Ἡ γιορτή τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι ἡ γιορτή τῆς γέννησης τῆς Ἐκκλησίας, ἡ γενέθλια ἡμέρα της.
Εἶπα «γέννησης» καί ὄχι «ἵδρυσης», ὅπως συνήθως λέγεται, διότι ἡ Ἐκκλησία δεν εἶναι ἵδρυμα, εἶναι σῶμα, εἶναι ὕπαρξη. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὑπογραμμίζει ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ˙ κεφαλή αὐτοῦ τοῦ σώματος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός καί μέλη του εἶναι οἱ πιστοί (βλ. Α΄ Κο 12,27˙ Ἐφ 1,22-23). Γεννήθηκε λοιπόν ἡ Ἐκκλησία, δεν ἱδρύθηκε. Γεννήθηκε ἀπό τό αἷμα τοῦ Κυρίου πού χύθηκε στόν Γολγοθᾶ, γεννήθηκε ἀπό τό Πνεῦμα τό ἅγιο ὄχι ἀπό τά σπλάχνα μιᾶς γυναίκας, ἀλλά στά πρόσωπα τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ.
Καί ὅπως ὁ Χριστός ἦρθε στήν γῆ μας ὡς ἄνθρωπος μέ ἀποστολή νά σώσει τόν ἄνθρωπο, τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία, γιά νά σώζονται οἱ ἄνθρωποι ἀπό τήν κατάρα τῆς ἁμαρτίας, τόν θάνατο. Δέν εἶναι πρώτιστο χρέος τῆς Ἐκκλησίας νά φροντίζει γιά τίς ὑλικές ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων, ὅπως νομίζουν πολλοί σήμερα, στήν ἐποχή τῆς οἰκονομικῆς κρίσης. Πρώτιστο χρέος της εἶναι νά κηρύττει Χριστόν «ἐσταυρωμένον καὶ ἀναστάντα», καί νά προσφέρει σ’ ὅσους τό θέλουν καί τῆς τό ζητοῦν τήν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ἡ ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας ἐπιμερίζεται στά ἑξῆς:
1. Ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά εἶναι θεραπευτήριο, ἰατρεῖο, νά θεραπεύει, ὅπως εἶπα πιό πάνω, τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν θάνατο. Ὁ ἄνθρωπος μετά τήν πτώση του στήν Ἐδέμ ἔγινε δέσμιος τοῦ θανάτου τόσο τοῦ πνευματικοῦ ὅσο καί τοῦ σωματικοῦ. Αὐτό συνέβη διότι διέκοψε μέ δική του εὐθύνη τόν σύνδεσμό του μέ τήν πηγή τῆς ζωῆς, τόν Θεό. Ἡ συνέπεια αὐτῆς τῆς ἐπιλογῆς του ἦταν νά ἐγκλωβιστεῖ στήν δουλεία τῆς φθορᾶς. Ἡ ψυχή του ἔχασε τήν ἄμεση ἐπικοινωνία της μέ τόν Κύριο καί ἔγινε ὑποχείριο τῶν δαιμόνων καί ὅλων τῶν δυνάμεων τοῦ κακοῦ. Τό σῶμα του ἀπώλεσε τήν ζωτική του δύναμη καί παραδόθηκε ἀναπόδραστα στό χῶμα ἀπ’ ὅπου προῆλθε. Καί δέν θά ἄλλαζε αὐτή ἡ ζοφερή κατάσταση ἄν δέν σαρκωνόταν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστός μέ τήν γέννησή του, τόν θάνατο καί τήν ἀνάστασή του συνέτριψε τόν Σατανᾶ καί τόν θάνατο καί χάρισε καί πάλι στόν ἄνθρωπο τήν προοπτική τοῦ παραδείσου. Τό χάρισμα αὐτό τό ἐμπιστεύθηκε ὁ Κύριος στήν Ἐκκλησία του. Ὅποιος γίνεται μέλος της θεραπεύεται ἀπό τήν φθορά καί νικᾶ τόν θάνατο• «κι ἄν πεθάνει, θά ζήσει» (Ἰω 11, 26). Τά σωστικά φάρμακά της; Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καί τά Μυστήριά της.
2. Ὀφείλει ἀκόμη ἡ Ἐκκλησία νά εἶναι οἰκογένεια. Ἡ μεγάλη οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ. Νά μνημονεύει διαρκῶς τόν λόγο τοῦ Κυρίου ὅτι εἶναι ὁ πατέρας μας καί μεῖς οἱ γιοί καί οἱ θυγατέρες του (βλ. Β΄ Κο 6,18). Νά θυμᾶται ὅτι κατά τό Βάπτισμά μας μᾶς ἔχρισε μέ τό Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ καί ὅτι ἀπό τότε γίναμε ἀδελφοί του, ὁ Θεός βλέπει καί ἀναγνωρίζει στά πρόσωπά μας τόν ἴδιο τόν Υἱό του (βλ. Γα 4,6-7˙ Ἑβ 2,11-12). Νά ἀνοίγει τήν ἀγκαλιά της σ’ ὅλους, χωρίς διακρίσεις. Νά εἶναι ἡ στοργική μητέρα «τῶν φτωχῶν, τῶν συντριμμένων ψυχικά, τῶν αἰχμαλώτων, τῶν τυφλῶν, τῶν τσακισμένων» (βλ. Λκ 4,18-19) καί ὅλων ἐκείνων πού αἰσθάνονται βαρύ τόν ζυγό τῆς ἁμαρτίας. Νά ἔχει τήν πόρτα της ἀνοιχτή γιά τόν καθένα πού θέλει νά τήν πλησιάσει˙ «αὐτόν πού ἔρχεται σ’ ἐμένα δέν θά τόν ἀποδιώξω» (Ἰω 6,37), εἶπε ὁ Κύριός της. Νά παιδαγωγεῖ καί ὄχι νά τιμωρεῖ. Νά μήν κατακρίνει κανένα• «διότι δέν ἦρθα γιά νά καταδικάσω τόν κόσμο, ἀλλά γιά νά τόν σώσω» (Ἰω 12,47), εἶπε πάλι ὁ Νυμφίος της. Πρότυπό της νά εἶναι ἡ πρώτη ἐκκλησιαστική κοινότητα τῶν Ἰεροσολύμων, τότε πού «ἡ καρδιά καί ἡ ψυχή τοῦ πλήθους ὅσων εἶχαν πιστέψει ἦταν μία» (Πρξ 4,32).
3. Τέλος, ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά εἶναι στράτευμα, στρατός εἰρήνης. Νά ἀγωνίζεται, ὥστε νά θριαμβεύει στίς κοινωνίες μας ὁ Χριστός, ὁ «ἄρχοντας τῆς εἰρήνης» (Ἠσ 9,6). Νά πολεμᾶ, ὥστε ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, σέ πεῖσμα ὅλων τῶν ἀντιχρίστων, νά ἁπλώνεται ὁλοένα καί περισσότερο. Νά «αἰχμαλωτίζει» συνεχῶς ψυχές γιά τόν Κύριο καί νά τίς σώζει ἔτσι ἀπό τήν δυναστεία τοῦ Διαβόλου. Αὐτό δέν εἶναι ἁπλῶς χρέος της. Εἶναι ἀνάγκη της. Ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «(τό κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου) μοῦ ἐπιβάλλεται ὡς ἀνάγκη. Ἀλίμονό μου ἄν δέν κηρύττω τό εὐαγγέλιο» (Α΄ Κο 9,16). Ἤ ὅπως εἶπε ἕνας ἐπίσκοπος πού ἀναλώνεται σ’ αὐτόν τόν πόλεμο, «’Εκκλησία χωρίς ἱεραποστολή εἶναι Ἐκκλησία χωρίς ἀποστολή». Καί τά ὅπλα της σ’ αὐτόν τόν ἀγώνα; Ὅπως πάλι λέει ὁ Παῦλος, «τά ὅπλα μέ τά ὁποῖα πολεμᾶμε ἐμεῖς δέν εἶναι κοσμικά, ἀλλά ἔχουν τήν δύναμη ἀπό τόν Θεό νά γκρεμίζουν ὀχυρά. Μέ αὐτά ἀνατρέπουμε ψεύτικους ἰσχυρισμούς καί καθετί πού ὀρθώνεται μέ ἀλαζονεία ἐναντίον τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Μέ αὐτά αἰχμαλωτίζουμε κάθε σκέψη καί τήν κάνουμε νά ὑπακούει στόν Χριστό» (Β΄ Κο 10,4-5). Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ὑπακοή τῶν ψυχῶν στόν Κύριο δέν κερδίζεται μέ τήν βία καί τόν καταναγκασμό, ἀλλά ἐπειδή ἑλκύονται ἀπό τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ˙ αὐτό εἶναι τό «ὑπερόπλο» τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅλα αὐτά δέν εἶναι χρέος λίγων οὔτε μόνο τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν. Εἶναι χρέος ὅλων τῶν πιστῶν. Εἶπα ὅτι οἱ πιστοί εἴμαστε τά μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἄν δέν λειτουργοῦμε ἐμεῖς σωστά, τότε τό σῶμα πάσχει. Ἔχουμε λοιπόν εὐθύνη ἔναντι τοῦ Κυρίου νά διατηροῦμε τόν θησαυρό πού κρατᾶμε στά χέρια μας ἀκέραιο. Ὄχι μόνο γιά τήν δική μας σωτηρία, ἀλλά καί γιά τήν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου. Διότι ὁ κόσμος, κι ἄς μή φαίνεται, προσβλέπει στήν Ἐκκλησία. Διότι μέσα στόν ὀρυμαγδό τῶν διαψεύσεων καί τῶν ἀπογοητεύσεων, μπροστά στόν γκρεμό τοῦ μηδέν καί τοῦ τίποτε, δέν ὑπάρχει ἄλλη ἐλπίδα.
Νά, λοιπόν, ἡ ἀποστολή μας.
Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας