Ἀνασταίνει τήν ἐλπίδα μας, παρηγορεῖ βαθιά τήν καρδιά μας ὁ νεομάρτυρας Ἀναστάσιος ἀπό τήν Παραμυθία τῆς Ἠπείρου. Νέος καί ἀνδρεῖος τόλμησε νά συμπαραταχθεῖ μέ τούς γενναίους ὀπαδούς τοῦ Χριστοῦ σέ δύσκολες σκοτεινές μέρες, ὅπου οἱ ἀλλόθρησκοι ἀγαρηνοί δέν σέβονταν τίποτε. Φύλαξε τήν ὀρθόδοξη πίστη, μέ τή μαρτυρία καί τό μαρτύριό του. Ἄφοβα τήν κράτησε ὁλόφωτη λαμπάδα γιά νά φωτίζει τίς ψυχές ὅσων ἀναζητοῦν τήν αἰώνια Ἀλήθεια στό τότε καί στό τώρα.
Ἁπλή, ἀλλά καί κοπιαστική ἦταν ἡ ἀγροτική ζωή του. Μαζί μέ τήν ἀδελφή του καλλιεργοῦσαν τή λιγοστή τους γῆ. Εἶχαν μάθει στά ἄγουρα ἐφηβικά τους χρόνια τή σπορά, τό ὄργωμα, τόν θερισμό. Σέ ὥρα θερισμοῦ βρῆκαν οἱ ἀγαρηνοί τά δύο παιδιά καί θέλησαν νά ἀτιμάσουν τό ἁγνό κορίτσι. Ὁ Ἀναστάσιος ἔξυπνα καί γρήγορα τούς ἀπασχόλησε. Δέν δίστασε νά συμπλακεῖ μαζί τους, γιά νά δώσει τόν χρόνο στήν ἀδελφή του νά ἀπομακρυνθεῖ.
Γιά τήν τόλμη νά τούς ἐπιτεθεῖ τόν ἔσυραν στόν πασά. Ποιά δύναμη νά καταφέρει νά λυγίσει τόν εὐλογημένο Ἀναστάσιο; Οἱ κολακεῖες καί οἱ ὑποσχέσεις; Οἱ ἀπειλές καί οἱ τιμωρίες; Μέ παρρησία ὁμολογεῖ: «Χριστιανός ἐγεννήθην καί χριστιανός θά ἀποθάνω μέ τή βοήθεια τοῦ Χριστοῦ μου. Ὅσο γιά τά ἀγαθά πού μοῦ ὑπόσχεσθε δέν μ᾽ ἐνδιαφέρουν. Ἔχω πολλά ἀγαθά αἰώνια στούς οὐρανούς. Δέν συγκρίνονται!» Τόν συκοφαντοῦν ὅτι ἔταξε νά γίνει ἀγαρηνός. Ἀντιστέκεται μέ θάρρος: «Οὔτε εἶπα τέτοιο λόγο οὔτε κἄν σκέφθηκα κάτι τέτοιο οὔτε ἀρνοῦμαι τήν πίστη μου». Τόν δέρνουν ἀλύπητα. Τόν ρίχνουν στή φυλακή. Στούς βοριάδες ὁλάναφτη μένει ἡ λαμπάδα τῆς ἀναστημένης του ψυχῆς.
Ἀθέατος θαυμαστής σέ ὅλη τήν ὁμολογία του ὁ γιός τοῦ πασᾶ, ὁ Μουσάς. Στούς ἀγρούς εἶδε τόν νέο ἡρωικό. Τώρα τόν βλέπει τολμηρό, σταθερό. Τόν παρακολουθεῖ. Τόν ἐλευθερώνουν ἀπό τή φυλακή, μήπως καί τόν μεταπείσουν. Στά δελεάσματα τοῦ πασᾶ γιά μία πλούσια κληρονομιά ἀντιστέκεται μέ ἀποστροφή. Τήν ὑπόσχεση νά τοῦ δώσει σύζυγο τή θυγατέρα ἑνός φίλου του μωαμεθανοῦ, μέ ἵππους καί κοσμήματα, τή θεωρεῖ ματαιολογία. «Τά αἰώνια μέ τά φθαρτά συγκρίνονται; Τιμιώτερα εἶναι καί ἀτελεύτητα», ἀπολογεῖται μέ εὐτολμία. Καί πάλι ὁ Ἀναστάσιος στή φυλακή.
Ἡ ἕλξη τῆς ἀληθινῆς ὀρθόδοξης πίστης στήν ψυχή τοῦ Μουσᾶ εἶναι τόσο ἰσχυρή, πού δέν ἐμποδίζεται νά διαβεῖ κρυφά τό κατώφλι τοῦ ταπεινοῦ, ὑγροῦ κελλιοῦ τῆς φυλακῆς. Πλούσιος αὐτός ἀποζητᾶ ἀπό τόν φτωχό Ἀναστάσιο τόν κρυμμένο Θησαυρό. «Τί εἶναι αὐτό πού δέν ἀνταλλάσσει αὐτός ὁ νέος μέ ὅλα τά ἀγαθά πού τοῦ προτείνουν;», σκέφτεται καλοπροαίρετα ὁ γιός τοῦ πασᾶ. «Καί βάσανα καί τιμωρίες καί θάνατο δέν φοβᾶται;».
Στή φυλακή ἐνισχύει τόν μάρτυρα ὁ ἀναστημένος του Κύριος μέ δύο ἀστραπόμορφους ἀγγέλους. Μέσα στή χαρά αὐτῆς τῆς οὐράνιας ἐπίσκεψης τόν συναντᾶ ὁ Μουσάς. Φόβος καί ἔκπληξη -στήν ἀρχή- ρίχνουν κάτω τόν νεαρό μουσουλμάνο κι ἔπειτα ἡ διάθεση γιά μαθητεία τόν κρατᾶ πλάι στόν Ἀναστάσιο καί στό τέλος φουντώνει ἡ λαχτάρα νά γίνει χριστιανός. Τό χῶμα τῆς φυλακῆς δέχεται τά δάκρυα τῆς μετάνοιάς του. Τό χῶμα τῆς καρδιᾶς του δέχεται τόν σπόρο τῆς αἰώνιας Ἀλήθειας. Τά πληγωμένα χέρια τοῦ Ἀναστασίου πιάνουν μέ εὐλάβεια τά ἄμαθα δάχτυλα τοῦ μωαμεθανοῦ. Τοῦ διδάσκει τό σημεῖο τοῦ τιμίου Σταυροῦ. Τό γνωρίζει ὁ Ἅγιος τοῦ Θεοῦ πώς ὁ Σταυρός φέρνει τήν Ἀνάσταση. Καί ὁ Μουσάς ἀξιώθηκε -μετά ἀπό πολλές περιπλανήσεις- μ᾽ ἀναστημένη τήν ψυχή νά φτάσει στό τέλος τῆς ζωῆς του.
Τήν ἑπομένη ἀποκεφαλίζουν τόν Ἅγιο μέ ἐντολή τοῦ πασᾶ. Μέ φῶς τυλίγει ὁ οὐρανός τό ἱερό του λείψανο πού μένει ἄθαφτο. Μά ὁ Ἅγιος -σέ ὄνειρο- συμβουλεύει τόν πασά νά παραδώσει τό λείψανό του στό γειτονικό μοναστήρι. Μέ λαμπάδες καί θυμιάματα κατευοδώνουν τό ἱερό λείψανο οἱ μοναχοί στήν τελευταία του κατοικία. Ὁ δεσπότης Χριστός ὑποδέχεται πανηγυρικά τόν ἀθλητή του στή Βασιλεία του στίς 18 Νοεμβρίου τοῦ 1750. Μαζί του εὐφραίνεται σίγουρα καί ὁ μοναχός Δανιήλ -ὁ Μουσάς- πού πῆρε φῶς ἀπό τήν ὁλόφωτη λαμπάδα τοῦ Ἀναστασίου. Εἶναι τό Φῶς πού ἀντέχει σέ ὅλους τούς καιρούς καί διαλύει ὅλα τά σκοτάδια.
Οὐρανοδρόμος
Ἀπολύτρωσις 71 (2016) 272-273