Τό εἶχε πεῖ καιρό πρίν, ὅταν θ᾽ ἀνθίσουν οἱ ἀμυγδαλιές θά φύγει. Ἔτσι καί ἔγινε. Εἶχαν ἀρχίσει μέρες τώρα νά χορεύουν οἱ λευκανθοί πέρα-δῶθε, μέσα στό κρύο. Ὅλα τά ἐνδεχόμενα ἦταν ἀνοιχτά μπροστά του. Αὐτός θά ἀποφάσιζε ἄν θά πήγαινε στίς θάλασσες τοῦ Νότου ἤ στά ἀπόκοσμα τοπία τοῦ Βορρᾶ.
Ὁ ἀγέρας πού σηκώθηκε ξαφνικά ἦταν τόσο δυνατός πού τά παρέσυρε ὅλα. Τά ἄνθη τῆς μυγδαλιᾶς ἐπέπλεαν τώρα πάνω στό παγωμένο ρυάκι λίγο πιό πέρα. Ἔτσι δέν ἦταν πάντα κι ἡ ζωή του παραδομένη στήν «ἱερή γεωμετρία τῆς τύχης»;... Ἄν τότε δέν ἔφευγα βιαστικά σάν κυνηγημένος μέσα στή νύχτα κάτω ἀπ᾽ τή λάμψη τοῦ φεγγαριοῦ. Ἄν εἶχα γυρίσει ἐκείνη τήν ἄνοιξη λίγο νωρίτερα, πρίν τήν αὐγή. Ἄν εἶχα διαλέξει τό ἄλλο μονοπάτι καί ὄχι ἐκεῖνο πού μ᾽ ἔβγαλε πάλι στά μέρη τοῦ χιονιοῦ. Ἄν εἶχα πάρει τό τρένο τῶν ἑπτά καί ὄχι τό καράβι τῶν δέκα. Ἄν εἶχα καθυστερήσει πέντε λεπτά καί δέν εἶχα γνωρίσει τόν ἄνθρωπο πού κάθισε δίπλα μου καί διέλυσε τή ζωή μου...
Καί ὅμως, αὐτό πού μοιάζει μέ τυχαιότητα εἶναι ἕνα μοναδικό γιά τόν καθένα μας ἐκκρεμές πού κινεῖται ἀνάμεσα σέ δύο ἄκρα. Τό ἕνα εἶναι ἡ προσωπική μας ἐλευθερία. Τό ἄλλο μιά ἀσύλληπτη μαθηματική ἀκρίβεια ἔξω ἀπό ἐμᾶς. Κι ἀνάμεσα σ᾽ αὐτά κινεῖται πέρα-δῶθε ἡ ζωή μας. Ἄλλοτε σάν ἕνα παιδί πού κάνει χαρούμενο κούνια. Ἄλλοτε σάν ἕνας ἀκροβάτης πού ἐκτελεῖ ἐπικίνδυνα νούμερα στό κενό. Κι ἄλλοτε σάν ἕνα καμπαναριό, σάν ἕνα παλιό ρολόι πού χτυπάει ἥσυχα, ρυθμικά τίς ὧρες πού περνοῦν φωνάζοντας «γρηγορεῖτε».
Σ᾽ αὐτό τό ἐκκρεμές δέν μπορῶ νά ἀκουμπήσω οὔτε κατ᾽ ἐλάχιστον τό ἄκρο πού εἶναι ἔξω ἀπό μένα. Κι ἄς λέγεται μέ στόμφο ὅτι οἱ μεγαλοφυεῖς μποροῦν νά προβλέψουν. Μπορῶ ὅμως σήμερα νά ἀλλάξω τά πάντα σ᾽ ἐκεῖνο πού μέ ἀφορᾶ. Ἡ προσωπική μου ἐλευθερία, οἱ ἐπιλογές μου, τά κριτήριά μου νά περνοῦν μέσα ἀπό μιά τριπλή ἱκεσία.
*«Γενηθήτω τὸ θέλημά Σου», γιατί τό δικό μου δέν μέ ἀγαπάει.
*«Μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν», γιατί, ὅταν μπαίνουν στή ζωή μου διλήμματα, διαλέγω συνήθως τό λάθος.
*«Γνώρισόν μοι ὁδὸν ἐν ᾗ πορεύσομαι», γιατί ἡ πυκνή ὁμίχλη μπροστά μου, κατά πώς φαίνεται, θά μέ ρίξει ξανά σέ ἄξενα μέρη.
Ὁ δρόμος μπροστά μου ἀνοιχτός γιά νά φύγω. Τά λευκολούλουδα ἐπέπλεαν ἀκόμα στό νερό. Πῶς τό εἶπε; «Οὔτε ἕνα φύλλο δέν πέφτει, ἄν δέν τό θέλει ὁ οὐράνιος Πατέρας ὅλων». Εἶχα πεῖ ὅτι θά φύγω μόλις πρωτοβγοῦν τά ἄνθη τῆς ἀμυγδαλιᾶς. Τώρα πού αὐτά εἶναι πεσμένα μές στό νερό εἶναι σημάδι ὅτι πρέπει νά φύγω ἤ ὅτι πρέπει νά μείνω. Κι ἄν φύγω ποῦ πρέπει νά πάω; Καί ποιό μονοπάτι νά πάρω αὐτή τή φορά;
Ἡ «ἱερή γεωμετρία τῆς τύχης» δέν ὑπάρχει. Ὑπάρχουν ὅμως τά ἀνώτερα μαθηματικά τοῦ Θεοῦ, πού σκεπάζουν καί κατευθύνουν ὅλες τίς κινήσεις μας, τούς πάντες καί τά πάντα. Ζοῦμε καί κινούμαστε καί ὑπάρχουμε μέσα σέ μία δέσμη φωτός, ζωῆς καί προστασίας: τή θεία Πρόνοια.
Τό ἐκκρεμές τοῦ καθενός κάποτε θά σταματήσει. Αὐτή μόνο τήν τελευταία κίνηση δέν θά τή δοῦμε ἐμεῖς, ἀλλά οἱ ἄλλοι γύρω μας. Ἐάν ὅμως μείνουμε μέχρι τό τέλος δικοί Του, οἱ ἄλλοι σ᾽ αὐτήν τήν τελευταία κίνηση τῆς ζωῆς μας δέν θά δοῦν παρά μόνο πόσο ἀνεξερεύνητα εἶναι τά κρίματα τοῦ Κυρίου καί ἀνεξιχνίαστοι οἱ δρόμοι Του γιά τή σωτηρία μας.
Ζ.Γ.
"Ἀπολύτρωσις",
Τεῡχος Φεβρουαρίου, 2025