Ἡ ἐπική μάχη τοῦ Κιλκίς (19-21 Ἰουνίου 1913)

kilkis c Στή μνήμη τοῦ πολιούχου της ἁγί­ου Δημητρίου (26-10-1912) ἡ Θεσ­σα­λονίκη πανηγυρίζει θριαμβευτικά τήν ἀποτίναξη τῆς μακραίωνης τουρ­κικῆς σκλαβιᾶς. Ἀντίθετα, τό Κιλκίς βυθί­ζε­ται πιότερο στό σκοτάδι. Ἁλυ­σοδένε­ται μέ δεσμά βουλγαρικά. Ἡ 7η βουλ­­γαρική μεραρχία τοῦ στρα­τη­γοῦ Θε­ο­δωρώφ ὀχυρώνει μέ τόσο σπουδαῖα ἀμυντικά ἔργα ὅλη τήν πε­ριοχή τοῦ Κιλκίς, ὥστε τό καλοκαίρι τοῦ Β´Βαλ­κανικοῦ πολέμου (1913) νά μοιάζει μέ κάστρο ἀπόρθητο. Ὀνει­ρεύεται ὁ ἐ­χθρός νά χρησιμοποιήσει τήν ἰσχυρή αὐτή βάση ὡς ὁρμητήριο νέων ἐπι­χει­ρήσεων μέ ἀπώτερο σκο­πό τήν κατά­ληψη τῆς Θεσσα­λονίκης.
 Τό ἑλληνικό Στρατηγεῖο, μέ ἐπι­κε­φαλῆς τόν βασιλιά καί ἀρχιστρά­τηγο Κωνσταντῖνο καί ἐπιτελεῖς τούς ἀξιω­ματικούς Β. Δούσμανη καί Ἰ. Με­ταξᾶ, παρακολουθεῖ ἄγρυπνα τίς ὕ­ποπτες κινήσεις καί ἐνέργειες τῶν Βουλ­γά­ρων ἀπό τήν ἕδρα του στό Μελισσο­χώρι. Πρέπει πάσῃ θυσίᾳ νά πέσει τό Κιλκίς. Διαφορετικά, κιν­δυ­νεύει ἡ ὑ­πόλοιπη ἐλεύθερη Μακε­δονία.
 Ὁ ὁρίζοντας ὅμως εἶναι πολύ ζο­φερός. Ὁ ἑλληνικός στρατός ἔχει ν’ ἀντιμετωπίσει ἕναν πανίσχυρο ἀν­τί­παλο μέ 32 τάγματα πεζικοῦ, 1 σύν­τα­γμα ἱππικοῦ καί 62 πυροβόλα. Ὡσ­τό­σο, τέσσερις ἑλληνικές μεραρχίες καί ἡ τα­ξιαρχία ἱππικοῦ κινοῦνται ἀ­κά­θε­κτες ν’ ἀναμετρηθοῦν μέ τούς Βουλ­γά­ρους γιά τήν κατάληψη τοῦ Κιλκίς. Πυκνά, δραστικά καί φονικά τά ἐ­χθρι­κά πυρά. Τά πολυβόλα καί τά κα­νόνια ξεχύνουν φωτιά καί σίδερο, γιά νά ἐξοντώσουν κάθε ἀντίπαλο. Μές στή ζέστη τοῦ καλοκαιριοῦ πλη­θαί­νουν οἱ φλόγες τῶν σπαρτῶν, πού ἁρ­πάζουν φωτιά ἀπό τίς ὀβίδες. Οἱ στι­γμές εἶναι πολύ κρίσιμες. Οἱ μάχες σφοδρές.
 Κι ὅμως ὁ Ἕλληνας τολμᾶ, ἀντι­στέ­­κεται, ἐπιτίθεται. Ξεχνᾶ τή ζωή του, ἀψηφᾶ τόν θάνατο καί παλεύει πεισματικά γιά τό ποθούμενο. Οἱ ἄο­κνοι στρατιῶτες μας μέ τούς γεν­ναί­ους ἀξιωματικούς τους ὁρμοῦν μές στή φωτιά, ριψοκινδυνεύουν, πα­λεύ­ουν πολλές φορές σῶμα μέ σῶμα. Μέ τίς λόγχες βγάζουν τούς ἐχθρούς ἀ­πό τά χαρακώματα. Εἶναι ἡ στιγμή πού οἱ σφαῖρες ἔχουν δώσει τή θέση τους στίς λόγχες. Τά ὑψώματα γεμί­ζουν ἀ­πό νεκρά κορμιά καί τῶν δύο παρα­τά­ξεων. Οἱ ἀπώλειες εἶναι τε­ρά­στιες. Ὕ­­στερα ἀπό τιτάνιο ἀγώνα τριῶν ἡ­με­ρῶν, παρά τά θεριστικά πυ­ρά, ὑ­περ­πηδᾶ κάθε ἐμπόδιο τό ἑλ­λη­νικό πε­ζικό. Διεισδύει στίς ἀμυντικές γραμ­­μές τῶν Βουλγάρων, καταλαμ­βάνον­τας τό ἕνα μετά τό ἄλλο τά βουλ­­γα­ρικά ὀχυρά.
 Φίλε πατριώτη, σάν ἐπισκεφθεῖς τό Στρατιωτικό Μουσεῖο στόν λόφο ἡρώων τοῦ Κιλκίς, δαφνοστεφάνωσε τίς προτομές 10 ἡρώων, πού ἀτενί­ζουν, θαρρεῖς, τόν τόπο τοῦ καθή­κον­τος καί τῆς θυσίας τους. Εἶναι οἱ δι­οικητές συνταγμάτων καί ταγμά­των Καμάρας, Καμπάνης, Παπακυ­ριαζῆς, Κορομηλᾶς, Καραγιαννόπουλος, Δια­λέτης, Κουτήφαρης, Κατσι­μή­δης, Χα­τζόπουλος καί Ἰατρίδης. Ἥρωες τῶν βαλκανικῶν μαχῶν, πού στήν ἔνδοξη μάχη τοῦ Κιλκίς ἀφή­σατε, κεῖ πάνω στά ὑψώματα, τά ἱερά σας κόκκαλα καί ποτίσατε μέ τό αἷμα σας τήν ἑλ­λη­νική γῆ τῆς Μακεδονίας μας, αἰωνία σας ἡ μνήμη!
 Σπαραξικάρδια εἶναι ἡ μαρτυρία τοῦ γιοῦ τοῦ Ἀντωνίου Καμπάνη, συν­ταγματάρχη πεζικοῦ, διοικητῆ τοῦ 8ου συντάγματος. Ὑπηρετοῦσε στή μονάδα τοῦ πατέρα του ὡς ἁ­πλός στρατιώτης:
«Μπῆκα στή σκηνή καί πάνω σ᾽ ἕνα φορεῖο εἶδα τόν πατέρα. Εἶχε τά μάτια ἀνοιχτά. Τό πρόσωπο γελαστό καί εὐ­χαριστημένο. Μόνο τό στῆθος του ἦ­ταν γεμάτο τρύπες. Στά χέρια του φο­ροῦσε γάντια καλοκαιρινά χα­κί, ἀλλά ὅπως ἦταν σκισμένα καί κρε­μασμένα, κατάλαβα ὅτι εἶχαν κο­πεῖ τά δάχτυλά του. Ἀργότερα, ὅταν εἶδα τά κιάλια του, πού ἦταν κι αὐτά γε­μά­τα βλή­μα­τα, ἀντελήφθηκα πώς ἡ ὀ­βίδα εἶχε σκάσει τήν ὥρα πού τά σή­κωνε, γιά νά παρατηρήσει τίς ἐχ­θρι­κές θέσεις. Τό θέαμα γιά μένα ἦταν τραγικό. Μεγα­λύτερη συγκί­νη­ση μοῦ προξένησαν οἱ ἑκατοντάδες τραυμα­τίες τοῦ συντά­γματός του, πού περ­νοῦσαν καί τόν ἀσπάζονταν κλαί­γον­τας. Ἄκουσα με­ρι­κούς νά λέ­νε πώς ἦταν αὐστηρός, ἀλλά δίκαιος καί ἀ­γαποῦσε τούς ἄν­δρες του. Πρα­γμα­τικά, πρόσεχε ξεχω­ριστά τούς ἄν­δρες του, καί γιά νά προστατεύσει τή ζωή τους, εἶχε σκο­τωθεῖ ὁ ἴδιος».
 Ἤμουν φοιτήτρια, ὅταν ἄκουσα τόν ἀείμνηστο ἐπίσκοπο Φλωρίνης  π. Αὐγουστῖνο Καντιώτη νά μιλάει συ­γ­κι­­νημένος γιά τόν γενναῖο Καμπά­νη:
«Πρίν ἀρχίσει ἡ μάχη γιά τήν κα­τάληψη τοῦ ὑψώματος 272, ὁ συν­τα­γματάρχης Καμπάνης ἐμψυχώνει τό στράτευμά του, φωνάζοντας ἀπο­φα­σιστικά: "Τό ὕψωμα πρέπει ὁπωσ­δή­ποτε νά πέσει. Ἐμεῖς ὅμως δέν ξέρω ἄν θά ξανασυναντηθοῦμε. Καλό πα­ράδεισο! Καλή ἀντάμωση στήν αἰ­ω­νι­ότητα!"».
 Τό σημερινό χωριό «Καμπάνης», ὅπου ἔπεσε ἡρωικά (21-6-1913) λίγες ὧρες πρίν ἐλευθερωθεῖ ἡ πόλη τοῦ Κιλκίς, ἔχει πάρει πρός τιμή του τό ἐ­πώνυμό του.
 Ὁ βούλγαρος Ἀντιστράτηγος καί Διοικητής τῆς Β´στρατιᾶς Νικόλαος Ἰβάνωφ ἔγραψε γιά τή θρυλική μάχη τοῦ Κιλκίς:
«Ὅλα τά εἶχα προβλέψει, τά εἶχα σκεφθεῖ, ὅλα ἐκτός ἀπό τήν τρέλα τῶν Ἑλλήνων».

Ἑλληνίς

"Ἀπολύτρωσις", Ἰουν.-Ἰουλ. 2018