Μάνα, ἐσύ πού δέν ἔχεις διακοπές καί σχόλη, πού θυσιάζεσαι διαρκῶς μέσα στό σπίτι, χριστιανή μάνα, πού προπάντων νοιάζεσαι γιά τή χριστιανική ἀνατροφή καί προκοπή τῶν παιδιῶν σου, σήμερα, 2 Φεβρουαρίου -γιορτή τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου-, ἔχεις τήν τιμητική σου. Γιορτάζεις! Μιά ἀγκαλιά λουλούδια καί μύρια εὐχαριστῶ σοῦ ἀξίζουν.
Μά ἰδιαίτερα ἀφιερώνω τοῦτες τίς γραμμές σέ σένα, πολύπαθη εὐσεβῆ μάνα, πού πονᾶς καί λυγίζεις γιά τό ξεστράτισμα τοῦ παιδιοῦ σου. Σέ βλέπω σκυθρωπή, πονεμένη. Σέ πληγώνει κατάστηθα ἡ ἀδιαφορία του γιά τούς δικούς του, γιά τίς σπουδές του. Ἀναρωτιέσαι: Αὐτό τό παιδί, πού κάποτε νανούριζα καί τό ’παιρνα στήν ἀγκαλιά μου, εἶναι δικό μου; Ποῦ ξενυχτάει ἄραγε τά βράδια, ποιά εἶναι ἡ συντροφιά του, πότε καί πῶς θά γυρίσει στό σπίτι;
Δακρύβρεχτη μάνα, φιλῶ τά κουρασμένα σου χέρια καί σέ ἱκετεύω: Μήν πάψεις νά τά ὑψώνεις σέ προσευχή γιά τό παιδί σου πού σέ ποτίζει «φαρμάκι»! Μήν ἀποκάμνεις! Κράτα ζεστή ἐπικοινωνία μέ τή μεγάλη μάνα τοῦ κόσμου, τήν Παναγία μας. Πόσο θά σέ καταλάβει καί θά σπεύσει σέ ταχινή πρεσβεία πρός τόν Υἱό της!
Πάρε ἀκόμη κουράγιο καί δύναμη ἀπό τόσες ἄλλες ἅγιες μάνες πού ἔζησαν πολύ πρίν ἀπό σένα καί σήκωσαν ὑπομονετικά τόν σταυρό τους. Ὅσο μάθαιναν τίς παρεκτροπές τῶν παιδιῶν τους, ὅσο τά ἔβλεπαν σέ ποιά κατάντια εἶχαν φτάσει, τόσο ἔλειωναν στήν προσευχή. Τί ἐπίμονες ἱκεσίες ἔκαναν, τί δάκρυα καυτά ἔχυναν, γιά νά ξεφύγουν τά βλαστάρια τους ἀπό τά δίχτυα τῆς πλανεύτρας ἁμαρτίας καί νά τά ἑλκύσει ἡ σταυρική Ἀγάπη! Κι ἦρθε κάποτε ἡ ποθητή στιγμή πού οἱ ἱερές τους ἐπιθυμίες πῆραν σάρκα καί ὀστᾶ. Ἔφτασε ἡ ὥρα τῆς χάριτος γιά τά παιδιά τῶν δακρύων τους!
Μάνα, τοῦ 21ου αἰώνα, μιμήσου τέτοιες εὐσεβεῖς μητέρες τῆς Ἐκκλησίας μας! Νά ’σαι σίγουρη πώς τά δάκρυα μιᾶς προσευχόμενης μητέρας ποτέ δέν πᾶνε χαμένα. Ἔχουν δύναμη τεράστια, γιά νά μεταστρέψουν καί ν᾽ ἀλλοιώσουν καί τά πιό ἀτίθασα παιδιά.
Πολλές φορές, βέβαια, σκέφτεσαι πῶς εἶναι δυνατόν νά ἐπιστρέψει τό παιδί σου πού ἔχει πέσει τόσο χαμηλά κι ἡ ἁμαρτία, ἡ πλάνη τό ἔχει νεκρώσει. Καλή μου μητέρα, μή χάνεις τήν ἐλπίδα σου στόν ἀναστημένο μας Κύριο. Ἐσύ ἅρπαξε τό μυστικό σου ὅπλο, τήν προσευχή, καί ἀνάμενε τούς θαυμαστούς καρπούς της. Ἄκουσέ με, τό πιστεύω καί σοῦ τό εὔχομαι: Θά πεῖ καί σέ σένα κάποια στιγμή ὁ νεκρεγέρτης Ἰησοῦς: «μὴ κλαῖε» (Λκ 7,13). Κι ὕστερα θά στραφεῖ στό παιδί σου καί θά τό προστάξει: «νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι» (Λκ 7,14). Οἱ καρδιόβγαλτες, οἱ δακρύβρεχτες προσευχές σου, μητέρα, θά ᾽χουν κάνει τότε τό θαῦμα τους!
Μαρία Γούδα
Φιλόλογος-Θεολόγος
Μέ κάθε λαμπρότητα καί μέσα σέ κατανυκτική ἀτμόσφαιρα πραγματοποιήθηκε ἡ ὑποδοχή στή μεγάλη πόλη. Μέ εὐλαβική προσμονή περίμεναν χιλιάδες ἄνθρωποι γιά νά ἀσπαστοῦν τήν τίμια κάρα τοῦ ἁγίου Παρθενίου, τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ ζωή ξετυλίχθηκε πάνω στή φλούδα αὐτῆς τῆς γῆς πρίν xίλια ἑπτακόσια χρόνια.
Ἀκαταγώνιστος πόλος ἕλξης, στ᾽ ἀλήθεια, ἡ ἁγιότητα! Ἐδῶ τά «ξερά κόκκαλα» ἀναδύουν εὐωδιά καί ἐπιτελοῦν θαυμάσια. Ἡ ἁγιαστική χάρη τοῦ Θεοῦ ἐξαγιάζει τήν ὕλη καί μεταποιεῖ τό σῶμα τῶν ἁγίων σέ δοχεῖο τῆς ἄκτιστης θείας ἐνέργειας, χριστοφόρο καί πνευματοφόρο. Ἡ τιμή τῶν ἁγίων λειψάνων σέ κάθε ἐποχή προεικονίζει τή νέα, τή δοξασμένη κατάσταση τοῦ σώματος στήν αἰωνιότητα.
Τμῆμα τῆς τιμίας κάρας τοῦ ὁσίου Παρθενίου εἶναι θησαυρισμένο στήν ἱερά μονή Μακρυμάλλη τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Χαλκίδος. Καί μεταφέρεται ὅπου ζητηθεῖ, ὡς εὐλογία γιά τόν στηριγμό καί τόν ἁγιασμό τῶν πιστῶν. Στόν θαυματουργό Ἅγιο προσφεύγουν ἰδιαίτερα οἱ πάσχοντες ἀπό τή νόσο τοῦ καρκίνου ὄχι μόνο στίς 7 Φεβρουαρίου πού τιμᾶται ἡ μνήμη του, ἀλλά καί κάθε ἐποχή, σέ κάθε πόνο καί ἀνάγκη.
Ἀπό τόν πατέρα του, τόν εὐσεβέστατο διάκονο Χριστοφόρο, διδάχθηκε ὁ ὅσιος Παρθένιος τά αἰώνια μαθήματα τῆς πίστης καί τῆς ἀγάπης, πού καρποφόρησαν περίσσια στήν ψυχή του. Νεαρός ἀκόμα, γιά τήν ἀγάπη τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν, ἔγινε ψαράς στήν Ἀπολλωνιάδα, λίμνη τῆς Βιθυνίας. Κάθε δίχτυ καί μία προσμονή καί μία προσευχή γιά νά ἔχουν τροφή οἱ πτωχοί ἀδελφοί. Ἡ θεία παρουσία ἦταν ἡ ἀνταμοιβή στόν μόχθο καί στήν ἀγρύπνια του. Αἰσθανόταν ὅτι ἐργαζόταν σέ ἕνα ἀπό τά πλοιάρια τῶν Ἀποστόλων καί συναναστρεφόταν τόν Ἰησοῦ μαζί μέ τόν Πέτρο καί τόν Ἰωάννη. Ἡ ἀγάπη του ἀφειδώλευτη δέν ζητοῦσε ποτέ τήν ἀνταπόδοση καί ἀπαντοῦσε ἁπλά σέ κάθε εὐχαριστία τῶν εὐεργετημένων: «Γιατί μέ εὐχαριστεῖτε; Δέν ἔχω καμία τέτοια ἀξίωση. Μήπως εἴμαστε ξένοι; Ἐμεῖς εἴμαστε ἀδελφοί. Τί ἁπλούστερο καί φυσικότερο ἀπό τό νά βοηθᾶ ἀδελφός τούς ἀδελφούς;».
Μέ τήν ἐνάρετη παρουσία του, τή χάρη τῆς ἁπλότητας καί τόν ἱδρώτα τῆς φιλαδελφίας του ἐπιβλήθηκε στή χριστιανική κοινότητα τῆς πατρίδας του.
Ἀπό ψαρά ἁπλό ὁ ἐπίσκοπος Μελιτοπόλεως Φίλιππος (ἤ Φιλητός) τόν ἔκανε ἁλιέα στήν κιβωτό τῆς Ἐκκλησίας χειροτονώντας τον πρεσβύτερο. Ἀργότερα, στά χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ὁ ἐπίσκοπος Κυζίκου Ἀχίλλιος τόν χειροτόνησε ἐπίσκοπο Λαμψάκου τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Διακονία ἀκάματου ζήλου ἡ ποιμαντορία τοῦ Παρθενίου. Ὁ ἄνθρωπος τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ ἀκτινοβολοῦσε εἰρήνη καί μετέδιδε εὐλογία σέ ὅλους. Μέ τά δίχτυα τῆς ἀγάπης του ἁλίευσε τίς ψυχές τῶν εἰδωλολατρῶν συμπατριωτῶν του πού ἀσπάζονταν μέ ἐνθουσιασμό τήν ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελίου. Προικισμένος μέ τό θεῖο χάρισμα τῆς θαυματουργίας, ἐκδίωκε τούς δαίμονες ἀπό τούς ἀνθρώπους καί θεράπευε κάθε εἴδους ἀσθένεια. Ἡ ἀγαπῶσα καρδιά του ἀνέπαυε καί παραμυθοῦσε ὅσους τόν πλησίαζαν, χαρίζοντας τήν ἴαση σώματος καί ψυχῆς. Ὁδηγοῦσε στό Βάπτισμα τούς ἀπίστους, χειραγωγοῦσε στήν ἀλήθεια τούς πλανεμένους, ἐνθάρρυνε τούς μετανοοῦντες, μέχρι τή δύση τῆς ἐπίγειας ζωῆς του. «Αὐτὸς γὰρ ἀληθῶς ἐν γῇ, θαυμασίαν διετέλεσε ζωὴν καὶ πολιτείαν».
Ἀπό τά βάθη τῶν αἰώνων ζωντανός καί σήμερα ὁ θεοφόρος ἱεράρχης τοῦ Χριστοῦ δέχεται τίς δεήσεις μας καί πρεσβεύει στοργικά γιά ὅσους τόν ἐπικαλοῦνται: «Νοσημάτων ποικίλων καὶ χαλεπῶν θλίψεων ὥσπερ ἐλυτρώσω, θεόφρον, τοὺς προσιόντας σοί, οὕτως ἀπάλλαξον πάσης ἀνάγκης καὶ λύπης, ἅγιε Παρθένιε, τοὺς σὲ γεραίροντας».
Ἰχνηλάτης
Ἀπολύτρωσις 71 (2016) 38-39
Ἡ γιορτή τῆς Ὑπαπαντῆς, μέ τήν ὁποία ἀνοίγει ὁ Φεβρουάριος, φέρνει στόν νοῦ τήν ἁγία μορφή τοῦ πρεσβύτη Συμεών, ὁ ὁποῖος ἀξιώθηκε, σύμφωνα μέ ὅ,τι τοῦ εἶχε ἀποκαλύψει τό ἅγιο Πνεῦμα, νά δεῖ καί νά δεχθεῖ στήν ἀγκαλιά του «τὸ σωτήριον» τοῦ Θεοῦ (Λκ 2,30), τόν σωτήρα τοῦ κόσμου.
Ἀντικρύζοντας ὁ γέροντας τό θεῖο βρέφος -τόν ἴδιο τόν Θεό «ἐν σαρκί»- προφητεύει. Προβλέπει μέ τήν δύναμη τοῦ Πνεύματος τό μέλλον αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ καί ἀπευθυνόμενος στήν παρθένο μητέρα Του τονίζει· «Ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (Λκ 2, 34). Δηλαδή: Αὐτός θά γίνει αἰτία νά πέσουν καί νά ἀνυψωθοῦν πολλοί Ἰσραηλῖτες καί θά εἶναι σημεῖο πού θά ἀντιλέγεται, θά προκαλεῖ γύρω ἀπό τό πρόσωπό του ἀντιλογία.
Πόσο ἀληθινά ἀποδείχθηκαν τά λόγια τοῦ Συμεών, τό γνωρίζουμε ἀπό τήν ἱστορία. Πόσοι Ἰσραηλῖτες προσέκρουσαν σ’ αὐτόν τόν «λίθον προσκόμματος» (Ρω 9,33) καί ἔπεσαν! Ἀνάμεσα στούς πρώτους, ἀρχιερεῖς, γραμματεῖς καί φαρισαῖοι, οἱ ὁποῖοι, ἐνῶ ἦταν ἄνθρωποι τῆς θρησκείας καί τοῦ Νόμου, δέν ἀναγνώρισαν στόν Ἰησοῦ τόν Μεσσία, ὄχι διότι δέν τούς δόθηκαν διαπιστευτήρια, ἀλλά διότι αὐτοτυφλώθηκαν καί πωρώθηκαν• ἐπειδή ζητοῦσαν «τὴν ἰδίαν δικαιοσύνην στῆσαι», ἐπεδίωκαν δηλαδή νά ὑπερισχύσει ἡ δική τους δῆθεν εὐσέβεια, καί ὄχι νά ὑποταγοῦν στήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ (βλ. Ρω 10,3). Καί δέν εἶναι μόνον αὐτοί. Ἔπεσαν καί χιλιάδες ἄλλοι Ἑβραῖοι, πού βλέποντας τά σημεῖα τοῦ Κυρίου τόν ἀναγνώριζαν καί τόν ἐπευφημοῦσαν ὡς «υἱὸν Δαυΐδ» (βλ. Μθ 21,9) καί «βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ» (βλ. Ἰω 12,13), ἐνῶ στόν καιρό τοῦ πειρασμοῦ ζητοῦσαν τόν θάνατό του καί κραύγαζαν ἀδιάντροπα· «Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ’ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν!» (Μθ 27,25). Καί τούς μιμήθηκαν χιλιάδες ἤ καί ἑκατομμύρια ἄλλοι στήν συνέχεια.
Ὅμως καί πόσοι ἀνυψώθηκαν! Ἴσως σέ σύγκριση μέ τό πλῆθος τῶν πεπτωκότων νά μήν εἶναι πολλοί, εἶναι ὅμως ὅ,τι ἁγνότερο καί τιμιώτερο εἶχε νά προσφέρει ὁ Ἰσραήλ. Εἶναι ἀσφαλῶς ὁ γέροντας Συμεών, ἡ προφήτιδα Ἄννα, «θυγάτηρ Φανουήλ» (Λκ 2,36), ὁ Ζαχαρίας καί ἡ Ἐλισάβετ, εἶναι ἡ παρθένος Μαρία καί ὁ Ἰωσήφ· κι ἀκόμη εἶναι ὁ Ἰωάννης ὁ βαπτιστής, οἱ μαθητές τοῦ Κυρίου, τά πλήθη πού πίστεψαν στό ἀποστολικό κήρυγμα -ὅσοι ἔμειναν μέχρι τέλους πιστοί-, ὁ Παῦλος, «Ἑβραῖος ἐξ Ἑ- βραίων» (Φι 3,5), οἱ ἑβραῖοι συνεργάτες του, καί σίγουρα πολλοί ἄλλοι πού δέν ἀναφέρουμε ἤ ἀγνοοῦμε. Εἶναι τό «κατάλειμμα», γιά τό ὁποῖο κάνει λόγο ὁ προφήτης Ἠσαΐας (10,22), ἤ τό «λεῖμμα κατ’ ἐκλογὴν χάριτος» (Ρω 11,5) κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο. Ὅλοι αὐτοί προσέκρουσαν στόν λίθο Χριστό καί ὄχι μόνο δέν ἔπεσαν, ἀλλά διά τῆς πίστεως σ’ Αὐτόν ἐκτινάχθηκαν στήν σφαίρα τοῦ οὐρανοῦ.
Ὅμως ἡ προφητεία τοῦ Συμεών δέν ἐκτείνεται μόνο μέχρι τά ὅρια τοῦ Ἰσραήλ. Ἐκπληρώθηκε καί ἐκπληρώνεται καθημερινά σ’ ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη. Ἀποτελεῖ ἱστορική διαπίστωση: Ὅποιος γνωρίσει τόν Ἰησοῦ ἤ θά τόν ἀναγνωρίσει ὡς Θεό καί θά τοῦ παραδώσει τόν ἑαυτό του ἤ θά σταθεῖ ἀπέναντί του ὡς ἐχθρός του. Μέση κατάσταση δέν ὑπάρχει. «Ὁ μὴ ὢν μετ’ ἐμοῦ κατ’ ἐμοῦ ἐστι, καὶ ὁ μὴ συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει» (Μθ 12,30), εἶπε ὁ ἴδιος, κι αὐτό συμβαίνει πάντοτε. Κανείς δέν μισήθηκε τόσο, ὅσο ὁ Χριστός καί τό κήρυγμά του. Ἀλλά καί κανείς δέν ἀγαπήθηκε τόσο, ὅσο Αὐτός. Τόν μίσησαν, ἐκτός ἀπό τούς Ἑβραίους, τά ἐθνικά ἱερατεῖα καί ὅσοι ἐπωφελοῦνταν οἰκονομικά ἀπό τήν λατρεία τῶν ψευδοθεῶν. Γιά εὐνόητους λόγους. Τόν μίσησαν οἱ ρωμαῖοι αὐτοκράτορες ὡς ὑπονομευτή τάχα τῆς ἑνότητας τῆς αὐτοκρατορίας· ἐπειδή οἱ Χριστιανοί ἀρνοῦνταν νά τούς ἀναγνωρίσουν καί νά τούς λατρεύσουν ὡς «Κυρίους». Τά τριακόσια πρῶτα χρόνια ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας αὐτό τό μῖσος καί ἡ ἐχθρότητα ἐκδηλώθηκαν μέ ἰδιαίτερη σκληρότητα καί ὁδήγησαν σέ διωγμούς πρωτοφανοῦς ἀγριότητας χιλιάδες πιστούς. Ἀλλά καί στήν ἐποχή μας· εἶναι νωπά ἀκόμη τά αἵματα τῶν χιλιάδων ἐπίσης μαρτύρων τῆς σοβιετικῆς θηριωδίας καί ὅλων τῶν ὁμόλογων ἀθεϊστικῶν καθεστώτων τοῦ 20οῦ αἰώνα. Γιά νά ἀναφερθοῦμε μόνο σ’ αὐτά τά πασίγνωστα.
Ἀλλά καί πόσοι ἀγάπησαν καί ἀγαποῦν τόν πρᾶο καί ταπεινό Ἰησοῦ! Χιλιάδες Δημήτριοι, Γεώργιοι, Μαρίνες καί Παρασκευές πού πότισαν μέ τό αἷμα τῆς θυσίας τους τό δένδρο τῆς χριστιανικῆς πίστης. Ἀλλά καί Βασίλειοι καί Γρηγόριοι καί Χρυσόστομοι καί Φώτιοι, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνον ἀναδείχθηκαν μεγάλοι ἱεράρχες, πατρίκιοι τοῦ Ναζωραίου, ἀλλά σφράγισαν μέ τήν σφραγίδα τῆς χριστιανικῆς πίστης ἕναν ὁλόκληρο πολιτισμό πού ἔζησε καί μεγαλούργησε ἐπί μία καί πλέον χιλιετία. Καί ἀκόμη, ἀμέτρητοι ἄλλοι οἱ ὁποῖοι διακρίθηκαν καί διακρίνονται ὡς ἐκλεκτοί ἐργάτες τοῦ πνεύματος στό στάδιο τῆς προσευχῆς καί τῆς ἄσκησης, τῆς ἱεραποστολῆς καί τῆς προσφορᾶς πρός τόν συνάνθρωπο. Καί μαζί τους οἱ καθημερινοί ἄνθρωποι, οἱ ἁπλοί καί ἄσημοι, οἱ ὁποῖοι ἐμπνεόμενοι ἀπό τήν πίστη στόν Κύριο ζοῦν μέσα σ’ αὐτόν τόν κόσμο «ἐν πάσῃ εὐσεβείᾳ καὶ σεμνότητι» (Α´ Τι 2,2) καί ἀποτελοῦν «τὸ ἅλας τῆς γῆς» καί «τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Μθ 5,13-14).
Ἐμεῖς σέ ποιά παράταξη ἀνήκουμε; Συγκαταλεγόμαστε στούς ἐχθρούς ἤ στούς φίλους τοῦ Κυρίου; Τό ὅτι λεγόμαστε χριστιανοί δέν δηλώνει τίποτε, ἄν δέν ἔχουμε συνείδηση τῆς βαρύτητας αὐτοῦ τοῦ ὀνόματος. Καί τέτοια συνείδηση ἔχουν μόνον ὅσοι μετουσιώνουν τό χριστιανικό κήρυγμα σέ ζωή. Ὅσοι ἀκολουθοῦν πιστά τά ἴχνη τοῦ «τῆς πίστεως ἀρχηγοῦ καὶ τελειωτοῦ Ἰησοῦ» (βλ. Ἑβ 12,2) μέ ὁποιοδήποτε τίμημα.
Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας
Ἔσερνε τά κουρασμένα βήματά του στούς καρρόδρομους τῆς Κουκουσοῦ. Ἡ ἐξορία στόν Πόντο μοιάζει ἀτέλειωτο βασανιστήριο• λιγοστό τό νερό, ἴσαμε νά βρέξει τά χείλη του. Καί τό φαγητό ἐλάχιστο. Ξερός ὁ τόπος. Μά πιό πολύ τόν μαστιγώνει ἡ ξέρα τῶν ἀνθρώπων, πού τήν κουβαλάει μέσα του χρόνια τώρα.
Πάει καιρός πού κατάλαβε τί σήμαινε ἐκεῖνο τό «ἐν Χριστῷ» πού πολλοί «ἀδελφοί» του ἐπίσκοποι πρόσθεταν στούς λόγους τους ἄλλοτε γι᾿ αὐτόν. Γεύθηκε ὅλη τήν πίκρα πού αὐτό τό «ἐν Χριστῷ» τοῦ πρόσφερε. Καταδιωγμένος τώρα συλλογίζεται ἐκεῖνα τά πρόσωπα, τά γεγονότα. Μέσα στή σιωπή ἀντηχοῦν πιό καθαρά, σχεδόν αὐθεντικά, οἱ φωνές τῶν ἐχθρῶν του: «Κλέφτης», «καταχραστής», «καταλύει τήν παράδοση τῆς νηστείας»! Αἰσχρές συκοφαντίες. Λόγια μικρόνοων, παθιασμένων κληρικῶν, ἀνθρώπων πού τόσες φορές εὐεργέτησε!
Αὐτός ὅμως τούς ἀγαποῦσε ὅλους, ἕναν πρός ἕναν. Τούς μνημόνευε στίς προσευχές του μέ δάκρυα. Κι ἄς μήν ἤθελαν ἐκεῖνοι οὔτε τά ἴχνη ἀπό τά ὑποδήματά του νά βλέπουν. Μόνο τήν ἁμαρτία τους μισοῦσε. Αὐτήν τή μισοῦσε πάντα καί ποτέ δέν συμβιβάστηκε μαζί της. Τή σιχαινόταν, σάν τήν ἔβλεπε νά περπατάει ἀγέρωχα στά ἀνάκτορα, στίς πλατεῖες, στά θέατρα, στόν ἱππόδρομο. Σάν τοῦ ἔγνεφε εἰρωνικά ἀπό τά χρυσοκλωσμένα ἐνδύματα ξιππασμένων ἱερέων καί ἀρχιερέων. Ἀπό τίς τορνευτές τους ἅμαξες, πού τίς μετέφεραν ταλαίπωροι δοῦλοι. Ἔνιωθε τότε τό χρέος του νά σφίγγει τήν καρδιά του. Ὅρμησε καί ράπισε τήν ἁμαρτία μέ δύναμη ὅπου τή βρῆκε. Καί κείνη τοῦ ἀπάντησε μέ τόν μόνο τρόπο πού ἤξερε: ἕνα πλοῖο, μερικοί στρατιῶτες, μιά καταδικαστική ἀπόφαση.
Ἔγειρε τό τίμιο κεφάλι του λίγο νά ξαποστάσει ἀπό τό δρόμο. Πόσο γρήγορα τόν πῆρε ὁ ὕπνος! Μπροστά του, ἀνάμεσα στό σκοτάδι, τοῦ ἀποκάλυψε τή ζωή του. Ἦταν ταλαίπωρη, μέ τά στίγματα τοῦ διωγμοῦ νά τῆς χαρακώνουν τό σεμνό ἔνδυμα. Μιά ὀδύνη ἀλλά καί μιά καύχηση ἱερή ζωγραφιζόταν στό βλέμμα της. Ξαφνικά εἶδε νά τήν περικυκλώνουν πρόσωπα ὕποπτα μέ τό σταυρό στά χέρια. Βούιζαν στ᾿ αὐτιά του οἱ κατάρες τῆς βασίλισσας, οἱ ἀφορισμοί τῶν ἐπισκόπων τῆς ἄνομης Συνόδου, τά ποδοβολητά τῶν μισθοφόρων. Κι ἀνάμεσά τους οἱ θρῆνοι τῶν γυναικῶν. Τό κλάμα τῆς θυγατέρας του Ὀλυμπιάδας καί τῆς ἀφοσιωμένης συνοδίας της. Τόση ἀδικία, Θεέ μου, καί τόσος πόνος γιά τήν τιμή τῆς ἀλήθειας!
Πῆρε νά ξημερώνει. Τό νεφύδριο παρῆλθε. Τό φῶς νίκησε τή μαυρίλα τῆς νύχτας. Στόν ὁρίζοντα τῆς καρδιᾶς του μόνο μιά μορφή δέσποζε πιά. Τή γνώρισε ἀμέσως. Ἦταν «ὁ ἀστήρ ὁ λαμπρός ὁ πρωινός». Ἦταν ὁ «Δεσπότης» του. Γι᾿ αὐτόν πάθαινε ὅλα τοῦτα. Ἀπό τότε πού τά ἁγνά χέρια τῆς μητέρας του Ἀνθούσας χάραξαν τήν εἰκόνα του στήν παιδική του ψυχή, μέ μιά ἀνάσα ζοῦσε. Νά εἶναι δικός του. Κι αὐτό του τό ὄνειρο οὔτε κι ἕνας Λιβάνιος μπόρεσε νά σβήσει. Ἔπειτα πέρασαν οἱ φίλοι, ἦρθαν οἱ ἐνάντιοι, μά δέν τόν ἔνοιαζε. Ὅλα γίνονταν γιά Ἐκεῖνον.
Τώρα, τό καταλάβαινε, ἔφτασε ἡ «δωδεκάτη» ὥρα του. Πόσο ποθοῦσε νά τόν πάρει ὁ «Δεσπότης» του στά χέρια του, ὅπως τό ζοῦσε κάποτε μικρό ὀρφανό στήν Ἀντιόχεια! Νά τόν γλυτώσει ἀπό τόν ψευτοχριστιανισμό τῶν μαζῶν, ἀπό τούς γλυκανάλατους συμβιβασμένους. Ἀπό τούς κενούς του ἐκπροσώπους καί ὅλους ὅσους εἶχαν βάλει τόν Ἰησοῦ του θεμέλιο στό οἰκοδόμημα τῆς προσωπικῆς τους μωροφιλοδοξίας.
Ἄς τόν ἔπαιρνε μαζί του κι ἄς πήγαιναν ὅπου Ἐκεῖνος ἤθελε! Σ᾿ ὅποια γωνιά τῆς γῆς καί τ᾿ οὐρανοῦ. Δικά του ἦταν. Μόνο μαζί του!
Ἰωάννης
Ἀπολύτρωσις 54 (1999) 9-10
Τά δυό σπίτια, τό ἕνα δίπλα στό ἄλλο, μέ τό ἴδιο σχέδιο καί τήν ἴδια αὐλή, σχεδόν πανόμοια δέν μποροῦσες νά ξεχωρίσεις, ἀπ’ ἔξω τουλάχιστον, ἄν εἶχαν διαφορές. Τώρα πού τά σκέπασε καί τό χιόνι φάνταζαν σάν μιά πανέμορφη κάρτ ποστάλ σέ δυό ἀντίτυπα.
Ἀπ’ ἔξω μόνον! Γιατί ἀπό μέσα τά δυό σπίτια δέν εἶχαν σχεδόν τίποτε κοινό. Ἤ μᾶλλον αὐτοί πού τά κατοικοῦσαν δέν εἶχαν τίποτε κοινό. Ἐκτός βέβαια ἀπό τό αἷμα πού κυλοῦσε στίς φλέβες τους, γιατί ὁ Βασίλης καί ὁ Σωτήρης ἦταν ἀδέλφια, παιδιά τῆς ἴδιας μάνας καί τοῦ ἴδιου πατέρα.
Ἀπέμεινε τοῦ παλιοῦ καλοῦ καιροῦ ἡ μεγάλη κοινή σιδερένια αὐλόπορτα πού ἦταν ἡ εἴσοδος στήν αὐλή καί γιά τά δυό σπίτια. Πόσο δούλεψαν, πόσο κοπίασαν ὁ Βασίλης καί ὁ Σωτήρης γιά νά φτιάξουν αὐτά τά σπίτια!
«Ἐμεῖς οἱ δυό δέν θά χωρίσουμε ποτέ!», εἶπαν πάνω στόν νεανικό ἐνθουσιασμό τους, καί τά ἔκτισαν!
- Μπαμπά, ρώτησε πρίν λίγες μέρες τόν πατέρα του ὁ πρωτογιός τοῦ Σωτήρη, γιατί στ’ ἀλήθεια δέν μιλιόμαστε μέ τόν θεῖο;
- Ρώτα τή μάνα σου, τ’ ἀποκρίθηκε παγερά ἐκεῖνος καί ὁ ἔφηβος γιός διέκρινε μιά ταραχή στήν ὄψη τοῦ πατέρα του.
- Ὄχι, μπαμπά, ἐπέμενε σοβαρός ὁ Νῖκος. Ἐσύ θέλω νά μοῦ πεῖς! Εἶναι σωστό οἱ παπποῦδες νά κάνουν Χριστούγεννα σέ μᾶς καί Πρωτοχρονιά στόν θεῖο τόν Βασίλη;
Ταράχτηκε ἀκόμα πιό πολύ ὁ Σωτήρης. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι τόν τελευταῖο καιρό ἔχει κλονιστεῖ μέσα του κατά πόσο ἀξίζει αὐτή ἡ ἔχθρα μέ τόν μοναδικό ἀδελφό του καί τώρα τά λόγια τοῦ γιοῦ του τόν ἀναστάτωναν ἀκόμα πιό πολύ.
- Πάντως νά ξέρεις, ἐπειδή κάποτε εἶπες πώς δέν ἐπιτρέπεις πάρε δῶσε μέ τά ξαδέλφια μου, ὁ Νῖκος κι ἐγώ στό σχολεῖο καθόμαστε στό ἴδιο θρανίο καί εἴμαστε καί φίλοι.
Ὁ Νῖκος τά εἶπε ὅλα γρήγορα δίχως ἀνάσα σάν νά φοβόταν μήπως χάσει τό θάρρος του καί δέν ὁλοκληρώσει αὐτό πού εἶχε νά πεῖ.
- Καί... πῆγε νά συμπληρώσει διστακτικά ὁ Νῖκος.
- Καί; Ἔλα τώρα πές, τί ἄλλο ἔχεις νά μοῦ πεῖς;
- Θέλω νά σοῦ πῶ πώς τά Χριστούγεννα τήν ὥρα πού ἐσεῖς ὅλοι κοιμόσασταν, ἐγώ πῆγα μέ τόν θεῖο Βασίλη καί τήν οἰκογένειά του στήν Ἐκκλησία.
- Δίχως νά πάρεις τήν ἄδειά μου; ρώτησε ὁ Σωτήρης, μά παράξενο ὁ Νῖκος δέν διέκρινε στή φωνή του οὔτε θυμό οὔτε κάποια αὐστηράδα.
- Ἄν σέ ρωτοῦσα, θά μέ ἄφηνες; ἀπάντησε χαμηλώνοντας τά μάτια ὁ Νῖκος. Μπαμπά, ζοῦνε τόσο διαφορετικά ἀπό μᾶς! Δέν σοῦ τό κρύβω ὅτι τίς λίγες φορές πού καταφέρνω νά σᾶς ξεγελάσω καί νά πάω στοῦ θείου Βασίλη, γυρνάω ἄλλος ἄνθρωπος!
- Φτάνει! τόν ἔκοψε ἀναστατωμένος ὁ Σωτήρης, φτάνει! Κάνε ὅπως νομίζεις καί ἄν θέλεις ἄλλαξε σπίτι καί γονιούς. Πές τους νά σέ υἱοθετήσουν.
Ἔφυγε ὁ Σωτήρης καί ἀπέμεινε ὁ Νῖκος μέ τό παράπονο στήν καρδιά. Ὁ παππούς ὁ Νικόλας μιά μέρα εἶπε στά δυό μεγάλα ἐγγόνια του, στούς Νικολῆδες, ὅπως τούς ἔλεγε, τόν λόγο γιά τόν ὁποῖο τά δυό παιδιά του καί πατεράδες τους μάλωσαν καί δέν ξαναφίλιωσαν ἀπό τότε.
Ἦταν ἀκόμα νέοι, ἐλεύθεροι καί οἱ δυό, ὅταν ὁ Βασίλης πού ἦταν ὁ μικρότερος ἄρχισε νά ἐπισκέπτεται τό Ἅγιον Ὄρος καί νά ἀποκτᾶ στενή σχέση μέ τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία. Ὁ Σωτήρης, πού ἀγαποῦσε πολύ τόν Βασίλη, φοβήθηκε μήπως γίνει μοναχός καί χωρίσουν γιά πάντα. Στήν ἀρχή, λοιπόν, πιό πολύ ἀπό ἀντίδραση, ἄρχισε νά τά βάζει μέ τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία. Ὕστερα, θές ἀπό ἐγωισμό, θές ἀπό συνήθεια, ἄρχισε νά δηλώνει ἄθεος. Οἱ σχέσεις τῶν δυό ἀδελφῶν ἄρχισαν νά ψυχραίνουν καί ὁ Σωτήρης ὅλο καί περισσότερο ἐκφραζόταν ἀρνητικά σέ κάθε τι πού εἶχε σχέση μέ τόν Θεό! Ὥσπου μιά μέρα ἔδωσε τό τελειωτικό πλῆγμα στούς γονεῖς καί τόν ἀδελφό του.
- Θά παντρευτῶ μέ πολιτικό γάμο, τούς ἀνακοίνωσε, ἀδιαφορώντας γιά τόν πόνο πού τούς προκάλεσε.
- Ἐγώ σ’ ἕνα τέτοιο γάμο δέν ἔρχομαι! τοῦ εἶπε ἀποφασισμένος ὁ Βασίλης.
- Ἄν δέν ἔρθεις, ξέγραψέ με ἀπό ἀδελφό σου, πείσμωσε ὁ Σωτήρης.
Καί ὁ Σωτήρης παντρεύτηκε μέ πολιτικό γάμο καί ὁ Βασίλης δέν πῆγε. Μά οὔτε καί ὁ Σωτήρης πῆγε στόν γάμο τοῦ ἀδελφοῦ του.
Παραμονή Πρωτοχρονιᾶς καί ὁ Νῖκος ἔβλεπε τόν πατέρα του νά πηγαινοέρχεται ξεφυσώντας. Πρίν λίγο εἶχε δεῖ ὁ Νῖκος τόν παππού καί τή γιαγιά πού μπῆκαν στήν αὐλή καί τράβηξαν γιά τό σπίτι τοῦ θείου Βασίλη. Εἶδε τή γιαγιά πού γύρισε κατά τό δικό τους τό σπίτι, ἔκανε τόν σταυρό της καί τό σταύρωσε. Νά τό εἶδε ἄραγε αὐτό καί ὁ μπαμπάς; Νά διέκρινε τάχα τήν πληγή τῆς καρδιᾶς της;
- Ἐγώ, μπαμπά, θά πάω ἀπόψε νά κάνω Πρωτοχρονιά μέ τόν παππού καί τή γιαγιά, εἶπε μέ σταθερή φωνή.
- Μή λές ἀνοησίες, τόν ἔκοψε ὁ Σωτήρης. Τό ξέρεις πολύ καλά πώς ὁ παππούς καί ἡ γιαγιά εἶναι ἀπόψε δίπλα.
- Αὐτό ἀκριβῶς! Θά πάω νά γιορτάσω μαζί τους τόν θεῖο Βασίλη, εἶπε ἀφήνοντας ἐμβρόντητο τόν πατέρα του.
- Καί ἐμᾶς; Ἐμᾶς θά μᾶς ἀφήσεις μόνους μιά τέτοια νύχτα; εἶπε μέ παράπονο.
- Τί πιό καλά γιά ὅλους, νά πάρετε καί τά μικρά καί νά πᾶμε ὅλοι μαζί!
Ὁ Νῖκος οὔτε πού σκέφτηκε ποτέ νά κάνει αὐτή τήν πρόταση στόν πατέρα του καί οὔτε κατάλαβε πῶς τοῦ βγῆκε.
- Ὄρεξη μᾶς εἶχε ὁ θεῖος σου! εἶπε ἀντί γιά ἀπάντηση ὁ Σωτήρης, μά τά μάτια του εἶχαν θαρρεῖς μιά παράξενη λάμψη.
- Κι ὅμως, μπαμπά, πῆρε θάρρος ὁ Νῖκος καί συνέχισε, ὁ θεῖος ὁ Βασίλης τό λαχταράει ὅσο τίποτε στόν κόσμο.
Κοίταξε στά μάτια τόν πατέρα του ὁ Νῖκος καί τοῦ ἦρθε νά ξεφωνίσει ἀπό χαρά γιά αὐτό πού ἔβλεπε: Ὁ πατέρας του ἔκλαιγε καί τά δάκρυα τοῦ αὐλάκωναν τά μάγουλα.
- Γιά νά πάω στόν Βασίλη, γιέ μου, τόν ἄκουσε νά λέει, πρέπει νά πάω μέ μιά πρόσκληση καί δέν ξέρω πῶς θά τό πάρεις ἐσύ πού εἶσαι πιά μεγάλος.
- Ἐγώ, πατέρα μου, θά σέ βοηθήσω νά τήν ἑτοιμάσεις, τόν ἔβγαλε ἀπό τή δύσκολη θέση ὁ Νῖκος. Πές μου ἡμέρα, ὥρα καί ἐκκλησία καί ἐγώ θά τή γράψω στόν ὑπολογιστή.
Ἀγκάλιασε τόν πατέρα του ὁ Νῖκος καί ὕστερα ἔτρεξε νά ἑτοιμάσει τό προσκλητήριο.
Τό χιόνι πού ἔπεσε πυκνό εἶχε σβήσει τά βήματα τῆς γιαγιᾶς καί τοῦ παπποῦ μά ἐκεῖνα τά ἄλλα, τά πολλά πού ὁδηγοῦσαν στό σπίτι τοῦ θείου Βασίλη δέν κατάφερε νά τά σκεπάσει. Ἔμειναν ἐκεῖ ὥς τό πρωί γιά νά μαρτυροῦν ὅτι ἄνοιξε καί πάλι ὁ δρόμος καί πώς τά δυό πανόμοια σπίτια μποροῦσαν πιά νά ἐκπληρώνουν τόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο κτίστηκαν: Νά εἶναι ὁ Βασίλης δίπλα στόν Σωτήρη καί ὁ Σωτήρης δίπλα στό Βασίλη.
Ἑλἐνη Βασιλείου
Ἀπολύτρωσις 71 (2016) 28-29
Οἱ κοινωνίες τοῦ λεγόμενου Δυτικοῦ Κόσμου χαρακτηρίζονται ἐκτός τῶν ἄλλων ἀπό τήν ὑπερβολή σέ πολλές ἐκδηλώσεις τῆς καθημερινότητας. Ὅταν μάλιστα οἱ συνέπειες αὐτῶν τῶν ἐκδηλώσεων ἀφοροῦν στό πιό εὐαίσθητο τμῆμα τῆς κοινωνίας, πού εἶναι τά παιδιά, τότε οἱ εὐθύνες τῶν ἐνηλίκων εἶναι ἀπροσμέτρητες. Ἕνα ἀπό τά θέματα-προβλήματα τό ὁποῖο ἀπασχολεῖ τούς εἰδικούς -παιδαγωγούς, ψυχολόγους καί παιδοψυχιάτρους- εἶναι τό εἶδος, ἡ ποιότητα καί ἡ ποσότητα τῶν παιχνιδιῶν πού ἔχει στή διάθεσή του τό σημερινό παιδί. Οἱ στατιστικές τῶν τριῶν τελευταίων ἐτῶν δίνουν ἀξιόλογες καί διαφωτιστικές πληροφορίες. Στό Ἡνωμένο Βασίλειο (Ἀγγλία), μεταξύ Ἰουλίου τοῦ 2013 καί Ἰανουαρίου τοῦ 2014, μόνο τό Ebay στήν κατηγορία παιδικῶν παιχνιδιῶν πουλοῦσε ἡμερησίως 12.623 (ἤ ἑπτά φιγοῦρες ἀνά δευτερόλεπτο) Pocemon, Χάρυ Πότερ κτλ. Παγκοσμίως ἡ δαπάνη γιά τήν ἀγορά παιδικῶν παιχνιδιῶν τό 2013 ἀνῆλθε στά 78,31 δισεκατομμύρια δολάρια. Γιά κάθε παιδί ἡ ἐτήσια δαπάνη σέ δολάρια γιά τό ἴδιο ἔτος ἦταν γιά τήν Αὐστραλία 448, Ἡν. Βασίλειο 438, Η.Π.Α. 371, Γαλλία 358. Γιά τήν πατρίδα μας, παρόλη τήν οἰκονομική της κρίση, ἡ ἀγορά τῶν παιδικῶν παιχνιδιῶν κατά τό 2014 ἔκλεισε μέ ἄνοδο πωλήσεων 7%.
Εἶναι ἀναγκαῖα τόσα πολλά παιχνίδια γιά τά παιδιά μας; Γιατί πρέπει νά βομβαρδίζονται κυριολεκτικά μέ τόση πληθώρα παιχνιδιῶν; Ὁ ψυχολόγος καί συγγραφέας Oliver James δηλώνει: «Τά παιδιά δέν χρειάζονται μία τεράστια συλλογή παιχνιδιῶν. Τά περισσότερα παιδιά χρειάζονται ἕνα ἀρκουδάκι ὡς ἀντικείμενο μετάβασης, πού τό παίρνουν παντοῦ. Κάθε ἄλλο εἶναι γέννημα κοινωνικοῦ θέλω».
Ἡ δήλωση αὐτή δέν πρέπει νά ἀγνοηθεῖ, ὅπως καί τά συμπεράσματα στά ὁποῖα κατέληξαν οἱ Γερμανοί R.Strick καί E. Schubert, ὑπεύθυνοι Δημόσιας Ὑγείας. Ὕστερα ἀπό ἐφαρμογή σχετικοῦ προγράμματος γιά διάστημα τριῶν μηνῶν σέ νηπιαγωγεῖο ὅπου ἀπουσίαζαν παντελῶς τά παιχνίδια, διαπιστώθηκε ὅτι τά παιχνίδια δέν εἶναι ἀπαραίτητα γιά νά παίζουν τά παιδιά δημιουργικά καί νά νιώθουν εὐτυχισμένα.
Στή σύγχρονη ὅμως πραγματικότητα καί οἱ δύο γονεῖς ἐργάζονται καί εἶναι ὑποχρεωμένοι νά βρίσκονται πολλές ὧρες μακριά ἀπό τό σπίτι καί τά παιδιά τους. Γι᾽ αὐτό, ἰδίως οἱ μητέρες, προσπαθοῦν νά κατασιγάσουν τίς ἐνοχές τους μέ τό νά ὑπερφορτώνουν τά παιδιά τους μέ πληθώρα παιχνιδιῶν, τά ὁποῖα εἶναι πολλές φορές ἐντελῶς ἀκατάλληλα. Ἔτσι, τά πολλά παιχνίδια προξενοῦν πληθώρα ἀρνητικῶν ἐπιπτώσεων στά παιδιά.
•Τά ἀποτρέπουν ἀπό τό νά παίζουν μέ ἀντικείμενα καθημερινῆς χρήσης. Εἶναι ἕνας ἀπό τούς καλύτερους τρόπους γιά νά ἀναπτύξουν τό δημιουργικό δυναμικό τους.
•Πολλά παιχνίδια ἔχουν ἤδη προκαθορισμένα χαρακτηριστικά καί δέν μποροῦν νά ἐπέμβουν τά παιδιά γιά νά τά ἀλλάξουν.
•Μπορεῖ νά «χαλάσουν» τά παιδιά. Δίνοντάς τους ἀπεριόριστα παιχνίδια, τά ἐθίζουμε «ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων» στήν πλεονεξία μέ ἀνυπολόγιστες συνέπειες γιά τήν ἐξέλιξη τοῦ χαρακτήρα τους καί τή στάση τους ἀπέναντι στά ὑλικά ἀγαθά καί στίς ἀξίες τῆς ζωῆς.
•Πάρα πολλά παιχνίδια μπορεῖ νά ὁδηγήσουν σέ αἰσθητηριακή ὑπερφόρτωση. Στά μάτια ἑνός βρέφους ἤ μικροῦ παιδιοῦ τά πάντα εἶναι καινούργια. Μία ἐπίσκεψη σ᾽ ἕνα κατάστημα παιχνιδιῶν μπορεῖ νά τό κουράσει, διότι εἶναι μία ἀτέρμονη ροή νέων πραγμάτων. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τήν πληθώρα τῶν παιχνιδιῶν στό παιδικό δωμάτιό του.
•Λιγότερα παιχνίδια ὁδηγοῦν τά ἀδέρφια σέ μεγαλύτερη συνεργασία μεταξύ τους. Ἀναγκάζονται νά συνεργασθοῦν καί νά μοιρασθοῦν τόν χρόνο χρήσης τοῦ παιχνιδιοῦ, πράγμα πού δέν θά τό ἔκαναν ποτέ ἄν τό καθένα εἶχε τό δικό του παιχνίδι. Ἀναπτύσσουν διαπροσωπικές σχέσεις, δημιουργοῦν φιλίες. Στά παιδιά πού μεγαλώνουν ἔτσι, ὑπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα ἀκαδημαϊκῆς ἐπιτυχίας καί ὁμαλῆς κοινωνικῆς προσαρμογῆς κατά τήν ἐνηλικίωση.
Φυσικά, εἶναι σημαντικό γιά τά παιδιά νά ἔχουν καί τά δικά τους ἰδιαίτερα παιχνίδια. Ἐνθαρρύνουμε ὅμως καί τό μοντέλο τῆς σειρᾶς στή χρήση τοῦ παιχνιδιοῦ καί ὄχι τῆς νοοτροπίας «αὐτό εἶναι δικό μου καί αὐτό εἶναι δικό σου».
•Λιγότερα παιχνίδια συντελοῦν στήν ἄσκηση καλύτερης φροντίδας καί προσοχῆς γιά μεγαλύτερη διάρκεια τῶν παιχνιδιῶν. Συνήθειες πού θά χαρακτηρίζουν τό παιδί καί στήν ὑπόλοιπη ζωή του.
•Λιγότερα παιχνίδια σημαίνει ἀναζήτηση τῆς χαρᾶς σέ μή ὑλικά πράγματα ἤ σέ ἐμπειρίες. Προσανατολίζονται ἔτσι τά παιδιά στήν ἀνάγνωση βιβλίων, γενικότερα στήν τέχνη: ζωγραφική, μουσική, δημιουργική γραφή.
Ἐπιβράβευση τῶν παιδιῶν μέ παιχνίδια γιά κάποια ἐπιτυχία τους, γιά σωστή συμπεριφορά ἤ γιά καλές τους πράξεις μπορεῖ νά στείλει τό μήνυμα ὅτι ἡ ἱκανοποίηση βρίσκεται μόνο σέ ὑλικά πράγματα. Οἱ ἀμοιβές ἐκ μέρους τῶν γονέων πρός τά παιδιά τους δέν συνεπάγονται ὁπωσδήποτε μία ἐπίσκεψη σ᾽ ἕνα κατάστημα παιδικῶν παιχνιδιῶν. Μία ζεστή ἀγκαλιά, ἕνας ἁπλός ἔπαινος, ἕνας περίπατος, ἕνα κατάλληλο βιβλίο εἶναι πολύ προτιμότερες ἀμοιβές. Ὅταν δέν τονίζονται τά παιχνίδια ὡς ἡ ἀπόλυτη ἀνταμοιβή, τά παιδιά μποροῦν νά ἀνακαλύψουν τίς ἀξίες της σέ ἄλλα πεδία καί νά τίς ἐνστερνισθοῦν.
Ὁ Kim John Payne, συγγραφέας καί σύμβουλος ἐκπαίδευσης, τονίζει: «Ὅταν ἔχεις λιγότερα παιχνίδια- καί τό ἔχω δεῖ ἐπανειλημμένως- τά πράγματα πού ἔχεις πρέπει νά μεταμορφώνονται ἀπό κάτι σέ κάτι ἄλλο κι ὕστερα σέ κάτι ἄλλο». Καί συνεχίζει: «Τά παιδιά πρέπει νά εἶναι δημιουργικά, ὅταν παίζουν, καί νά συνεργάζονται δημιουργώντας. Ἔτσι ἔχεις παιδιά πού παίζουν πολύ καλύτερα μαζί καί δέν χρειάζονται τήν τηλεόραση ὡς babysitter».
Ἀθαν. Ἀστ. Γκάτζιος
Τό αἴτημα τῆς δικαιοσύνης εἶναι διαχρονικό καί πανανθρώπινο. Ποτέ ὅμως μέχρι σήμερα δέν κατέστη δυνατόν νά ἐπικρατήσει δικαιοσύνη στίς ἀνθρώπινες κοινωνίες. Κατά καιρούς βίαιες καί αἱματηρές ἐπαναστάσεις ξέσπασαν μέ αἴτημα τήν ἀνατροπή τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας. Μάταιες οἱ θυσίες! Οἱ κοινωνίες ἁπλῶς ἄλλαξαν δυνάστες.
Ἀκόμη καί οἱ «χριστιανικές» κοινωνίες ἐκδηλώνουν ἔντονα τά σημάδια παρακμῆς καί βαθειᾶς σήψης.
Ὑπῆρξε ἱστορικό λάθος νά ὀνομασθοῦν οἱ κοινωνίες, στίς ὁποῖες ἐπικράτησε ἡ πίστη στόν Χριστό, χριστιανικές. Ἡ ὁμολογία πίστεως καί ἡ Βάπτιση δέν ἀρκοῦν. Ἡ Ἐκκλησία διασώζει τήν ἀλήθεια, ἀλλά αὐτή σήμερα ἀγνοεῖται ἀπό τούς πλείστους βαπτισμένους χριστιανούς καί μή.
Πρώτη προϋπόθεση γιά τήν ἐπικράτηση τῆς δικαιοσύνης εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ὄχι βέβαια μέ τήν ἔννοια τοῦ τρόμου, ὅπως περιπαικτικά ἀρκετοί ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας ἑρμηνεύουν. Φόβος Θεοῦ σημαίνει σεβασμός τοῦ θελήματός του καί διαρκής προσπάθεια, ὥστε αὐτό νά πραγματώνεται στήν προσωπική ζωή τοῦ πιστοῦ. Ὅσοι ἀντιστρατεύονται τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἔχει ἀποκαλυφθεῖ διά τοῦ Εὐαγγελίου του, ὁμιλοῦν καί γράφουν γιά φυσικό δίκαιο, γιά πανανθρώπινα ἰδανικά καί ἄλλα αἴολα καί μετέωρα. «Χωρίς Θεό ὅλα ἐπιτρέπονται», ἔγραψε ὁ πιστός Ντοστογιέφσκυ. Καί τόν δικαιώνει ὁ ὑλιστής Καμύ, πού συμπλήρωσε: «Νοεῖται δικαιοσύνη χωρίς Θεό;». Νά ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ὅλες οἱ ὥς τώρα κοινωνικές ἐπαναστάσεις ἀπέτυχαν κατά τρόπο τραγικό. Βέβαια, τίθεται καί τό ἐρώτημα: Μήπως δέν ἀπέτυχε καί ὁ χριστιανισμός;
Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες ἀποτελοῦν φωτεινά παραδείγματα λόγῳ καί ἔργῳ ἀγωνιστῶν ὑπέρ τῆς δικαιοσύνης. Μέ θαυμαστή ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔκαναν πράξη τήν εὐαγγελική διδασκαλία. Ἦσαν πλούσιοι στή νιότη τους καί θά μποροῦσαν νά ἐπαυξήσουν τήν περιουσία τους. Ὄχι μόνο δέν παρέμειναν πλούσιοι, ἀλλά ἐξέπεσαν στήν ἔσχατη φτώχεια, παραιτηθέντες ἀπό τό δικαίωμα τῆς ἰδιοκτησίας. Γιατί παραιτήθηκαν; Ἐπειδή ἔτρεμαν τόν Θεό; Προφανῶς ὄχι. Τόν Θεό τόν ἀγαποῦσαν καί «ἡ ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον» (Α´ Ἰω 4,18). Γι’ αὐτό καί δέν φοβοῦνταν τούς κοσμικούς ἄρχοντες. Ἀπειλήθηκαν, διώχθηκαν ἤ ἐξορίστηκαν. Παρέμειναν ἄκαμπτοι. Ὅλος τους ὁ βίος μία διαρκής στηλίτευση τῆς ἀπληστίας τῶν πλουσίων καί προάσπιση τῶν φτωχῶν καί καταφρονεμένων. Παραθέτουμε χαρακτηριστικά ἀποσπάσματα ἀπό ὁμιλίες τους:
«Ὥς πότε θά ’ναι παντοδύναμο τό χρυσάφι, τῶν ψυχῶν ἡ ἀγχόνη, τῆς ἁμαρτίας τό δόλωμα; Ὥς πότε θά κυβερνάει ὁ πλοῦτος, ἡ αἰτία τοῦ πολέμου, γιά τόν ὁποῖο κατασκευάζονται ὅπλα, γιά τόν ὁποῖο ἀκονίζονται ξίφη; Ἐξαιτίας τοῦ πλούτου συγγενεῖς λησμονοῦν τούς φυσικούς δεσμούς τῆς συγγένειας, ἀκόμη καί ἀδελφοί ἀλληλοϋποβλέπονται μέ φονικές διαθέσεις. Χάριν τοῦ πλούτου οἱ ἐρημιές τρέφουν τούς ληστές, ἡ θάλασσα τούς πειρατές καί οἱ πόλεις τούς συκοφάντες. Ποιός εἶναι ὁ πατέρας τῆς ψευτιᾶς; Ποιός ὁ δημιουργός τῆς πλαστογραφίας; Ποιός ὁ γεννήτορας τῆς ἐπιορκίας; Δέν εἶναι ὁ πλοῦτος, δέν εἶναι ἡ ἀγωνιώδης μέριμνα γιά τήν ἀπόκτησή του;... Ἄν θέλεις νά εἶσαι τέλειος, πούλησε τά ὑπάρχοντά σου καί μοίρασε τά χρήματα στούς φτωχούς» (Μ. Βασιλείου, Πρὸς πλουτοῦντας).
«Ὅταν οἱ κάτοχοι (τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν) πλεονεκτοῦν καί ἁρπάζουν, θά τούς ἀποκαλέσουμε ἀγαθούς;... Εἶναι ὀλέθριο τό πάθος τῆς πλουτομανίας καί δέν εἶναι μέ κανένα τρόπο δυνατό νά πλουτεῖ κάποιος χωρίς νά ἀδικεῖ... Τί, λοιπόν, θά ἀντείπει κάποιος, μέ ἄδικα μέσα θά πλουτίσει ἄν κληρονομήσει τόν πλοῦτο τοῦ πατέρα του; Τά προϊόντα τῆς ἀδικίας κληρονόμησε. Διότι δέν ἦταν βέβαια πλούσιος ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ἀδάμ ὁ πρόγονός του» (Ἰω. Χρυσοστόμου, Ὁ πλοῦτος καρπὸς πλεονεξίας καὶ ἁρπαγῆς).
Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, τούς ὁποίους σήμερα προκλητικά περιφρονοῦμε στόν χῶρο τῆς ὑποβαθμισμένης κάκιστης ἐκπαίδευσής μας, δέν μᾶς προκαλοῦν μόνο λόγῳ τοῦ εὔρους τῶν γνώσεών τους. Μᾶς προκαλοῦν λόγῳ τῆς ὑπέρβασης ὅλων ἐκείνων πού θεωροῦμε σημαντικά -πλοῦτο, τιμές, ἀξιώματα, ἡδονές- καί παθιαζόμαστε γιά τήν ἀπόκτησή τους. Αὐτοί καί ὅλο τό νέφος τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μαρτυροῦν κατά τρόπο ἀναμφισβήτητο ὅτι ὁ Χριστός δέν εὐαγγελίστηκε οὐτοπία. Ἐμεῖς εἴμαστε τιποτένιοι. Καί ὅσο εἴμαστε τιποτένιοι, τόσο θά αἰσθανόμαστε τήν ὀδύνη νά ἐπιβιώνουμε σέ κοινωνία ἀπό τήν ὁποία ἔχουν φυγαδευτεῖ τά ὁράματα καί τά ἰδανικά. Αὐτά εἶναι οἱ οὐτοπίες, μέ τίς ὁποῖες δημαγωγοί ἤ φαντασι- όπληκτοι πλημμύρισαν τίς μεταχριστιανικές κοινωνίες, πού ἔχουν πραγματοποιήσει τή μεταφυσική ἐξέγερση. Οἱ λαοί πού ἀρνοῦνται νά ὑποταγοῦν στό θέλημα τοῦ Θεοῦ θά κυβερνοῦνται ἀπό τυράννους καί θά καυχῶνται γιά τήν ἐλευθερία τους, δοῦλοι ὄντες σέ πάθη ἀτιμίας.
Ἀπ. Παπαδημητρίου
Ἀπολύτρωσις 71 (2016) 10-11
Τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ μᾶς ἀξιώνει νά γιορτάσουμε μία ἀκόμη Πρωτοχρονιά στήν ζωή μας. Ἕνας χρόνος φεύγει καί ἕνας καινούργιος ἀνατέλλει. Στό μεταίχμιο αὐτῆς τῆς ἀλλαγῆς, ταξιδιῶτες ἐμεῖς στό express τῶν καιρῶν καί τῶν χρόνων, ἐπιβάλλεται νά κάνουμε μέ τόν ἑαυτό μας ἕναν ἀπολογισμό. Πῶς ἀξιοποιήσαμε τό ἔτος πού ἀφήσαμε πίσω μας; Πολλαπλασιάσαμε τό τάλαντο πού μᾶς δόθηκε; Τά ἔργα μας τί μαρτυροῦν; Ἐργασθήκαμε μέ ζῆλο γιά τόν πνευματικό μας καταρτισμό ἤ παραδοθήκαμε στίς μέριμνες καί στά θέλγητρα τοῦ κόσμου τούτου; Διότι αὐτό εἶναι τό κρίσιμο ἐρώτημα. Ὁ Κύριος μᾶς χαρίζει τόν χρόνο γιά τόν ἁγιασμό μας. Τό πρώτιστο, λοιπόν, χρέος μας εἶναι νά ἀξιοποιοῦμε τό δῶρο αὐτό τῆς ἀγάπης Του μέ συνέπεια.
Ὡστόσο τώρα, στήν ἀρχή τῆς καινούργιας χρονιᾶς, ἀπαιτεῖται ὄχι μόνον ἀπολογισμός γιά ὅσα ἔγιναν ἤ ὄχι, ἀλλά καί στέρεη ἀπόφαση γιά ἀνανέωση τῆς προσπάθειάς μας. Παραλείψαμε πολλά. Πολλές φορές συμβιβασθήκαμε μέ τόν παλαιό ἄνθρωπο πού κουβαλᾶμε μέσα μας. Ὁ πνευματικός μας ἀγώνας ἦταν ὄχι σπάνια ἀσθενικός. Ὅμως ὁ πανάγαθος Θεός ἀνοίγει μπροστά μας ἕνα νέο ὁρίζοντα. Τίποτε τό θετικό δέν χάθηκε καί τίποτε δέν τελείωσε ὁριστικά. Ἀκόμη κι ἄν ὁ ἀπολογισμός μας ἔχει τελικά ἀρνητικό πρόσημο, μᾶς χαρίζεται μιά καινούργια εὐκαιρία. Ἀνανέωση λοιπόν. Ἀνανέωση παντοῦ. Καί ἰδίως ἀνανέωση σέ τρεῖς κρίσιμες πτυχές τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς: στήν μετάνοιά μας, στήν σχέση μας μέ τήν προσευχή καί τήν λατρεία καί στήν σχέση μας μέ τήν ἁγία Γραφή.
Ὁ πρῶτος στόχος, ἡ ἀνανέωση τῆς μετάνοιάς μας, εἶναι κομβικῆς σημασίας. Μετάνοια θά πεῖ ἀλλαγή νοῦ, δηλαδή φρονήματος, τρόπου σκέψης. Ἡ ἁμαρτία μᾶς σπιλώνει καθημερινά. Ὁ μισάνθρωπος διάβολος ἐπιδιώκει νά μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τόν Κύριο μέ κάθε τρόπο. Τό πιό ἐπικίνδυνο πού μπορεῖ νά συμβεῖ στήν πάλη μας αὐτή δέν εἶναι τόσο τό νά ἁμαρτήσουμε, ὅσο τό νά ἀλλοιωθεῖ τό φρόνημά μας. Νά ἀρχίσουμε νά ἀμνηστεύουμε ἤ ἔστω νά ἀμελοῦμε γιά τίς πτώσεις μας. Καί εἶναι πολύ ἐπικίνδυνη αὐτή ἡ ἐξέλιξη διότι, ἄν δέν προσέξουμε, δέν θά ὑπάρχει πλέον γιά μᾶς δρόμος ἐπιστροφῆς. Ἡ ἁμαρτία θά γίνει καθεστώς. Καί ἐδῶ εἶναι σημαντικό νά τονισθεῖ αὐτό πού ὑπογραμμίζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ὅτι αὐτή ἡ κατάσταση ἔχει τήν ἀρχή της στόν τρόπο πού ἀντιμετωπίζουμε τίς δῆθεν μικρές ἁμαρτίες. Λέμε «καί τί πειράζει αὐτό;» καί τίς δικαιολογοῦμε. Ἔτσι ὅμως οἰκοδομοῦμε τήν φυλακή μας μέ τά ἴδια μας τά χέρια. Χρειάζεται, λοιπόν, νά ἀνανεώνουμε τήν μετάνοιά μας μέ ζῆλο.
Τήν ἴδια βαρύτητα πρέπει νά δείξουμε καί στό ζήτημα τῆς προσευχῆς καί τῆς λατρείας. Ὁ χριστιανός εἶναι πάντοτε προσευχόμενος. Μέ τήν προσευχή του μιλάει, ὑμνεῖ καί συναναστρέφεται μέ τόν ἅγιο Θεό. Ἄς κάνουμε ὅμως ἕναν ἔλεγχο: Ἔχει βάθος ἡ προσευχή μας; Ἀγγίζει τήν καρδιά μας; Προέρχεται ἀπό καρδιά καθαρή; Ἤ εἶναι μιά ἐξωτερική ἐκδήλωση, τελετές καί λόγια κενά περιεχομένου; Ἄς διαβάσουμε καί πάλι μέ ἐπίγνωση τό πρῶτο κεφάλαιο τοῦ προφήτη Ἠσαΐα· «τίς νουμηνίες καί τίς γιορτές σας τίς μισεῖ ἡ ψυχή μου… Ὅταν ἁπλώσετε τά χέρια σας σέ μένα, θά ἀποστρέψω τά μάτια μου ἀπό σᾶς, καί ἄν πληθύνετε τήν δέησή σας, δέν θά σᾶς εἰσακούσω· διότι τά χέρια σας εἶναι γεμάτα αἷμα. Λουσθεῖτε καί καθαρισθεῖτε, ξεπλύνετε τίς ψυχές σας ἀπό τίς πονηρίες σας ἀπέναντι στά μάτια μου, καί πάψτε τά πονηρά σας ἔργα» (1,14-16). Δηλαδή, ὁ Κύριος ἀποστρέφεται τήν λατρεία πού τοῦ προσφέρεται ἀπό ἀκάθαρτα χέρια. Καί ἀλλοῦ· «Καί εἶπε ὁ Κύριος· Ὁ λαός αὐτός μέ πλησιάζει μέ τό στόμα του καί μέ τιμοῦν μέ τά χείλη τους, ἐνῶ ἡ καρδιά τους ἀπέχει πολύ ἀπό μένα» (Ἠσ 29,13). Τά χωρία αὐτά μᾶς ζυγίζουν. Ὑποδεικνύουν ποῦ πάσχουμε. Ὅπως ἐπίσης ὑποδεικνύουν καί τόν δρόμο τῆς διόρθωσης καί τῆς ἀνανέωσης.
Τρίτος ἐξίσου σημαντικός στόχος εἶναι ἡ ἀνανέωση τῆς σχέσης μας μέ τήν ἁγία Γραφή. Ἄν μέ τήν προσευχή ἀπευ- θυνόμαστε καί μιλοῦμε στόν Θεό σάν παιδιά του, μέ τήν Βίβλο μιλάει ἐκεῖνος σέ μᾶς σάν πατέρας. Ἡ ἁγία Γραφή εἶναι ὁ λόγος του, εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ ἁγίου θελήματός του. Καί δέν ὑπάρχει ἰσχυρότερος καί ἀσφαλέστερος τρόπος νά συνδεθοῦμε μέ τόν Κύριο ἀπό τήν μελέτη της. Αὐτός πού μέ πόθο μελετᾶ τήν Βίβλο «ἡμέρας καὶ νυκτός» μοιάζει, λέει ὁ θεόπνευστος ψαλμωδός, μέ τό δέντρο πού εἶναι φυτευμένο «παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων» (Ψα 1,3) καί τό ὁποῖο στόν κατάλληλο καιρό θά καρποφορήσει. Οἱ ἄλλοι, ὅσοι ἀδιαφοροῦν γι’ αὐτό τό ὑπέροχο δῶρο τοῦ Θεοῦ ἤ τό ἀντικαθιστοῦν μέ «ἐντάλματα ἀνθρώπων καὶ διδασκαλίας» (Ἠσ 29,13), εἶναι ἀσεβεῖς, εἶναι σάν τό χνούδι πού τό «ἐκρίπτει ὁ ἄνεμος ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς» (Ψα 1,4). Καί πάλι ὁ ἅγιος Χρυσόστομος τονίζει ὅτι ὅλα τά κακά προέρχονται ἀπό τήν ἄγνοια τῶν Γραφῶν. Τί θέση λοιπόν ἔχει ἡ Βίβλος στήν ζωή μας; Διαβάζουμε καθημερινά πλῆθος κειμένων μέ ποικίλες πληροφορίες. Βρίσκουμε χρόνο νά ἐγκύψουμε καί στό βιβλίο τῆς ζωῆς; Ἤ μᾶλλον εἶναι ἡ ἁγία Γραφή τό κέντρο καί ὁ ἄξονας τῆς ζωῆς μας;
Νά λοιπόν τρία θέματα πού ἀπαιτοῦν τήν προσοχή μας καί τήν ὁλόψυχη μέριμνά μας. Γιά νά ἔχουμε καί τήν καινούργια χρονιά καί σέ ὅλη μας τήν ζωή τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.
Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας
Ἀπολύτρωσις 71 (2016) 4-5
Στήν ἀρχή τοῦ ἔτους, 6 Ἰανουαρίου, δεσπόζει ἡ δεσποτική ἑορτή τῶν Θεοφανίων. Ἡ σπουδαιότητά της εἶναι ἐξαιρετικά μεγάλη. Σύμφωνα μέ ἱστορικές μαρτυρίες, ἀποτελεῖ μετά τό Πάσχα τήν ἀρχαιότερη χριστιανική ἑορτή. Ἡ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ἀποδίδει τό μεγαλεῖο τοῦ γεγονότος μέ ὑψηλούς συμβολισμούς σέ κάθε λεπτομέρεια τῆς εἰκόνας.
Τό κυρίαρχο φυσικό στοιχεῖο στήν εἰκόνα εἶναι ἀναμφίβολα τό νερό: ὁ Ἰορδάνης ποταμός μέ τούς κυματισμούς του, ἴσως καί λίγα ψάρια.
Σέ κάποιες ἁγιογραφίες ὁ βαπτιζόμενος Κύριος πατᾶ ἐπάνω σέ δύο πλάκες κι ἀπό κάτω διακρίνονται φίδια. Ἡ στάση του αὐτή σέ συνδυασμό μέ τά βραχώδη ὄρη δεξιά καί ἀριστερά συμβολίζει τήν προκάθοδο τοῦ Κυρίου στόν Ἅδη, σ’ ἕνα σκοτεινό σπήλαιο, σ’ ἕναν ὑγρό τάφο ὅπου Τόν βλέπουμε Νικητή νά συντρίβει «τὰς κεφαλὰς τῶν δρακόντων». Τό νερό ἀλλάζει πιά σημασία καί ἀπό πηγή θανάτου τοῦ παλαιοδιαθηκικοῦ κατακλυσμοῦ μεταβάλλεται τώρα μέ τή Βάπτιση τοῦ Κυρίου σέ πηγή ζωῆς, γίνεται ἁγιασμός.
Ἡ μορφή τοῦ Κυρίου κυριαρχεῖ στό κέντρο τῆς εἰκόνας. Τόν βλέπουμε ὄρθιο πάνω ἀπό τά νερά τοῦ ποταμοῦ. Σπάνια κάποια κύματα φαίνεται νά ἀγγίζουν τό σῶμα του, πού εἰκονίζεται μέ τό ἕνα πόδι μπροστά. Αὐτός ὁ ἀπεικονιζόμενος βηματισμός κρύβει μέσα του βαθειά θεολογία. Ὁ Κύριος περπατᾶ, βαδίζει ἑκούσια πρός τή Βάπτιση. Ὁ ἁγιογράφος ἀποδίδει μ’ αὐτή τήν κίνηση τήν ὑπέρτατη πρωτοβουλία τοῦ Χριστοῦ μας, ἀλλά καί τό πόσο ἐπείγεται νά ἁγιάσει τά ὕδατα καί τελικά τόν ἄνθρωπο. Μέ τό ἕνα χέρι ἤ κάποτε καί μέ τά δύο εὐλογεῖ τά νερά τοῦ ποταμοῦ. Ὁ Κύριος εἰσέρχεται στόν Ἰορδάνη γυμνός, μειώνοντας ἀκόμη περισσότερο τή δόξα Του. Ὁ ἴδιος ντύνεται τήν ἀδαμική γυμνότητα γιά νά χαρίσει στόν ἄνθρωπο ἔνδυμα αἰώνιας δόξας.
Πάνω ἀπό τόν Χριστό διακρίνουμε τό ἅγιο Πνεῦμα «ἐν εἴδει περιστερᾶς». Τό περιστέρι συνήθως βρίσκεται μέσα σ’ ἕνα φωτεινό κύκλο περιγεγραμμένο ὁλόγυρα ἀπό τέσσερις ἀκτίνες. Ἡ μεγαλύτερη ξεκινᾶ ἀπό τόν οὐρανό καί καταλήγει στή σκυμμένη κεφαλή τοῦ Κυρίου. Στόν οὐρανό ὑπάρχει ἕνα φωτεινό ἡμικύκλιο πού συμβολίζει τό ἄνοιγμα τῶν οὐρανῶν καί ἐνίοτε ἁγιογραφεῖται ἕνα χέρι νά εὐλογεῖ, προκειμένου νά σημανθεῖ ἡ παρουσία τοῦ Πατρός. Κατά τή Βάπτιση τοῦ Ἰησοῦ ἀκούστηκε ξεκάθαρα ἡ φωνή του· «οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Μθ 3,17).
Στά ἀριστερά τοῦ Κυρίου ξεχωρίζει ἡ ἀσκητικότατη μορφή τοῦ Προδρόμου. Ὑποκλίνεται μέ σεβασμό ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Τό πρόσωπό του εἶναι λιπόσαρκο καί μελαμψό γιά νά ἀποδοθεῖ ὁ καύσωνας τῆς ἐρήμου. Ὑψώνει συνήθως τό κεφάλι πρός τά ἐπάνω καί βλέπει τό περιστέρι. Βλέπει ὅσα βλέπουν οἱ ἄνθρωποι πού εἶναι συγκεντρωμένοι στόν ποταμό ἀλλά καί ὅσα δέν βλέπουν. Ἔχει ἁπλωμένο τό δεξί του χέρι στήν κεφαλή τοῦ Κυρίου. Στό πρόσωπό του ἀπεικονίζεται τό δέος, ὁ τρόμος γιά τή χειροθέτηση τοῦ Δεσπότη. Εἶναι ὁ μάρτυρας τῆς ὑποταγῆς, τῆς κενώσεως τοῦ Κυρίου. Τό ἄλλο χέρι ἀνοιχτό δηλώνει ἀποδοχή καί ταυτόχρονα ἡ ἀνοιχτή παλάμη ὑποδηλώνει στάση δέησης. Τά πόδια του εἶναι ἀνοιχτά, βρίσκεται σέ κίνηση. Ὁ Ἅγιος ἔχει στάση πορευομένου, ἀποστελλόμενος στή διακονία τῆς Βάπτισης. Κάτω ἀριστερά στά κλαδιά ἑνός μικροῦ δέντρου εἶναι σφηνωμένη μία ἀξίνα. Αὐτή παραπέμπει στό ἐλεγκτικό κήρυγμα τοῦ βαπτιστῆ: Ἄν τό δένδρο δέ δώσει καρπό, θά κοπεῖ.
Τό δέος λόγῳ τῆς ἄκρας ταπείνωσης τοῦ Κυρίου ἀποτυπώνεται καί στή φύση. Δεξιά καί ἀριστερά ὑψώνονται τά γνωστά βραχώδη ὄρη, ἀνώμαλα καί ἀνισόπεδα. Ἔχουν ὡστόσο μία ἐλαφρά κλίση. Ὑποκλίνονται κι αὐτά στό μεγαλεῖο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πού κατέρχεται τήν κλίμακα τῆς ταπεινώσεως γιά νά σώσει τόν Ἀδάμ.
Στά δεξιά ἀπεικονίζονται κατά κανόνα τέσσερις ἄγγελοι εὐλαβικοί σέ στάση δέησης, πρόθυμοι γιά ἐξυπηρέτηση μέ τά ἱμάτια νά καλύπτουν τά χέρια τους. Εἶναι λειτουργικά πνεύματα, ἀλλά δέν ἔχουν κάποια διακονία, γι’ αὐτό καί τά πόδια τους εἶναι κλειστά σέ ἀντιπαράθεση μέ τόν Ἰωάννη τόν Βαπτιστή πού ἐπιτελεῖ συγκεκριμένη ὑπηρεσία. Περιμένουν νά παραλάβουν τό βαπτισμένο σῶμα τοῦ Κυρίου.
Ἡ εἰκόνα τῆς Βάπτισης μπορεῖ νά σταθεῖ ἐφαλτήριο γιά κάθε πιστό πού θά τήν ἀτενίσει προσεκτικά καί μέ εὐλάβεια. Ξεχειλίζει ἀπό εὐγνωμοσύνη ἡ ψυχή μπροστά στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πού προχωρᾶ, εἰσέρχεται στόν ποταμό σάν ἄνθρωπος ἁπλός, μικραίνει, σκύβει, ταπεινώνεται. Ἐπείγεται νά βαπτιστεῖ, κάνει τά πάντα γιά νά μέ συναντήσει ἐκεῖ στά σκοτεινά βάθη τοῦ Ἅδη πού μέ ἔρριξε ἡ πολλή μου ἁμαρτία· γιά νά μέ λούσει, νά μέ ἁγιάσει, νά μέ φωτίσει, νά μέ ἀναβαπτίσει.
Ἀγγελική Τσιραμπίδου
Φιλόλογος
Ἀπολύτρωσις 71 (2016) 6-7
Τί κρίμα! Μέσα στόν ἀνεμοστρόβιλο τῶν παγκόσμιων ἐξελίξεων κι ἐνῶ ὁ κόσμος χάνεται κάτω ἀπό τά πόδια μας, ἡ ἑλληνική Βουλή ψήφισε νόμο γιά τήν ἐπέκταση τοῦ συμφώνου συμβίωσης καί στά ὁμόφυλα ζευγάρια, κατοχυρώνοντας μάλιστα ὅλα τά δικαιώματα πού ἔχουν ὅσοι συνάπτουν γάμο (κληρονομικά, φορολογικά, δημοσιοϋπαλληλικοῦ δικαίου, προσεχῶς καί υἱοθεσία [;]).
Καταρχάς, ὁ νόμος εἶναι ἀντισυνταγματικός, ἀφοῦ ἀντιτίθεται στό ἄρθρο 21 § 1 τοῦ Συντάγματος, τό ὁποῖο διαλαμβάνει: «Ἡ οἰκογένεια, ὡς θεμέλιο τῆς συντήρησης καί προαγωγῆς τοῦ Ἔθνους, καθώς καί ὁ γάμος, ἡ μητρότητα καί ἡ παιδική ἡλικία τελοῦν ὑπό τήν προστασία τοῦ κράτους». Πῶς συνταιριάζονται αὐτές οἱ ἀν- τινομίες καί πῶς τά παρά φύσιν νομιμοποιοῦνται, εἶναι καί αὐτό σημεῖο τῶν καιρῶν, γιά τό ὁποῖο ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς εἶχε εἰδοποιήσει• «ὅτι ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί• ἔσονται γὰρ οἱ ἄνθρωποι φίλαυτοι, φιλάργυροι, ἀλαζόνες, ...διάβολοι, ἀκρατεῖς, ἀνήμεροι,... προπετεῖς, τετυφωμένοι, φιλήδονοι μᾶλλον ἢ φιλόθεοι» (Β΄ Τι 3,1-4).
Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ πανανθρώπινη συνείδηση ἀνά τούς αἰῶνες γνωρίζει ὡς φυσιολογική σεξουαλική συμπεριφορά τίς σχέσεις ἀνάμεσα στόν ἄνδρα καί τή γυναίκα, στό «ἄρσεν καὶ τὸ θῆλυ». Αὐτή εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φυσιολογία καί ὀντολογία, ἔτσι ὅρισε ὁ Δημιουργός μας. Καθετί ἄλλο συνιστᾶ ἐκτροπή στό «παρά φύσιν», θωπεία αἰσχρῶν καί ἀτίμων παθῶν, παράβαση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ• «βδέλυγμα γάρ ἐστι» (Λε 18,22• 20,13).
Βεβαίως ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σέβεται τήν προσωπική καί ἰδιωτική ζωή κάθε προσώπου. Ἐπιπλέον, πρέπει νά τονισθεῖ ὅτι ἡ Ἐκκλησία πολεμᾶ τήν ἁμαρτία, ὄχι ὅμως τόν ἁμαρτωλό, ὅπως ὁ γιατρός πολεμᾶ τήν ἀρρώστια, ὄχι ὅμως τόν ἄρρωστο, τόν ὁποῖο φροντίζει καί περιθάλπει. Ἐκείνη, πού εἶναι τό ἰατρεῖο τῶν ψυχικῶν καί σωματικῶν παθῶν, ἀποστρέφεται τήν ὁμοφυλοφιλία καί ὄχι τόν ὁμοφυλόφιλο. Τόν θεωρεῖ πλάσμα τοῦ Θεοῦ, πού χρειάζεται βοήθεια καί ψυχική θεραπεία• καί εἶναι ἕτοιμη νά τοῦ τήν προσφέρει.
Γιά τήν ἀπενοχοποίηση τοῦ πάθους κάποιοι ἰσχυρίζονται ὅτι οἱ ὁμοφυλοφιλικές τάσεις εἶναι γενετικά προκαθορισμένες. Ἐπιστημονικές ὅμως ἔρευνες ἀποδεικνύουν ὅτι «μέχρι σήμερα δέν ἔχει βρεθεῖ τό γονίδιο τῆς ὁμοφυλοφιλίας» (Bertrand Vergely). Ὁ ψυχίατρος καί ψυχαναλυτής J.P. Mensior δηλώνει: «Ἡ θεραπευτική μου ἐμπειρία μέ ἐξουσιοδοτεῖ νά βεβαιώσω ὅτι ἡ ὁμοφυλοφιλία ἔχει πάντοτε προέλευση ψυχολογική... καί ὄχι γενετική. Τό ἀποδεικνύει μαζικά ἡ κλινική παρατήρηση». Τίς περιβαλλοντικές, κοινωνικές καί προσωπικές ἐπιρροές, πού εὐθύνονται γιά τόν προσανατολισμό αὐτό, ἐκμεταλλεύονται μετ’ ἐπιστήμης οἱ ἐπιτήδειοι καί μέ κάθε τρόπο, ἰδιαιτέρως μάλιστα μέ τίς τόσες τηλεοπτικές σειρές, προωθοῦν τή διάδοση «τοῦ χαλεποῦ καὶ ἀνιάτου νοσήματος», τοῦ «λοιμοῦ τοῦ πάντων λοιμῶν χαλεπωτέρου», ὅπως χαρακτηρίζει τό πάθος ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Γιά νά ἐξοικειωθοῦν μάλιστα ἀκόμη καί τά παιδιά μέ τήν «ἀλλόκοτον λύσσαν» καί νά «σαπίσουν» ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων, ἔχουν ἐπινοηθεῖ κατευθυνόμενα ἐκπαιδευτικά προγράμματα μέ «ὁμοπαραμύθια» καί πρωταγωνιστές ὁμοφυλόφιλους χαρακτῆρες. Γι’ αὐτό χρειάζεται ἐπαυξημένη ἐπαγρύπνηση ἀπό τούς γονεῖς. «Ἡ συνήθεια αὐτοῦ τοῦ ἐλαττώματος ἀποκτᾶται εὔκολα, καί, ἐάν ἀποκτηθεῖ, δύσκολα θεραπεύεται», τονίζει διακεκριμένος ψυχίατρος.
Ἀδιαμφισβήτητα, μέ τόν ἐν λόγῳ νόμο ἡ οἰκογένεια, πού ἀποτελεῖ τό κύτταρο τῆς κοινωνίας καί δημιουργεῖται μόνο μέ τή συνάφεια ἀνδρός καί γυναικός δέχεται βόμβα στά θεμέλιά της. Ἀλλά καί γιά τήν πατρίδα μας, ἡ ὁποία ἀφανίζεται ἀπό τή δημογραφική συρρίκνωση καί μαστίζεται ἀπό τίς 150.000-200.000 ἐκτρώσεις ἐτησίως, τό λεγόμενο «σύμφωνο συμβίωσης» συνιστᾶ συμφωνία καί ἐρωτοτροπία μέ τόν «κατ’ ἄμφω» θάνατο. Καί καθώς κατρακυλοῦμε «στοῦ Κακοῦ τή σκάλα» καί ἀντιγράφουμε τίς διαστροφές τῶν ἑταίρων, δέν εἶναι ἀπίθανο νά δοῦμε σέ λίγο τή θεσμοθέτηση τῆς παιδοφιλίας (πρβλ. Ὀλλανδία) καί τῆς κτηνοβασίας (πρβλ. Γερμανία) ἀπό φόβο μήπως θεωρηθοῦμε λιγότερο Εὐρωπαῖοι*.
Ἄς μή μᾶς διαφεύγει, ὅμως, ὅτι γιά τέτοια παράβαση τιμωρήθηκαν παραδειγματικά οἱ δύο ἁμαρτωλές πόλεις, τά Σόδομα καί ἡ Γόμορρα. Ἔβρεξε θειάφι καί φωτιά ἀπό τόν οὐρανό καί κατέστρεψε τά πάντα (βλ. Γέ 19,24-25• πρβλ. Λκ 17,29). Ἡ Νεκρά Θάλασσα καλύπτει μέχρι καί σήμερα τήν περιοχή ἐκείνη• οὔτε φυτό φυτρώνει στίς ὄχθες της οὔτε ζῶο ζῆ μέσα της οὔτε πουλί πετάει ἐπάνω της. Ζηλώσαμε προφανῶς τή «δόξα» τῶν Σοδόμων καί τῆς Γομόρρας καί νομοθετοῦμε τέτοιους νόμους; Τί παράνοια μᾶς ἔπιασε! «Φοβερὸν τὸ ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος» (Ἑβ 10,31).
Κι ἄν αὔριο -κρίμασι οἷς οἶδε Κύριος- ἔχουμε νά ἀντιμετωπίσουμε μία ἀντίθεη καί ἀντίχριστη ἐξουσία, πού θά νομοθετεῖ -ὑπακούοντας στά κελεύσματα τῆς Νέας Ἐποχῆς-, κατά τοῦ Εὐαγγελίου, καί στήν περίπτωση αὐτή οἱ δικές μας ἐπιλογές ὀφείλουν νά εἶναι τέτοιες, ὥστε νά καθιστοῦν ἄχρηστους τούς ἀνίερους καί βδελυρούς νόμους, οἱ ὁποῖοι ἐκπορεύονται ἀπό σκοτεινά κέντρα καί τορπιλίζουν τήν ὑπόσταση τοῦ ἔθνους μας. Ὅσοι βαπτίσθηκαν στό «ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», ὅσοι ἐξομολογοῦνται καί κοινωνοῦν Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, ὅσοι εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας οὔτε θεσπίζουν ἀνήκουστους νόμους οὔτε ἔχουν βοσκηματώδεις ἐπιλογές, τίς ὁποῖες ἀκόμα κι αὐτά τά ἄλογα ζῶα ἀπεχθάνονται. Ἄς μήν τρέφουμε αὐταπάτες. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ κατηγορηματικά μᾶς προειδοποιεῖ: «Μὴ πλανᾶσθε• οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτραι οὔτε μοιχοὶ οὔτε μαλακοὶ οὔτε ἀρσενοκοῖται οὔτε πλεονέκται οὔτε κλέπται οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδοροι, οὐχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι» (Α΄ Κο 6,9).
Εὐδοξία Αὐγουστίνου
Φιλόλογος -Θεολόγος
"Ἀπολύτρωσις¨, Ἰανουάρ. 2016