Χαλάλι της πατρίδος, μια φορά κανείς πεθαίνει!

   -Σαν νυχτώσει, μην αποκοιμηθείς, έχουμε μια μεγάλη δουλειά εσύ κι εγώ. Α, μην το ξεχάσω, κι ως που να έρθω, σου έχω επάνω στο σοφρά καθαρή, μοσχοβολιστή, την καλή…

Γιά μιά στάμνα τάλαρα

Στά δεκατέσσερά σου δέν λέγεσαι ἄντρας μά δέ λογιέσαι πιά καί γιά παιδί. Αὐτό τό ἤξερε καλά ὁ Μῆτρος τῆς Πανάγαινας μά ὅλο μπερδευότανε, γιατί γιά ἄλλα πράγματα τόν ἔλεγαν…

Ἡ τιμή στή μητέρα

Ἄκουγε τή βροχή πού ἔπεφτε ἡ Χριστίνα καί χαμογέλασε μέ εὐγνωμοσύνη. Σηκώθηκε τό πρωί κι ἔβαλε πλυντήριο. Σέ λίγο τελείωνε καί ὕ­στε­ρα....  Ἄς βρέχει ὅσο θέλει, τό στεγνωτήριο τῆς ἔλυσε…

Μέρα πού ξημερώνει

Γέλια, χαρές, φωνές... καί κείνη ἡ τρομπέτα πού πέρσι τέτοιο καιρό τούς ἀγόρασε νά ἀκούγεται στή διαπασῶν...Ἔβαλε τά χέρια στά αὐτιά του ὁ Μη­νᾶς καί ξέσπασε σέ κλάματα. Στεκόταν σάν…

'Ανάβω θυμιατήρι

Τό καταπράσινο λιβάδι ἦταν γεμάτο κόκκινες παπαροῦνες καί ἡ γέρικη ἐλιά πού ἦταν καταμεσίς του ἔμοιαζε γονατισμένη μπροστά σ᾽ αὐτό τό πανέμορφο χαλί πού ἔστρωσε ὁ Θεός στά πόδια της.…

Ἀπό τήν αὐλή τῆς ἐκκλησιᾶς στήν ἀγκαλιά της

Ἡ αὐλή τῆς ἐκκλησιᾶς ἔσφυζε πάλι ἀπό ζωή. Δέν ἦταν μόνο τό μεγάλωμα τῆς μέρας πού ἔφερε τόσα πολλά παιδιά στήν αὐλή τοῦ Ἁη-Γιώργη, ἦταν κι οἱ ὄμορφες ἀνοιξιάτικες μέρες…

Ἡ φωτιά τῆς ἐκδίκησης

Δέν ἦταν ἁπλά φωτιά αὐτό πού ἔκαιγε μέσα του. Ἦταν καμίνι πού φλόγιζε τόν νοῦ καί τήν καρδιά του. Ἦταν μαχαίρι πού ξέσκιζε τά σωθικά του. Ἀπό τήν Κυριακή τῆς…

Ἡ ἀλλαγή τῆς χρονιᾶς

   Οὔτε τά «Σαράντα» δέν εἶχαν κάνει ἀ­κόμα στή γιαγιά τήν Τριανταφυλλιά καί τό μικρό διαμερισματάκι της τό εἶχαν βγάλει οἱ κληρονόμοι κιόλας στό σφυρί. Ἔμπαιναν καί ἔβγαιναν οἱ ἀγοραστές,…

Μιά ζεστή ἀγκαλιά

Περπατοῦσε καί κλωτσοῦσε ὅ,τι ἔ­βρισκε στόν δρόμο του ὁ Ἄρης. Ἕνα τενεκεδάκι, ἕνα μικρό σκουπιδοτενεκέ πού ἦταν στήν ἄκρη τοῦ δρόμου, μία πέτρα πού τόν ἔκανε νά βρίσει ἀπό τόν…

Ἐπίσκεψη Θεοῦ

  Κάθε φορά πού τύχαινε νά συναντηθοῦν ὁ γερο-Ἰάκωβος κι ὁ Ἀλέξης, ὅ­λοι ἀποροῦσαν τί βρίσκανε νά ποῦν ἕνας ὀγδονταπεντάχρονος κι ἕνας εἰκοσιπεντάχρονος. Γνωρίστηκαν στήν ὀρθόδοξη ἐκ­κλησία τοῦ Λονδίνου ἕνα…

Θεός ἤ τύχη;

Ἄχ αὐτές οἱ φθινοπωρινές ἀνατολές! Μάγευαν τά μάτια του καί τήν ψυχή του! Ἐκεῖνα τά σκόρπια σύννεφα πού χρύσιζαν πάνω ἀπό τά βουνά, ἐκείνη ἡ ἀπότομη ἐμφάνιση τοῦ ἥλιου πού…

Πρωταπριλιά!

Ξύπνη­σε μέ ἕνα βά­ρος ὁ Ἀντρέας. Τό κόκκινο πανί πού ἀνέμιζε ἀπέναντί του μολύνοντας τόν ἀέρα ἔκανε τό βάρος ἀκόμα πιό ἀβάσταχτο. Πρώτη τοῦ Ἀπρίλη! Ἡ πληγωμένη λευτεριά! Ἡ προδομένη…