ἀντιμετώπισε τόν θάνατο τοῦ φίλου του Λαζάρου. Τότε, ὅπως λέει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ἔνιωσε ἐσωτερική ταραχή καί «ἐδάκρυσεν» (Ἰω 11,35). Ἡ δεύτερη ἦταν στήν Γεθσημανή, ὅταν ἐπρόκειτο νά συλληφθεῖ καί νά πεθάνει. Μάλιστα στήν Γεθσημανή δοκίμασε τόση τρομακτική θλίψη καί ὀδύνη ὥστε, ὅπως μᾶς παραδίδει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἔκλαψε «μέ κραυγή ἰσχυρή» (Ἑβ 5,7). Ἡ ἐναγώνια προσευχή του ἦταν «Πατέρα μου, ἄν εἶναι δυνατόν, ἄς μήν πιῶ αὐτό τό ποτήρι» (Μθ 26,39), ἐνῶ ὁ συγκλονισμός του ἔκανε τόν ἱδρῶτα του νά πέφτει στήν γῆ πηχτός σάν σταγόνες αἵματος (Λκ 22,44). Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι δείλιασε. Σημαίνει ὅτι ἐπέτρεψε νά ἐκφραστεῖ ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἀπεχθάνεται τόν θάνατο καί ἀντιδρᾶ ἐκ βαθέων ἀπέναντί του. Ὁ φυσιολογικός ἄνθρωπος ἔτσι λειτουργεῖ. Καί ὁ Ἰησοῦς ἦταν τέτοιος καί μάλιστα στήν ἀκμή τῆς νεότητάς του, τριαντατριῶν χρόνων παλληκάρι. Ὅτι δέν δείλιασε φαίνεται ἀπό τό ὅτι πειθάρχησε ἀμέσως στό θεῖο θέλημα.
Ὡστόσο ὁ Θεός δέν ἔπλασε τόν κόσμο γιά νά πεθάνει. Ὁ κόσμος, αὐτή ἡ μοναδική ἔκφραση καί ἀποτύπωση τῆς σοφίας του, πλάστηκε γιά τήν ζωή, γιά τήν αἰωνιότητα. Ἄν κατέληξε στόν θάνατο, αὐτό ὀφείλεται στήν ἁμαρτία, στό ὅτι αὐτός πού τόν ὑποστασιάζει, ὁ Ἀδάμ, ἀντί νά τόν ἀναφέρει στόν Κύριο τῆς ζωῆς, τόν ἀνέφερε στόν ἑαυτό του τόν κτιστό καί θνητό. Πόσο ἀνώριμα συμπεριφέρθηκαν οἱ πρωτόπλαστοι! Ἐνῶ γνώριζαν καλά ὅτι ἡ αὐτονόμησή τους ἀπό τόν Θεό θά σήμαινε θάνατο καί ἀφανισμό, νόμισαν ὅτι μποροῦσαν νά αὐτοθεωθοῦν. Τό ἀποτέλεσμα; Ἡ κυριαρχία τοῦ θανάτου σέ ὅλη τήν κτίση.
Ἀπ᾽ αὐτή τήν δεινή κατάσταση πού ὑπονομεύει καί ἀκυρώνει τήν ὕπαρξή μας δέν ὑπῆρχαν πολλοί τρόποι γιά νά ἀπελευθερωθοῦμε. Ἔπρεπε νά βρεθεῖ ἕνας νέος Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος νά ἀναμετρηθεῖ μέ τόν θάνατο καί νά τόν νικήσει. Δέν γινόταν ἀλλιῶς. Ποιός ὅμως ἀπό τούς ἀνθρώπους θά ἀναλάμβανε μιά τέτοια ἀποστολή; Ποιός μποροῦσε νά ἀντιπαρατεθεῖ στήν δύναμη τοῦ Ἅδη; Κανείς. Ὅλοι ἤμασταν ὑποχείριά του. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Θεός ἀπό ἄπειρη ἀγάπη γιά τό πλάσμα του ἔκανε κάτι μοναδικό καί ἀδιανόητο: μπροστά στήν ἀδυναμία μας, πού τσάκιζε κάθε προοπτική λύτρωσης, συγκατέβηκε καί ἔγινε ὁ ἴδιος ἄνθρωπος. Ντύθηκε τήν ἀνθρώπινη φύση καί ἔγινε ἕνας ἀπό μᾶς. Οἰκειώθηκε ὅλο τό ἀνθρώπινο «εἶναι» ἐκτός ἀπό τήν ἁμαρτία. Κι ἐνῶ ὡς ἀναμάρτητος καί θεάνθρωπος ἦταν ἀθάνατος, παρέδωσε τόν ἑαυτό του στόν θάνατο «ὑπὲρ ἡμῶν» (Α΄ Πέ 2,21). Αὐτό τό «ὑπὲρ ἡμῶν» δέν σημαίνει μόνο «γιά χάρη μας». Σημαίνει καί «ἀνθ᾽ ἡμῶν», ὅτι ἐνῶ ἔπρεπε νά πεθάνουμε γιά πάντα ἐμεῖς οἱ ἀντάρτες καί παραβάτες τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, πέθανε ἐκεῖνος. Ἐνῶ δηλαδή τό ἐκτελεστικό ἀπόσπασμα στήθηκε γιά μᾶς, τούς ἐνόχους, πῆρε τήν θέση μας ὁ Ἀθῶος. Ὥστε στήν συνέχεια μέ τήν ἀνάστασή του νά συντρίψει τόν θάνατο καί νά μπολιάσει τόν κόσμο μέ τήν ἀφθαρσία, μέ τήν δύναμη τῆς ἀτελεύτητης ζωῆς.
Τώρα ὁ θάνατος κυριεύει μέν, ἀλλ᾽ «οὐκ αἰωνίζει». Κάποια μέρα πού ὅρισε ὁ Θεός, οἱ νεκροί θά ἀναστηθοῦν. Θά τούς ἀναστήσει γιά πάντα ἡ δύναμη τοῦ σταυροῦ καί τῆς ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως ἐξηγεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μέ πρόσταγμα, μέ φωνή ἀρχαγγέλου καί μέ σάλπιγγα Θεοῦ θά κατεβεῖ ἀπό τόν οὐρανό καί αὐτοί πού πέθαναν πιστοί στόν Χριστό θ᾽ ἀναστηθοῦν πρῶτοι. Ἔπειτα ἐμᾶς πού θά εἴμαστε ἀκόμη στήν ζωή, θά μᾶς ἁρπάξουν σύννεφα μαζί μ᾽ ἐκείνους, γιά νά προϋπαντήσουμε τόν Κύριο στόν ἀέρα∙ κι ἔτσι θά εἴμαστε γιά πάντα μαζί μέ τόν Κύριο» (Α΄ Θε 4,16-17). Αὐτή ἡ βεβαιότητα φωτίζει τήν μαυρίλα τοῦ τάφου καί γλυκαίνει τίς καρδιές. Ἄς βρυχᾶται ὁ θάνατος. Ἄς φοβερίζει. Εἶναι ἕνα θηρίο χωρίς κεντρί, χωρίς ἐξουσία (βλ. Α΄ Κο 15,55). Μαζί του παίζουν ἄφοβα ὄχι μόνον ἄνδρες ἀλλά καί γυναῖκες καί μικρά παιδιά ἀκόμη, οἱ στρατιές τῶν μαρτύρων καί τῶν ἁγίων. Κι ἄν ἐξακολουθεῖ νά μᾶς πληγώνει, θάρρος! Πλησιάζει τό τέλος του. Νά! «Εἶδα τήν ἁγία πόλη, τήν νέα Ἰερουσαλήμ, νά κατεβαίνει ἀπό τόν οὐρανό, ἀπό τόν Θεό, ἕτοιμη σάν νύφη στολισμένη γιά τόν ἄνδρα της... Τώρα πιά ἡ κατοικία τοῦ Θεοῦ εἶναι μαζί μέ τούς ἀνθρώπους. Θά κατοικήσει μαζί τους κι αὐτοί θ᾽ ἀποτελοῦν τόν λαό του. Ὁ ἴδιος ὁ Θεός θά εἶναι μαζί τους. Καί θά διώξει κάθε δάκρυ ἀπό τά μάτια τους κι ὁ θάνατος δέν θά ὑπάρχει πιά∙ οὔτε πένθος οὔτε κραυγή οὔτε πόνος θά ὑπάρχει πιά, διότι τά παλιά πέρασαν...» (Ἀπ 21,2-4).
Αὐτό τό ὑπέροχο δῶρο τῆς νίκης καταπάνω στόν θάνατο προσφέρεται σ᾽ ὅλους. Ὅλοι ἔχουμε προσκληθεῖ νά τό ἀπολαύσουμε. Ἀρκεῖ νά προετοιμάζουμε τόν ἑαυτό μας γι᾽ αὐτή τήν χάρη μέ τήν μετάνοια καί τήν ἀναστημένη ζωή μας.
Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας
"Ἀπολύτρωσις", Ἀπρ. 2019