Πεντηκοστή

pentikosti   Ὁ θάνατος, δόξα τῷ Θεῷ, νικήθηκε. Τώρα ἀπομένει νά νικηθεῖ ἡ ζωή, ἡ ζωή μας, πρᾶγμα δύσκολο, γιατί πρέπει νά τή νικήσουμε ἐμεῖς, ἐν ἀντιθέσει μέ τόν θάνατο πού τόν νίκησε Ἄλλος γιά μᾶς.
  Ἄν τή νικήσουμε, μεταβαίνουμε ἀπό τώρα «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν». Ἄν μᾶς νικήσει, ξαναγυρνᾶμε πάλι ἀπ᾿ τή ζωή στόν θάνατο• αὐτό θά πεῖ δέντρα φθινοπωρινά δίς ἀποθανόντα, δυό φορές πεθαμένα, μία πρίν ἀπό τόν Χριστό, τότε πού δέν Τόν ξέραμε καί μία μετά, τώρα πού Τόν ξέρουμε ἀλλά δέν Τόν ζοῦμε.
   Δέν καταλάβαμε ἀκόμα πόσο πολύ μᾶς ἀνήκει ἡ ζωή μας. Πόσο ἔχουμε ἐξουσία ἀπάνω της νά τή λύσουμε καί νά τήν ξαναφτιάξουμε. Νά τήν γκρεμίσουμε καί νά τήν ξαναχτίσουμε.
   Εἶδα θανάτους μέ τά μάτια μου, ἀλλά δέν ἔκλαψα τόσο γι᾿ αὐτούς ὅσο ἔκλαψα γιά τίς ζωές πού εἶδα γύρω μου. Φτωχές καί παράλογες, πιεστικές καί πιεσμένες, ἀσφυκτικές. Ποιές; Οἱ ζωές. Δηλαδή τό φῶς τῶν ἀνθρώπων. Νά μήν μποροῦμε νά διαχειριστοῦμε τό φῶς πού μᾶς δόθηκε!
   Αὐτή εἶναι καί ἡ μεγάλη μας παραφωνία ἀνάμεσα στήν πίστη καί στή ζωή. Ἡ πίστη μας νά εἶναι ἡ πίστη τῆς Ἀναστάσεως καί οἱ ζωές μας νά εἶναι ξεριζωμένες καί ἄκαρπες, σύννεφα χωρίς νερό περιφερόμενα ἀπό τυχαίους ἀνέμους, ἀφρισμένα ἄγρια κύματα θαλάσσης, ἀστέρες πλανῆτες δίχως τροχιά, ἐδῶ κι ἐκεῖ.
   Δέν ἀλλάξαμε τή ζωή μας καί ὅπως φαίνεται δέν εἴμαστε διατεθειμένοι νά τήν ἀλλάξουμε, τουλάχιστον πρός τό παρόν. Μᾶς βόλεψε πολύ αὐτό τό καβούκι πού κουβαλᾶμε ἐπάνω μας καί τό ᾿φτιαξαν γιά μᾶς πολυσύνθετοι καί πολυποίκιλοι μαστόροι.
   Βαραίνουν ἐπάνω μας κληρονομικές σκιές ἑπτά γενεῶν. Μᾶς κυνηγοῦν γιά πάντα οἱ μορφές τῶν γονιῶν μας καί ἀκόμα ἀκοῦμε τά βράδια τίς φωνές, τίς πληγές, τά ὄνειρα τῶν πρώτων μας χρόνων. Καί μαζί μέ ὅλα αὐτά οἱ ἐπιλογές μας πού εἶναι ἀναρίθμητες. Ὅλα αὐτά ἔφτιαξαν τό καβούκι τῆς ζωῆς μας πού μέσα του βολέψαμε μέ τόν καιρό ὅλα τά πάθη μας, ὅλα τά λάθη μας, ὅλες τίς θέσεις μας. Μπορεῖ νά σπάσει αὐτό τό σκληρό κέλυφος; Λάθος εἶπα στήν ἀρχή ὅτι μποροῦμε νά νικήσουμε ἐμεῖς τή ζωή μας. Χρειάζεται «ἦχος βιαίας πνοῆς» γιά νά σπάσει τίς σιδερένιες ἀμπάρες, νά διαπεράσει τά συνειδητά καί ἀσυνείδητα φράγματα, νά διαποτίσει τά σκληρά στρώματα τῆς ζωῆς μας. Ὁ Υἱός ἔσπασε μόνος του τό κλεῖθρο τοῦ θανάτου γιά μᾶς. Τό ἅγιο Πνεῦμα μπορεῖ νά σπάσει μαζί μέ μᾶς τά κλεῖθρα τῆς ζωῆς μας.
   Καί ἄν ὁ Υἱός ἀναστημένος προσποιεῖται ὅτι θέλει «πορρωτέρω πορεύεσθαι», τήν ἴδια προσποίηση ἔχει ἀπέναντί μας τό Πνεῦμα ἐκπορευόμενο, πού εἶναι Πνεῦμα ἐλευθερίας. Πρέπει νά κράξουμε ἐμεῖς «ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν», καί ὅταν σκηνώσει, ἰδού: ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, ἐξυπηρετικότητα, ἀγαθωσύνη, ἀξιοπιστία, πραότητα, ἐγκράτεια.
   Αὐτά εἶναι τά δῶρα τοῦ Πνεύματος πού γίνονται καρποί στό κατάξερο δέντρο τῆς ζωῆς μας. Πού δίνουν νερό στά ἄνυδρα σύννεφα τῶν ἐπιθυμιῶν μας. Πού γαληνεύουν τούς ἄγριους παφλασμούς τῶν παθῶν μας. Πού ξαναβάζουν σέ δρόμο τόν ἐκτροχιασμένο γενεαλογικό καί προσωπικό μας ἀστερισμό.
   Αὐτή εἶναι πλέον ἡ δική μας Πεντηκοστή ἐν μυστηρίῳ καί ἐν ζωῇ. Ἡ Πεντηκοστή τῆς ζωῆς μας.

Ζωή Γούλα
Φιλόλογος
Ἀπολύτρωσις 66 (2011) 170-171