Ἡ ἀντίσταση τοῦ Δεσπότη

Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Χρύσανθος (1881-1949)
στά χρόνια τοῦ ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου καί τῆς Κατοχῆς
CHRYSANTHOS c Σαρώνει τήν Εὐρώπη ὁ Β´ παγκόσμιος πόλεμος. Ἁπλώνει τά πλοκάμια του καί στή μικρή μας Ἑλλάδα. Στῆς Πίνδου τίς κορφές ἀξιωματικοί καί στρατιῶτες μας ἀναχαιτίζουν τίς ἰταλικές φάλαγγες καί ἀμύνονται τοῦ πατρίου ἐδάφους. Τό μέ­τωπο βαστᾶ γερά.
 Κάτω ἀπό τέτοιες ἔκρυθμες κατα­στά­σεις, ἡ ἀρχιεπισκοπική ποιμαντορία τοῦ Χρύσανθου γίνεται ἀκόμη πιό δύσκολη. Δέν πτοεῖται, ἀλλά στέκεται στό ὕψος τῶν εὐθυνῶν του καί τῆς κρισιμότητας τῶν πε­ριστάσεων. Στήν ἀρχή τοῦ ἑλληνοϊ­ταλικοῦ πολέμου, 28 Ὀκτωβρίου 1940, ἀπευθύ­νει διάγγελμα στόν ἑλληνικό λαό καί τόν καλεῖ νά ριχτεῖ σ' ἕναν ἀμυντικό ἀγώνα ὑ­πέρ πίστεως καί πατρίδος.
 Ὁ ἴδιος δίνει τό παράδειγμα τοῦ ἀ­φοσιωμένου πατέρα στό ποίμνιό του. Γιά νά ἐνισχύσει τίς σκιαγμένες ἀπό τόν πό­λεμο καρδιές τῶν ἀνθρώπων καί νά δυνα­μώσει τήν πίστη τους στόν Θεό, ὁρίζει νά γίνεται μιά φορά τήν ἑβδομάδα ὁμιλία ἀπό τό ραδιόφωνο μέ τόν τίτλο «Ὁ ἀγών μας ὑπό τό χριστιανικόν φῶς». Ξεκινᾶ πρῶτος τήν εὐλογημένη αὐτή σειρά τῶν ὁ­μιλιῶν ὁ ἱεροκήρυκας τοῦ Μητρο­πο­λιτικοῦ ναοῦ τῶν Ἀθηνῶν ἀρχιμανδρίτης Σερα­φείμ Παπακώστας.
 Ἐπίσης, στέλνει στήν πρώτη γραμμή πολλούς ἐθελοντές ἱκανούς κληρικούς-ἐξο­μολόγους, νά συ­μ­παρασταθοῦν πνευ­ματι­κά στά στρα­τευ­μέ­να παιδιά. Πόσο, στ' ἀλήθεια, ἀναπτερώ­νουν τό φρόνημα τοῦ στρατοῦ μας μέ τό θερμό τους κή­ρυγ­μα καί τά ἁγιαστικά μέσα τῆς Ἐκ­κλησίας!
 Ὀργανώνει ὁμάδα πρόνοιας γιά ἀλ­λη­λογραφία μέ τό μέτωπο καί ἀποστολή δε­μάτων καί βιβλίων. Νοιάζεται γιά τούς τραυματίες πολέμου, γιά τίς οἰκογένειες τῶν πολεμιστῶν καί ξο­δεύει ἑκατομμύρια δραχμές γιά τίς ἀ­νάγ­κες τους. Ἐπισκέ­πτεται καθημερινά ὁ ἴδιος τούς τραυματίες στά διάφορα νοσοκομεῖα καί σμίγει τό δά­κρυ του μέ τό δάκρυ τους.
 Τά παγωμένα Χριστούγεννα πάνω στά βορειοηπειρωτικά βουνά γίνονται ζε­στά γιά τούς μαχητές, γιατί αἰσθά­νονται τή θω­πεία τοῦ πνευματικοῦ πατέρα τοῦ Ἔθνους. Μέ τόν ἀντιπρόσωπό του τούς στέλνει χρυ­σούς καί ἀργυρούς σταυρούς, Καινές Δια­θῆκες καί μικρές εἰκόνες τῆς Παναγίας. Διηγοῦνται πώς τήν ὥρα τῆς μάχης ἕνα βλῆμα ὅπλου κτύπησε ἕναν στρατιώτη, ἀλλά ὡς ἐκ θαύματος ἔμεινε ὁ ἴδιος ἀ­πρόσβλητος, γιατί τό βλῆμα σφή­νωσε στήν Καινή του Διαθήκη.
 Μεταβάλλει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τά με­τόπισθεν σέ στρατόπεδα προσευχῆς. Προ­γραμματίζει νά γίνονται κάθε μέρα σ' ὅ­λους τούς ναούς τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθη­νῶν καί Πειραιῶς παρακλήσεις «ὑπὲρ τῆς εἰρήνης». Μάλιστα, συντάσσει εἰδική προ­σ­ευχή γιά τούς μαθητές τῆς Ἑλλά­δας, γιά νά ὑψώνουν κραυγή ἱκεσίας στόν Θεό γιά τή χειμαζόμενη πατρίδα. Ἔτσι, ἐνῶ ὁ στρατός μας ὑπερασπίζεται μέ τή λόγχη τήν ἐλευθερία μας, ὁ ἄμαχος πλη­θυσμός δέεται γονατιστός στίς ἐκκλησίες γιά τήν ἐλευθερία καί τήν εἰρήνη.
 Μά, ξαφνικά, ἔρχονται μέρες πικρές. Γερμανική κατοχή. Ἡ ἑλληνική κυβέρνη­ση καί ὁ βασιλιάς Γεώργιος Β´ ἀναγκά­ζον­ται νά ἐγκαταλείψουν τήν Ἀθήνα καί νά συνεχίσουν τόν ἀγώνα στήν Αἴγυπτο. Προτείνουν καί στόν Χρύσανθο νά τούς ἀ­κολουθήσει. Ἀρνεῖται λέγοντας: «Ἡ θέσις μου ὡς ἐθνάρχου εἶναι νά παραμείνω ἐδῶ, διά νά προστατεύσω τόν ἑλληνικόν λαόν». Δέν θέλει νά ἀνήκει στήν Ἐπιτροπή ὑπο­δοχῆς τῶν Γερμανῶν μέσα στήν Ἀθή­να, τονίζοντας στόν Δήμαρχο τῶν Ἀθηναίων: «Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἐλευθερώνει, δέν ὑπο­δουλώνει».
 Ματώνει ἡ ψυχή του, ὅταν ἀπό τό πα­ράθυρο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς ἀντικρύζει τή χιτλερική σημαία νά ὑψώνεται στήν Ἀ­κρόπολη. Γι' αὐτή τήν ἀποφράδα μέρα ση­μειώνει στό ἡμερολόγιό του: «Εἶμαι πε­ρίλυπος μέχρι θανάτου». Δέν ἐπιτρέπει νά γίνει δοξολογία στόν Μητροπολιτικό ναό τῶν Ἀθηνῶν μέ τήν ἄφιξη τῶν Γερμανῶν. Κι ὅταν δέχεται τήν πρόσκληση-πρόκληση νά ὁρκίσει τήν κατοχική Κυβέρνηση Τσο­λάκογλου, ἀπαντᾶ: «Ἡ ἐθνική Κυβέρ­νη­σις, τήν ὁποία ὥρκισα, ἐξακολουθεῖ νά ὑφίσταται καί νά συνεχίζῃ τόν πόλεμον. Ἄλλην Κυβέρνησιν δέν δύναμαι νά ὁρκί­σω».
 Ἄκαμπτος, ἀγέρωχος, προσηλωμένος στό ἱερό καθῆκον του ὁ Ἀρχιεπίσκοπος καί μετά τήν εἴσοδο τῶν Γερμανῶν στόν τόπο μας, προκαλεῖ τόν θαυμασμό τοῦ ἀρχι­μανδρίτη Ἄνθιμου Παπαδόπουλου, πού θά ὑπογραμμίσει: «Ὁ ἐλάχιστος χρόνος τῆς παραμονῆς του εἰς τόν θρόνον μετά τήν ὑ­πο­δούλωσιν τῆς πατρίδος ὑπῆρξε ἡ λαμ­προ­­τέρα φάσις τῆς ζωῆς του». Μάλιστα, ὅταν κάποιοι τοῦ ἔκαναν παρατήρηση ὅτι μέ τή σκληρή του στάση ὁ θρόνος του κινδυ­νεύει, τούς ἀπαντᾶ: «Ὄχι μόνον τόν θρόνον μου ἀλλά καί τήν ζωήν μου εἶμαι ἕτοιμος νά θυσιάσω διά τό καθῆκον μου».
 Μεθοδεύεται δυστυχῶς ἡ ἐκθρόνισή του. Τόν ἀπομακρύνουν τελικά ἀπό τόν θρό­νο, ἀλλά παραμένει θρονιασμένος, γιά τίς πολλές ἀρετές του, μές στίς καρδιές τόσων Ἑλλήνων. Ἀποσύρεται σ' ἕνα σπι­τάκι στήν Κυψέλη. Δέν πονάει γιατί ἔ­­χασε τόν θρόνο οὔτε γιατί τοῦ στέρησαν καί τήν παρα­μικρή οἰκονομική ἐνίσχυση καί ζῆ πάμ­φτωχα ἀπό τίς γενναιοδωρίες χρι­στιανῶν. Τόν συνθλίβουν βαθύτατα οἱ περιπέτειες τοῦ σκλαβωμένου λαοῦ. Στά πα­ρασκήνια κάνει τόν δικό του ἀντιστα­σι­ακό ἀγώνα. Σ' ὅλο τό διάστημα τῆς κατο­χῆς λειτουργεῖ στό σπίτι του ὁ «ἀσύρματος τοῦ Δεσπό­τη». Μέ τόν μυστικό αὐτό πομπό ἐπικοι­νωνίας ἐνημερώνει τήν ἐξόριστη Κυβέρνηση γιά ὅσα συμβαίνουν στήν κατοχική Ἑλ­λάδα καί παίρνει ὁδηγίες γιά τό πῶς θά δράσουν στή συνέχεια. «Παί­ζει» τή ζωή του, γιατί, ἄν ἀνακάλυπταν τόν ἀσύρματο οἱ Γερμανοί, θά τόν ἐκτε­λοῦσαν πάραυτα. Σ' ὅλο τό διάστημα  τῆς Κατοχῆς συμπά­σχει μέ τόν μαρτυρικό λαό, ὑπομένει φτώχεια, στερήσεις. Ἡ προσωπικότητά του γίνεται τό σύμβολο τοῦ ἀγώνα καί τῆς ἀντίστασης κατά τῶν Γερμανῶν.
 Τό θαυμαστό μέ τόν ἱεράρχη Χρύ­σαν­θο εἶναι πώς κι ὅταν ἔσπασαν οἱ ἁλυ­σίδες τῆς σκλαβιᾶς κι ἀνέτειλε ὁ ἥλιος τῆς λευ­τεριᾶς στήν πατρίδα μας, δέν δέχεται νά ἐπανέλθει στόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο. Λί­γες μέρες προτοῦ πεθάνει, ὁ βασιλιάς Παῦλος τοῦ ἀπονέμει τόν μεγαλόσταυρο τοῦ Σωτῆρος. «Τόν σταυρόν φέρω ἐν τῇ καρδίᾳ μου καί μέ αὐτόν ἠγωνίσθην εἰς ὅλην μου τήν ζωήν», ὁμολογεῖ ταπεινά.
 «Προτιμῶ ἱπτάμενος ὡς ἀετός νά πέ­σω ἤ ἕρπων νά ζήσω», εἶχε πεῖ στήν ἐν­θρόνισή του ὡς μητροπολίτης Τραπεζοῦντος τό 1913. Ὄντως, σέ καιρούς δύσκο­λους, πάλεψε νά ἐφαρμόσει τήν ἐπιθυμία αὐτή τῶν νεανικῶν του χρόνων καί νά ζήσει μέ ἀξιοπρέπεια, μέ ἐθνική ὑπερηφάνεια, δίχως νά μολύνει τή δια­κονία του. Ὥσ­που, στίς 28 Σεπτεμβρίου 1949, ὁ πνευ­ματικός ἀετός τῆς Ἐκκλησίας πετᾶ γαλήνιος νά συναντήσει τόν Κύριο. Θέ­λημά του ἦταν νά τοῦ γίνει ἁπλή ἀνε­πίσημη κη­δεία μ' ἕναν μόνον ἱερέα. Τοῦ ἔ­γινε ὅμως ἐπίσημη, μέ τιμές ἀρχιεπισκόπου, γιατί «ὁ Χρύσανθος δέν ἀνῆκεν εἰς τήν οἰκογένειάν του, ἀλλά εἰς τό Ἔθνος καί τήν Ἐκκλη­σίαν».

Ἑλληνίς

Ἀπολύτρωσις 70 (2015) 244-246